Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (6.9.5-6.10.4)

[6.9.5] Ἀλέξανδρος δὲ ὡς ἐπὶ τοῦ τείχους στὰς κύκλῳ τε ἀπὸ τῶν πλησίον πύργων ἐβάλλετο, οὐ γὰρ πελάσαι γε ἐτόλμα τις αὐτῷ τῶν Ἰνδῶν, καὶ ὑπὸ τῶν ἐκ τῆς πόλεως, οὐδὲ πόρρω τούτων γε ἐσακοντιζόντων (ἔτυχε γάρ τι καὶ προσκεχωσμένον ταύτῃ πρὸς τὸ τεῖχος), δῆλος μὲν ἦν Ἀλέξανδρος ὢν τῶν τε ὅπλων τῇ λαμπρότητι καὶ τῷ ἀτόπῳ τῆς τόλμης, ἔγνω δὲ ὅτι αὐτοῦ μὲν μένων κινδυνεύσει μηδὲν ὅ τι καὶ λόγου ἄξιον ἀποδεικνύμενος, καταπηδήσας δὲ εἴσω τοῦ τείχους τυχὸν μὲν αὐτῷ τούτῳ ἐκπλήξει τοὺς Ἰνδούς, εἰ δὲ μή, καὶ κινδυνεύειν δέοι, μεγάλα ἔργα καὶ τοῖς ἔπειτα πυθέσθαι ἄξια ἐργασάμενος οὐκ ἀσπουδεὶ ἀποθανεῖται—ταῦτα γνοὺς καταπηδᾷ ἀπὸ τοῦ τείχους ἐς τὴν ἄκραν. [6.9.6] ἔνθα δὴ ἐρεισθεὶς πρὸς τῷ τείχει τοὺς μέν τινας ἐς χεῖρας ἐλθόντας καὶ τόν γε ἡγεμόνα τῶν Ἰνδῶν προσφερόμενόν οἱ θρασύτερον παίσας τῷ ξίφει ἀποκτείνει· ἄλλον δὲ πελάζοντα λίθῳ βαλὼν ἔσχε καὶ ἄλλον λίθῳ, τὸν δὲ ἐγγυτέρω προσάγοντα τῷ ξίφει αὖθις. οἱ δὲ βάρβαροι πελάζειν μὲν αὐτῷ οὐκέτι ἤθελον, ἔβαλλον δὲ πάντοθεν περιεστηκότες ὅ τι τις ἔχων βέλος ἐτύγχανεν ἢ ἐν τῷ τότε ἔλαβεν.
[6.10.1] Ἐν τούτῳ δὲ Πευκέστας τε καὶ ὁ διμοιρίτης Ἀβρέας καὶ ἐπ᾽ αὐτοῖς Λεοννάτος, οἳ δὴ μόνοι ἔτυχον πρὶν ξυντριβῆναι τὰς κλίμακας ἀναβεβηκότες ἐπὶ τὸ τεῖχος, καταπηδήσαντες καὶ αὐτοὶ πρὸ τοῦ βασιλέως ἐμάχοντο. καὶ Ἀβρέας μὲν ὁ διμοιρίτης πίπτει αὐτοῦ τοξευθεὶς ἐς τὸ πρόσωπον, Ἀλέξανδρος ‹δὲ› βάλλεται καὶ αὐτὸς διὰ τοῦ θώρακος ἐς τὸ στῆθος τοξεύματι ὑπὲρ τὸν μαστόν, ὥστε λέγει Πτολεμαῖος ὅτι καὶ πνεῦμα ὁμοῦ τῷ αἵματι ἐκ τοῦ τραύματος ἐξεπνεῖτο. [6.10.2] ὁ δέ, ἔστε μὲν ἔτι θερμὸν ἦν αὐτῷ τὸ αἷμα, καίπερ κακῶς ἔχων ἠμύνετο· πολλοῦ δὲ δὴ τοῦ αἵματος καὶ ἀθρόου οἷα δὴ ξὺν πνεύματι ἐκρυέντος, ἴλιγγός τε αὐτὸν καὶ λειποψυχία κατέσχε καὶ πίπτει αὐτοῦ ἐπὶ τὴν ἀσπίδα ξυννεύσας. Πευκέστας δὲ περιβὰς πεπτωκότι καὶ ὑπερσχὼν τὴν ἱερὰν τὴν ἐξ Ἰλίου ἀσπίδα πρὸ αὐτοῦ [εἶχε], καὶ Λεοννάτος ἐς τὰ ἐπὶ θάτερα, οὗτοί τε βάλλονται ἀμφότεροι καὶ Ἀλέξανδρος ἐγγὺς ἦν ἤδη ὑπὸ τοῦ αἵματος ἐκλιπεῖν. [6.10.3] τοῖς γὰρ Μακεδόσι καὶ ταύτῃ ἐν ἀπόρῳ γεγένητο τὰ τῆς προσβολῆς, ὅτι οἱ τὸν Ἀλέξανδρον βαλλόμενόν τε ἐπὶ τῷ τείχει ἰδόντες καὶ πηδῶντα ἔσω ἐς τὴν ἄκραν, ὑπὸ σπουδῆς τε καὶ φόβου μή τι αὐτοῖς ὁ βασιλεὺς πάθῃ οὐ ξὺν νόῳ κινδυνεύων, τὰς κλίμακας ξυντετριφότες ἄλλοι ἄλλας μηχανὰς ἐς τὸ ἀνελθεῖν ἐπὶ τὸ τεῖχος ὡς ἐν ἀπόροις ἐμηχανῶντο, οἱ μὲν πασσάλους ἐμπηγνύοντες ἐς τὸ τεῖχος γήϊνον ὄν, καὶ κατὰ τούτους ἐκκρεμαννύμενοι χαλεπῶς ἀνεῖρπον, οἱ δὲ ἄλλοι ἐπ᾽ ἄλλους ἐπιβαίνοντες. [6.10.4] ὁ δὲ πρῶτος ἀνελθὼν ἐνρίπτει αὑτὸν κατὰ τοῦ τείχους ἐς τὴν πόλιν, ἵναπερ τὸν βασιλέα ἑώρων κείμενον, ξὺν οἰμωγῇ καὶ ἀλαλαγμῷ πάντες. ἤδη τε ἀμφ᾽ αὐτῷ πεπτωκότι καρτερὰ μάχη ξυνειστήκει ἄλλου ἐπ᾽ ἄλλῳ τῶν Μακεδόνων προασπίζοντος, καὶ ἐν τούτῳ οἱ μὲν τὸν μοχλὸν ὅτῳ εἴχετο ἡ κατὰ τὸ μεταπύργιον πύλη κατασχίσαντες ἐπ᾽ ὀλίγους παρῄεσαν, οἱ δὲ καθ᾽ ὅ τι ἡ πύλη διέσχε τοὺς ὤμους ὑποθέντες καὶ ὤσαντες ἐς τὸ ἔσω τὸ τεῖχος ἀνεπέτασαν ταύτῃ τὴν ἄκραν.

[6.9.5] Μόλις ο Αλέξανδρος στάθηκε όρθιος επάνω στο τείχος, δέχθηκε χτυπήματα ολόγυρα από τους κοντινούς πύργους, γιατί κανένας από τους Ινδούς δεν τολμούσε να τον πλησιάσει. Συγχρόνως εκείνοι που βρίσκονταν στην ακρόπολη του έριχναν ακόντια από κοντινή και αυτοί απόσταση (γιατί έτυχε στο μέρος εκείνο να έχει κατασκευασθεί και κάποιο ανάχωμα κοντά στο τείχος). Ο Αλέξανδρος, που διακρινόταν από την λαμπρότητα των όπλων και την παράλογη τόλμη του, σκέφτηκε ότι αν έμενε εκεί, θα κινδύνευε χωρίς να κατορθώσει και τίποτε το αξιόλογο, ενώ αν πηδούσε μέσα στο τείχος ίσως με το τόλμημά του αυτό να τρομοκρατούσε τους Ινδούς. Αλλά και αν δεν συνέβαινε αυτό και έπρεπε να εκτεθεί σε κίνδυνο, θα σκοτωνόταν πολεμώντας, αφού θα είχε επιτελέσει μεγάλα κατορθώματα και άξια να τα μάθουν οι μεταγενέστεροι. Αυτά σκέφθηκε και πήδησε από το τείχος προς την ακρόπολη. [6.9.6] Στηρίχθηκε τότε στο τείχος και σκότωσε μερικούς που συγκρούσθηκαν μαζί του, καθώς και τον αρχηγό των Ινδών, που εφορμούσε εναντίον του με μεγαλύτερη τόλμη, χτυπώντας τους με το ξίφος του. Αναχαίτισε κάποιον άλλο που πλησίαζε χτυπώντας τον με πέτρα καθώς και έναν άλλο, και κάποιον άλλο, που προχώρησε πιο κοντά, τον σκότωσε πάλι με το ξίφος του. Οι βάρβαροι δεν ήθελαν πια να τον πλησιάσουν, αλλά τον περικύκλωσαν από όλες τις πλευρές και τον χτυπούσαν από μακριά με οτιδήποτε τύχαινε να έχει ο καθένας στα χέρια του ή να έχει αρπάξει εκείνη τη στιγμή.
[6.10.1] Στο μεταξύ ο Πευκέστας και ο διμοιρίτης Αβρέας και μετά από αυτούς ο Λεοννάτος, οι μόνοι που είχαν ανέβει τότε στο τείχος πριν συντριβούν οι σκάλες, πήδησαν και αυτοί κάτω και πολεμούσαν μπροστά από τον βασιλιά τους. Ο Αβρέας ο διμοιρίτης χτυπήθηκε με βέλος στο πρόσωπο και έπεσε εκεί, ενώ ο Αλέξανδρος χτυπήθηκε και αυτός με βέλος που διαπέρασε τον θώρακά του και τον βρήκε στο στήθος επάνω από τον μαστό, ώστε έβγαινε από το τραύμα του αέρας μαζί με αίμα, όπως αναφέρει ο Πτολεμαίος. [6.10.2] Ο Αλέξανδρος, όσο ήταν ακόμη ζεστό το αίμα του, εξακολουθούσε να αμύνεται, αν και βρισκόταν σε κακή κατάσταση. Επειδή όμως είχε ακατάσχετη αιμορραγία, όπως συμβαίνει όταν το αίμα βγαίνει μαζί με αέρα, τον κατέλαβε σκοτοδίνη και λιπόθυμος έγειρε πέφτοντας επάνω στην ασπίδα του. Ο Πευκέστας στάθηκε κοντά στον Αλέξανδρο, που είχε πέσει κάτω, και κράτησε επάνω του την ιερή ασπίδα από το Ίλιο, ενώ στην άλλη πλευρά του ήταν ο Λεοννάτος. Εναντίον και των δύο ρίχνονταν βλήματα, ενώ ο Αλέξανδρος πλησίαζε πλέον να πεθάνει από αιμορραγία. [6.10.3] Η επίθεση είχε γίνει πολύ δύσκολη για τους Μακεδόνες και για την εξής αιτία. Όταν δηλαδή είδαν ότι χτυπούσαν με βέλη τον Αλέξανδρο επάνω στο τείχος και ότι αυτός πήδησε μέσα προς την ακρόπολη, έσπευσαν γιατί φοβήθηκαν μήπως πάθει κανένα κακό ο βασιλιάς τους που διακινδύνευε απερίσκεπτα. Επειδή είχαν συντριβεί οι σκάλες, επινοούσε ο καθένας διαφορετικό τρόπο για να ανέβει στο τείχος, όπως συμβαίνει όταν αναζητεί κανείς λύση σε μια δύσκολη κατάσταση· άλλοι έμπηγαν πασσάλους στο τείχος που ήταν κατασκευασμένο από χωμάτινα πλιθάρια και κρεμασμένοι από αυτούς ανέβαιναν έρποντας με δυσκολία, ενώ άλλοι ανέβαιναν πατώντας επάνω στους άλλους. [6.10.4] Αυτός που κάθε φορά ανέβαινε ριχνόταν από το τείχος προς την ακρόπολη, όπου έβλεπαν τον βασιλιά τους πεσμένο στο έδαφος, όλοι με γοερές κραυγές και πολεμικά συνθήματα. Γύρω από τον Αλέξανδρο που ήταν πεσμένος στο έδαφος, είχε πλέον ξεσπάσει άγρια μάχη, ενώ οι Μακεδόνες, ο ένας μετά τον άλλο, εκάλυπταν τον Αλέξανδρο με τις ασπίδες τους. Στο μεταξύ άλλοι Μακεδόνες απέσπασαν τον μοχλό που συγκρατούσε την πύλη του μεσοπυργίου και έμπαιναν λίγοι - λίγοι, ενώ άλλοι βάζοντας τους ώμους τους στο μέρος όπου είχε μισανοίξει η πύλη και σπρώχνοντας προς τα μέσα το τείχος άνοιξαν στο μέρος εκείνο την ακρόπολη.