Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΩΠΟΣ

Μῦθοι (308.1-311.1)


B5. Fabulae Dosithei


308. ΔΕΣΠΟΤΗΣ ΚΑΙ ΝΑΥΤΑΙ
[308.1] οἰκοδεσπότης τίς ποτε πλέων εἰς θάλασσαν ἐκοπία ὑπὸ χειμῶνος καὶ οἱ ναῦται ἀσθενέστερον ὑπηρέτουν διὰ τὸν χειμῶνα. οἷς ὁ ἄνθρωπος εἶπεν· «ὑμεῖς», φησίν, «εἰ μὴ τοῦτο τὸ πλοῖον ταχύτερον ἄγετε, λίθοις ὑμᾶς καταβαλῶ». τότε εἷς ἐξ αὐτῶν εἶπεν· «ὤφελον γὰρ ἐν ἐκείνῳ τῷ τόπῳ ἦμεν, ὅπου λίθοι συλλεγῆναι δύνανται».
τούτῳ οὖν ὁμοία ἡ ζωὴ ἡμῶν· βαστάζειν ὀφείλομεν τὰς κουφοτέρας ζημίας, ἵνα τὰς βαρυτέρας ἐκφύγωμεν.

309. ΑΙΛΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΟΡΝΕΑ
[309.1] αἴλουρος προσποιούμενος γενέθλια ἄγειν ἐπὶ δεῖπνον ὄρνεα ἐκάλεσεν· ἔπειτα παρατετηρηκὼς εἰσελθόντας ἔκλεισεν τὰς θύρας καὶ καθ᾽ ἕνα ἤρξατο ἐσθίειν.
οὗτος ὁ μῦθος ἥρμοσται εἰς ἐκείνους, οἳ πρὸς ἐλπίδα ἱλαρὰν πορευόμενοι τὰ ἐναντία πάσχουσιν.

310. ΙΑΤΡΟΣ ΑΤΕΧΝΟΣ
[310.1] ἀσθενής τις ὑπὸ ἀτέχνου ἰατροῦ ἀπελπισθεὶς ἐσώθη. καὶ συναντήσας αὐτῷ ὁ ἰατρὸς διὰ χρόνου ἐξήταζεν, εἰ αὐτὸς εἴη, ὃν ἀπηλπίκει. ὁ δὲ ἀπεκρίθη τοῦ Χάρωνος χάριν ἀναπεπέμφθαι αὐτὸν ἐξ Ἅιδου. παρεκτὸς δὲ τὸν Χάρωνα ὡρικέναι ἐντὸς ἡμερῶν ὀλίγων πάντας τοὺς ἰατροὺς παρ᾽ ἑαυτὸν ἄγειν, ἵνα αὐτοὺς βασανίσῃ, ἐπειδὴ τῇ τούτων ἀμελείᾳ πολλοὶ ἀπέθνῃσκον. «ἀλλὰ σὺ μὴ φοβηθῇς· ἐγὼ γὰρ εἶπον αὐτῷ σὲ ἰατρὸν μηδέποτε γεγονέναι. πρὸ πάντων γὰρ σὲ ἀποσπάσαι σεσημειώκει».
οὗτος ὁ μῦθος δύναται πρὸς τούτους ἀνήκειν, οἵτινες οὐκ οἴδασιν ἐπαγγέλλονται.

311. ΚΟΡΩΝΗ ΔΙΨΩΣΑ
[311.1] κορώνη διψῶσα προσῆλθεν ἐπὶ ὑδρίαν καὶ ταύτην ἐβιάζετο ἀνατρέψαι. ἀλλ᾽ ὅτι ἰσχυρῶς εἱστήκει, οὐκ ἠδύνατο αὐτὴν καταβάλλειν, ἀλλὰ μεθόδῳ ἐπέτυχεν, ὃ ἠθέλησεν. ἔπεμπε γὰρ ψήφους εἰς τὴν ὑδρίαν καὶ τούτων τὸ πλῆθος ἀπὸ κάτωθεν τὸ ὕδωρ ἄνω ὑπερέχεεν· καὶ οὕτως ἡ κορώνη τὴν ἰδίαν δίψαν κατέπαυσεν.
οὕτως οὖν φρόνησις ἀνδρότητα πλανᾷ.


Β5. Από τα «Ερμηνεύματα» του Ψευδο-Δωσίθεου


308. Ο νοικοκύρης και οι ναυτικοί.
[308.1] Μια φορά ήταν ένας στεριανός, νοικοκύρης άνθρωπος, που ταξίδευε με πλοίο στη θάλασσα. Αυτόν, που λέτε, τον αρρώσταινε πολύ η θαλασσοταραχή, και οι ναύτες βέβαια δεν είχαν καιρό να τον νταντεύουν, καθώς πάλευαν με την καταιγίδα. Έτσι ο άνθρωπος τους φώναξε σε κάποια στιγμή: «Βρε σεις, τί κάθεστε; Κάντε το πλοίο μας να κουνηθεί πιο γρήγορα, μη σας πάρω με τις πέτρες». Τότε ένας από τους μούτσους τού πέταξε: «Μωρέ μακάρι να βρισκόμασταν σε μέρος όπου θα μπορούσες να μαζέψεις πέτρες».
Έτσι ακριβώς μοιάζει και η ζωή μας: Είμαστε αναγκασμένοι να υπομένουμε τις ελαφρότερες ζημιές, προκειμένου να γλιτώσουμε από τις χειρότερες.

309. Ο γάτος και οι κότες.
[309.1] Μια φορά ο γάτος καμώθηκε πως γιόρταζε τα γενέθλιά του και προσκάλεσε τις κότες να τους κάνει το τραπέζι. Τις παραφύλαγε, λοιπόν, μέχρι που μαζεύτηκαν όλες μέσα. Μετά κλείδωσε αμέσως τις πόρτες και άρχισε να τις καταβροχθίζει μία-μία.
Αυτός ο μύθος ταιριάζει για όποιον κατευθύνεται κάπου με ελπίδες και χαρά, πλην όμως καταλήγει στην αντίθετη κατάσταση.

310. Ο κομπογιαννίτης γιατρός.
[310.1] Ήταν κάποτε ένας άρρωστος άνθρωπος, που ο γιατρός του ήταν εντελώς ατζαμής και δεν του έδινε καμία ελπίδα. Παρ᾽ όλα αυτά, ο άνθρωπος γλίτωσε. Μετά από κάποιο διάστημα, που λέτε, έτυχε να συναντήσει πάλι τον γιατρό στον δρόμο. Ο δόκτορας τότε κοντοστάθηκε και αναρωτιόταν αν ήταν στα αλήθεια αυτός ο άνθρωπος που ο ίδιος τον είχε ξεγράψει προ καιρού. Ο πρώην ασθενής, λοιπόν, τον διαβεβαίωσε: «Σαφώς, εγώ είμαι, και να ξέρεις: μου έκανε χάρη ο Χάρος προσωπικά και με άφησε να ξαναγυρίσω στον επάνω κόσμο από τον Άδη». Εκτός αυτού, ο άνθρωπός μας πληροφόρησε τον κομπογιαννίτη και για κάτι άλλο: μέσα σε μερικές μέρες ο Χάρος είχε, λέει, σκοπό να πάρει κάτω μαζί του όλους τους γιατρούς και να τους ρίξει στα μαρτύρια. Βλέπεις, από δική τους αμέλεια πεθαίνει τόσος κόσμος. «Όμως εσύ δεν έχεις να φοβηθείς τίποτε», κατέληξε ο ανθρωπάκος. «Να ξέρεις, εγώ ο ίδιος εγγυήθηκα στον Χάρο για σένα πως δεν είσαι γιατρός και ουδέποτε υπήρξες τέτοιος. Αλλιώς, την είχες βάψει: το δικό σου όνομα το είχε σημειωμένο ειδικά, για να σε αρπάξει πρώτον από όλους».
Ο μύθος αυτός μπορεί να ταιριάξει γάντι σε όσους επιχειρούν να εξασκήσουν επάγγελμα που δεν το γνωρίζουν.

311. Η κουρούνα που διψούσε.
[311.1] Μια φορά ήταν κάποια κουρούνα που βασανιζόταν από δίψα. Πέταξε λοιπόν καταπάνω σε ένα λαγήνι με λίγο νερό και έβαζε τα δυνατά της για να το αναποδογυρίσει. Έλα όμως που τούτο ήταν γερά στερεωμένο και το πουλί δεν μπορούσε να το ξεκουνήσει. Σκαρφίστηκε λοιπόν άλλο τέχνασμα για να πετύχει τον σκοπό της. Βάλθηκε να ρίχνει πετραδάκια μέσα στο λαγήνι, ένα-ένα. Έτσι, καθώς συσσωρεύονταν αυτά κάτω-κάτω, η στάθμη του νερού ανέβαινε, ώσπου ξεχείλισε. Με αυτόν τον τρόπο, που λέτε, η κουρούνα έσβησε τη δίψα της.
Έτσι είναι: Η εξυπνάδα ξεγελά την αντρειοσύνη.