Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (7.24.4-7.25.6)

[7.24.4] Ἡμέραι τε οὐ πολλαὶ ἐπὶ τούτῳ ἐγένοντο καὶ τεθυκὼς τοῖς θεοῖς τάς τε νομιζομένας θυσίας ἐπὶ ξυμφοραῖς ἀγαθαῖς καί τινας καὶ ἐκ μαντείας εὐωχεῖτο ἅμα τοῖς φίλοις καὶ ἔπινε πόρρω τῶν νυκτῶν. δοῦναι δὲ λέγεται καὶ τῇ στρατιᾷ ἱερεῖα καὶ οἶνον κατὰ λόχους καὶ ἑκατοστύας. ἀπὸ δὲ τοῦ πότου αὐτὸν μὲν ἀπαλλάττεσθαι ἐθέλειν ἐπὶ κοιτῶνα εἰσὶν οἳ ἀνέγραψαν· Μήδιον δὲ αὐτῷ ἐντυχόντα, τῶν ἑταίρων ἐν τῷ τότε τὸν πιθανώτατον, δεηθῆναι κωμάσαι παρὰ οἷ· γενέσθαι γὰρ ἂν ἡδὺν τὸν κῶμον.
[7.25.1] Καὶ αἱ βασίλειοι ἐφημερίδες ὧδε ἔχουσιν· πίνειν παρὰ Μηδίῳ αὐτὸν κωμάσαντα· ἔπειτα ἐξαναστάντα καὶ λουσάμενον καθεύδειν τε καὶ αὖθις δειπνεῖν παρὰ Μηδίῳ καὶ αὖθις πίνειν πόρρω τῶν νυκτῶν· ἀπαλλαχθέντα δὲ τοῦ πότου λούσασθαι· καὶ λουσάμενον ὀλίγον τι ἐμφαγεῖν καὶ καθεύδειν αὐτοῦ, ὅτι ἤδη ἐπύρεσσεν. [7.25.2] ἐκκομισθέντα δὲ ἐπὶ κλίνης πρὸς τὰ ἱερὰ θῦσαι ὡς νόμος ἐφ᾽ ἑκάστῃ ἡμέρᾳ, καὶ τὰ ἱερὰ ἐπιθέντα κατακεῖσθαι ἐν τῷ ἀνδρῶνι ἔστε ἐπὶ κνέφας. ἐν τούτῳ δὲ τοῖς ἡγεμόσι παραγγέλλειν ὑπὲρ τῆς πορείας καὶ τοῦ πλοῦ, τοὺς μὲν ὡς πεζῇ ἰόντας παρασκευάζεσθαι ἐς τετάρτην ἡμέραν, τοὺς δὲ ἅμα οἷ πλέοντας ὡς εἰς πέμπτην πλευσουμένους. [7.25.3] ἐκεῖθεν δὲ κατακομισθῆναι ἐπὶ τῆς κλίνης ὡς ἐπὶ τὸν ποταμόν, καὶ πλοίου ἐπιβάντα διαπλεῦσαι πέραν τοῦ ποταμοῦ ἐς τὸν παράδεισον, κἀκεῖ αὖθις λουσάμενον ἀναπαύεσθαι. ἐς δὲ τὴν ὑστεραίαν λούσασθαί τε αὖθις καὶ θῦσαι τὰ νομιζόμενα· καὶ εἰς τὴν καμάραν εἰσελθόντα κατακεῖσθαι διαμυθολογοῦντα πρὸς Μήδιον· παραγγεῖλαι δὲ καὶ τοῖς ἡγεμόσιν ἀπαντῆσαι ἕωθεν. [7.25.4] ταῦτα πράξαντα δειπνῆσαι ὀλίγον· κομισθέντα δὲ αὖθις ἐς τὴν καμάραν πυρέσσειν ἤδη ξυνεχῶς τὴν νύκτα ὅλην· τῇ δὲ ὑστεραίᾳ λούσασθαι καὶ λουσάμενον θῦσαι. Νεάρχῳ δὲ καὶ τοῖς ἄλλοις ἡγεμόσι παραγγεῖλαι τὰ ἀμφὶ τὸν πλοῦν ὅπως ἔσται ἐς τρίτην ἡμέραν. τῇ δὲ ὑστεραίᾳ λούσασθαι αὖθις καὶ θῦσαι τὰ τεταγμένα, καὶ τὰ ἱερὰ ἐπιθέντα οὐκέτι ἐλινύειν πυρέσσοντα. ἀλλὰ καὶ ὣς τοὺς ἡγεμόνας εἰσκαλέσαντα παραγγέλλειν τὰ πρὸς τὸν ἔκπλουν ὅπως αὐτῷ ἔσται ἕτοιμα· λούσασθαί τε ἐπὶ τῇ ἑσπέρᾳ, καὶ λουσάμενον ἔχειν ἤδη κακῶς. [7.25.5] τῇ δὲ ὑστεραίᾳ μετακομισθῆναι ἐς τὴν οἰκίαν τὴν πρὸς τῇ κολυμβήθρᾳ καὶ θῦσαι μὲν τὰ τεταγμένα, ἔχοντα δὲ πονήρως ὅμως ἐσκαλέσαι τῶν ἡγεμόνων τοὺς ἐπικαιριωτάτους καὶ ὑπὲρ τοῦ πλοῦ αὖθις παραγγέλλειν. τῇ δ᾽ ἐπιούσῃ μόγις ἐκκομισθῆναι πρὸς τὰ ἱερὰ καὶ θῦσαι, καὶ μηδὲν μεῖον ἔτι παραγγέλλειν ὑπὲρ τοῦ πλοῦ τοῖς ἡγεμόσιν. [7.25.6] ἐς δὲ τὴν ὑστεραίαν κακῶς ἤδη ἔχοντα ὅμως θῦσαι τὰ τεταγμένα. παραγγεῖλαι δὲ τοὺς μὲν στρατηγοὺς διατρίβειν κατὰ τὴν αὐλήν, χιλιάρχας δὲ καὶ πεντακοσιάρχας πρὸ τῶν θυρῶν. ἤδη δὲ παντάπασι πονήρως ἔχοντα διακομισθῆναι ἐκ τοῦ παραδείσου ἐς τὰ βασίλεια. εἰσελθόντων δὲ τῶν ἡγεμόνων γνῶναι μὲν αὐτοὺς, φωνῆσαι δὲ μηδὲν ἔτι, ἀλλὰ εἶναι ἄναυδον· καὶ τὴν νύκτα πυρέσσειν κακῶς καὶ τὴν ἡμέραν, καὶ τὴν ἄλλην νύκτα καὶ τὴν ἡμέραν.

[7.24.4] Λίγες μέρες μετά ο Αλέξανδρος, αφού πρόσφερε στους θεούς τις καθιερωμένες θυσίες για επιτυχίες, καθώς και μερικές άλλες που του υπέδειξαν οι μάντεις, άρχισε να οργανώνει συμπόσια μαζί με τους εταίρους και να πίνει ως αργά τη νύχτα. Λένε ότι έδωσε και στον στρατό του ζώα για θυσία και κρασί κατά λόχο και εκατοντάδα. Μερικοί ιστορικοί έγραψαν ότι ο Αλέξανδρος ήθελε να αποχωρήσει από το συμπόσιο για τον κοιτώνα του, αλλά ότι τον συνάντησε ο Μήδιος, ένας από τους πιο έμπιστους εταίρους αυτήν την εποχή, ο οποίος τον παρακάλεσε να πάνε σπίτι του για να εορτάσουν, γιατί θα γινόταν εκεί ένα χαρούμενο γλέντι.
[7.25.1] Και οι βασιλικές εφημερίδες αναφέρουν τα εξής: ο Αλέξανδρος ήπιε διασκεδάζοντας στο σπίτι του Μηδίου και μετά, αφού σηκώθηκε και λούσθηκε, κοιμήθηκε και δείπνησε πάλι στο σπίτι του Μηδίου και ήπιε πάλι ως αργά τη νύχτα. Αφού αποχώρησε από το συμπόσιο, λούσθηκε· μετά το λουτρό έφαγε λίγο και κοιμήθηκε εκεί, γιατί είχε πλέον πυρετό. [7.25.2] Από εκεί μεταφέρθηκε επάνω σε φορείο στους ναούς και προσέφερε θυσίες, όπως συνήθιζε καθημερινά· αφού θυσίασε, ξάπλωσε στο διαμέρισμα των ανδρών, έως ότου σκοτείνιασε. Στο μεταξύ έδινε οδηγίες στους διοικητές του στρατού για την πορεία και το ταξίδι: δηλαδή όσοι θα πεζοπορούσαν να είναι έτοιμοι για αναχώρηση την τέταρτη μέρα, ενώ όσοι θα έπλεαν μαζί του να είναι έτοιμοι για το ταξίδι την πέμπτη μέρα. [7.25.3] Από εκεί μεταφέρθηκε στον ποταμό με το φορείο και αφού επιβιβάσθηκε σε πλοίο, έπλευσε στην απέναντι όχθη του ποταμού προς τον περιφραγμένο κήπο, όπου λούσθηκε ξανά και αναπαύθηκε. Την επόμενη μέρα λούσθηκε πάλι και προσέφερε τις συνηθισμένες θυσίες. Μετά μπήκε στο θολωτό δωμάτιο, ξάπλωσε εκεί και συζητούσε με τον Μήδιο. Παράγγειλε επίσης στους διοικητές του στρατού να πάνε να τον συναντήσουν το πρωί. [7.25.4] Κατόπιν έφαγε ελαφρά και όταν μεταφέρθηκε πάλι στο θολωτό δωμάτιο, είχε πλέον συνεχώς πυρετό όλη τη νύχτα· την επόμενη μέρα λούσθηκε και μετά το λουτρό προσέφερε θυσία. Και έδωσε οδηγίες στον Νέαρχο και στους άλλους διοικητές σχετικά με τον τρόπο που επρόκειτο να γίνει το ταξίδι, κατά την τρίτη μέρα. [7.25.5] Την επόμενη μέρα λούσθηκε ξανά και προσέφερε τις καθορισμένες θυσίες· αφού απέθεσε τα σφάγια, δεν έπαυσε να έχει πυρετό. Παρ᾽ όλα αυτά προσκάλεσε τους διοικητές και τους έδωσε οδηγίες σχετικά με την προετοιμασία για την αναχώρηση των πλοίων. Το βράδυ λούσθηκε και μετά το λουτρό ήταν πλέον σε ελεεινή κατάσταση. Την επομένη μεταφέρθηκε στο οίκημα, που ήταν κοντά στο κολυμβητήριο και προσέφερε τις καθιερωμένες θυσίες. Μολονότι ήταν άσχημα, προσκάλεσε τους πιο σημαντικούς διοικητές και τους έδωσε πάλι οδηγίες για το ταξίδι. Την άλλη μέρα, αν και μεταφέρθηκε με δυσκολία στους ναούς και πρόσφερε θυσία, συνέχισε να δίνει στους διοικητές οδηγίες για το ταξίδι. [7.25.6] Και την επομένη, παρόλο που ήταν πλέον σε ελεεινή κατάσταση, προσέφερε τις καθιερωμένες θυσίες και διέταξε οι στρατηγοί να παραμείνουν στην αυλή, ενώ οι χιλίαρχοι και οι πεντακοσίαρχοι έξω από την πόρτα. Επειδή ήταν σε πολύ κακή κατάσταση πια, τον μετέφεραν από τον περιφραγμένο κήπο στα ανάκτορα. Όταν μπήκαν μέσα οι διοικητές, ο Αλέξανδρος τους γνώρισε, δεν μίλησε όμως καθόλου, αλλά παρέμεινε άφωνος. Είχε υψηλό πυρετό τη νύχτα και τη μέρα και την άλλη νύχτα και τη μέρα.