Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ

Διθύραμβοι (3.67-3.132)


κλύε δ᾽ ἄμεμπτον εὐχὰν μεγασθενὴ[ς [στρ. β]
Ζεύς, ὑπέροχόν τε Μίνῳ φύτευσε
τιμὰν φίλῳ θέλων
70 παιδὶ πανδερκέα θέμεν,
ἄστραψέ θ᾽· ὁ δὲ θυμάρμενον
ἰδὼν τέρας χέρας πέτασσε
κλυτὰν ἐς αἰθέρα μενεπτόλεμος ἥρως
εἶρέν τε· «Θησεῦ, τάδ᾽ ἐ‹μὰ›
75μὲν βλέπεις σαφῆ Διὸς
δῶρα· σὺ δ᾽ ὄρνυ᾽ ἐς βα-
ρύβρομον πέλαγος· Κρονί[δας
δέ τοι πατὴρ ἄναξ τελεῖ
Ποσειδὰν ὑπέρτατον
80κλέος χθόνα κατ᾽ ἠΰδενδρον.»
ὣς εἶπε· τῷ δ᾽ οὐ πάλιν
θυμὸς ἀνεκάμπτετ᾽, ἀλλ᾽ εὐ-
πάκτων ἐπ᾽ ἰκρίων
σταθεὶς ὄρουσε, πόντιόν τέ νιν
85δέξατο θελημὸν ἄλσος.
τάφεν δὲ Διὸς υἱὸς ἔνδοθεν
κέαρ, κέλευσέ τε κατ᾽ οὖ-
ρον ἴσχεν εὐδαίδαλον
νᾶα· μοῖρα δ᾽ ἑτέραν ἐπόρσυν᾽ ὁδόν.

90 ἵετο δ᾽ ὠκύπομπον δόρυ· σόει [αντ. β]
νιν βορεὰς ἐξόπιν πνέουσ᾽ ἀήτα·
τρέσσαν δ᾽ Ἀθαναίων
ἠϊθέων ‹–› γένος, ἐπεὶ
ἥρως θόρεν πόντονδε, κα-
95τὰ λειρίων τ᾽ ὀμμάτων δά-
κρυ χέον, βαρεῖαν ἐπιδέγμενοι ἀνάγκαν.
φέρον δὲ δελφῖνες {ἐν} ἁλι-
ναιέται μέγαν θοῶς
Θησέα πατρὸς ἱππί-
100ου δόμον· ἔμολέν τε θεῶν
μέγαρον. τόθι κλυτὰς ἰδὼν
ἔδεισε‹ν› Νηρέος ὀλ-
βίου κόρας· ἀπὸ γὰρ ἀγλα-
ῶν λάμπε γυίων σέλας
105 ὧτε πυρός, ἀμφὶ χαίταις
δὲ χρυσεόπλοκοι
δίνηντο ταινίαι· χορῷ δ᾽ ἔτερ-
πον κέαρ ὑγροῖσι ποσσίν.
εἶδέν τε πατρὸς ἄλοχον φίλαν
110 σεμνὰν βοῶπιν ἐρατοῖ-
σιν Ἀμφιτρίταν δόμοις·
ἅ νιν ἀμφέβαλεν ἀϊόνα πορφυρέαν,

κόμαισί τ᾽ ἐπέθηκεν οὔλαις [επωδ. β]
ἀμεμφέα πλόκον,
115 τόν ποτέ οἱ ἐν γάμῳ
δῶκε δόλιος Ἀφροδίτα ῥόδοις ἐρεμνόν.
ἄπιστον ὅ τι δαίμονες
θέλωσιν οὐδὲν φρενοάραις βροτοῖς·
νᾶα πάρα λεπτόπρυμνον φάνη· φεῦ,
120 οἵαισιν ἐν φροντίσι Κνώσιον
ἔσχασεν στραταγέταν, ἐπεὶ
μόλ᾽ ἀδίαντος ἐξ ἁλὸς
θαῦμα πάντεσσι, λάμ-
πε δ᾽ ἀμφὶ γυίοις θεῶν δῶρ᾽, ἀγλαό-
125θρονοί τε κοῦραι σὺν εὐ-
θυμίᾳ νεοκτίτῳ
ὠλόλυξαν, ἔ-
κλαγεν δὲ πόντος· ἠίθεοι δ᾽ ἐγγύθεν
νέοι παιάνιξαν ἐρατᾷ ὀπί.
130 Δάλιε, χοροῖσι Κηΐων
φρένα ἰανθεὶς
ὄπαζε θεόπομπον ἐσθλῶν τύχαν.


Πρόθυμ᾽ άκουσε τη δέηση τούτη ο Δίας, [στρ. β]
που μεγάλη η δύναμή του· ένα σημάδι
δίνει εξαίσιο, φανερό σημάδι για όλους
70πως πολύ τιμά το γιο του: ευθύς αστράφτει.
Το σημάδι, που η καρδιά του
λαχταρούσε, μόλις είδε ο Μίνωας τότε,
του πολέμου αυτός ο βράχος, στο λαμπρό
ουρανό τα χέρια υψώνει και λέει:
«Ολοκάθαρο το δώρο βλέπεις, νά,
που μου κάνει ο Δίας, Θησέα·
στο βαρύβροντο εσύ τώρα πέλαο πήδα·
και μια δόξα τρισμεγάλη, που όλη η γη
η πολύδεντρη θ᾽ ακούσει,
80θα σου δώσει ο γιος του Κρόνου ο Ποσειδώνας.»
Έτσι μίλησε. Δε λύγισε η καρδιά
του Θησέα· ολόρθος στέκει στη γερτή
κουπαστή, κι ευθύς ορμά· καλοσυνάτη
του πελάου τον αγκαλιάζει η απλωσιά.
Όταν το ᾽δε ο γιος του Δία, μες στην ψυχή του
ξάφνιασμα ένιωσε μεγάλο
και προστάζει να κρατήσουν το καράβι
τ᾽ ωριοστόλιστο στον άνεμο αντικρύ.
Όμως άλλον τότε δρόμο ανοίγει η Μοίρα.

90Δρόμο πήρε, γοργοκίνητο, το πλοίο· [αντ. β]
απ᾽ την πρύμη πνέει βοριάς κι εμπρός το σπρώχνει·
οι Αθηναίοι εκείνοι, οι νέοι κι οι νέες, σαν είδαν
το Θησέα τους να βουτά στο πέλαο μέσα,
τρόμο νιώσανε μεγάλο,
στ᾽ απαλά τους μάτια ανάβρυσαν τα δάκρυα,
συμφορά πως θά ᾽ρθει πρόσμεναν βαριά.
Μα δελφίνια θαλασσόζωα το Θησέα
τον τρανό στο σπίτι οδήγησαν γοργά
του αλογόθεου, του γονιού του·
100όταν μπήκε στο θεϊκό παλάτι εκείνο,
ο ήρωας δείλιασε· είδε εκεί τις ξακουστές
κόρες του άρχοντα Νηρέα,
που απ᾽ τα μέλη τους τα υπέροχα μια λάμψη
ξεχυνόταν, ίδια φλόγα από φωτιά,
που τριγύρω απ᾽ τα μαλλιά τους λαμπερές
ανεμίζανε χρυσόπλεχτες κορδέλες
και με πόδια απαλοσάλευτα χορό
γύρω σέρνανε, αναγάλλια της ψυχής τους.
Και είδε στο θαυμάσιο σπίτι
110τη σεβάσμια γελαδόματη Αμφιτρίτη,
του πατέρα του γυναίκα αγαπητή.
Μ᾽ ένα ντύμα πορφυρό τον ντύνει εκείνη.

Και τα σγουρά του η θεά [επωδ. β]
μ᾽ ένα στεφάνι πανέμορφο στόλισε
μ᾽ ένα στεφάνι που το ίσκιωναν ρόδα·
η δολοπλέχτρα Αφροδίτη τής το ᾽καμε δώρο στο γάμο της.
Πράξη καμιά των θεών
δεν τη λογιάζουν για απίστευτη οι φρόνιμοι·
δίπλα στου πλοίου τη χυτή
πρύμη ο Θησέας απ᾽ το κύμα ξεπρόβαλε.
120Ω, της Κνωσού το στρατάρχη!
Μαύρες του νου που του τύλιξαν έγνοιες,
μέσ᾽ απ᾽ τα κύματα ο άλλος σα βγήκε στεγνός,
και τα θεϊκά στο κορμί του στραφτάλιζαν δώρα!
Από αναγάλλια πρωτόφαντη
οι λαμπερόθρονες κόρες ξεφώνισαν,
βούιξε το πέλαγο,
κι από κοντά οι κοπελιές και τ᾽ αγόρια παιάνα τραγούδησαν
με τις γλυκές τους φωνές.
130Δήλιε θεέ,
αν η καρδιά σου από τους τζιώτικους τούτους χορούς αναγάλλιασε,
δώσε, θεόσταλτα εμείς να χαρούμε αγαθά.


Άκουσ᾽ ο παντοδύναμος [στρ. β]
την άμετρην ευκή του
κι άφθαστη χάρισε τιμή
του αγαπημένου Μίνω του,
70για να δουν το παιδί του,
άστραψε κιόλα στη στιγμή.
Το θαύμα ως είδε ο πάντολμος,
που πρόσμενε μ᾽ ελπίδα,
τα χέρια υψώνει να ευχηθεί
και λέει, «Θησέα, το μήνυμα
του Διός είδες το· πήδα
στο νερό τώρα το βαθύ.
Κι ο κρατερός πατέρας σου
σ᾽ όλα της γης τα μάκρη
80θα κάμει πώς να δοξαστείς».
Είπε· μ᾽ αυτού δε λύγισε
το θάρρος του· στην άκρη
εστάθηκε της κουπαστής,
και νά στο κύμα, π᾽ άνοιξε
για να τον περιλάβει.
Κι ο γιος εσάστισε του Διός
και διάταξε προσάνεμο
να μείνει το καράβι.
Μα η μοίρα τα ᾽φερεν αλλιώς.

90Και το καράβι αρμένιζε [αντ. β]
με το βοριά την αύρα
και της Αθήνας τα παιδιά
πως πήδησε στη θάλασσα
δάκρυα εχύναν μαύρα
και κλαίαν την τύχη την βαριά.
Μα τον Θησέα συνόδευαν
δελφίνια στου πατρός του.
100Στων θεών ήρθε την αυλή
κι εκεί άμα τες ηλιόμορφες
Νεράιδες είδ᾽ εμπρός του
πρώτα φοβήθηκε πολύ.
Από τ᾽ αφράτα μέλη των
ελάμπαν οι κοπέλες
καθώς το σέλας της φωτιάς
και στα μαλλιά των έπαιζαν
χρυσόπλοκες κορδέλες
κι εχόρευαν όλες μεμιάς.
Είδε και του πατέρα του
στο ξωτικό το σπίτι
110την σύζυγο την τρυφερή
και με τ᾽ αβρά τα χέρια της
η δέσποιν᾽ Αμφιτρίτη
οξιά πορφύρα τού φορεί.

Και στη σγουρή την κόμη του [επωδ. β]
ρόδινο βάζει στέμμα
που ᾽χε απ᾽ του γάμου το πρωί
της Αφροδίτης χάρισμα·
ποτέ δεν είναι ψέμα
ό,τι θελήσουν οι θεοί!
Νά! πλάγι στο λεπτόπρυμνο
καράβι τώρα εφάνη.
120Πώς έσκασε το Κρητικό,
από τη θάλασσ᾽ άβρεκτος
ως ήρθε με στεφάνι!
Τί θαύμα σ᾽ όλους, τί κακό!
Και νά σου κι οι πεντάμορφες
παρθένες οι Νεράιδες
μ᾽ άλλη χαρά μες στην ψυχή
εχόρευαν κι ανάκραζαν
«ε τώρα, Μίνω, τά ειδες;»
και τώρα η θάλασσ᾽ αντηχεί.
Κι από κοντά μελώδησαν
κι οι νιες κι οι νέοι εκείνοι
με τη φωνή τους την ψιλή.
130Και τους χορούς μας, Δήλιε,
γιά δες με καλοσύνη
και τύχη δώσε μας καλή!