Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ

Επίνικοι (5.81-5.120)


μὴ ταΰσιον προΐει [στρ. γ]
τραχὺν ἐκ χειρῶν ὀϊστὸν
ψυχαῖσιν ἔπι φθιμένων·
οὔ τοι δέος.» ὣς φάτο· θάμβησεν δ᾽ ἄναξ
85 Ἀμφιτρυωνιάδας,
εἶπέν τε· «τίς ἀθανάτων
ἢ βροτῶν τοιοῦτον ἔρνος
θρέψεν ἐν ποίᾳ χθονί;
τίς δ᾽ ἔκτανεν; ἦ τάχα καλλίζωνος Ἥρα
90κεῖνον ἐφ᾽ ἁμετέρᾳ
πέμψει κεφαλᾷ· τὰ δέ που
Παλλάδι ξανθᾷ μέλει.»
τὸν δὲ προσέφα Μελέαγρος
δακρυώεις· «χαλεπὸν
95θεῶν παρατρέψαι νώον

ἄνδρεσσιν ἐπιχθονίοις. [αντ. γ.]
καὶ γὰρ ἂν πλάξιππος Οἰνεὺς
παῦσεν καλυκοστεφάνου
σεμνᾶς χώλον Ἀρτέμιδος λευκωλένου
100 λισσώμενος πολέων
τ᾽ αἰγῶν θυσίαισι πατὴρ
καὶ βοῶν φοινικονώτων·
ἀλλ᾽ ἀνίκατον θεὰ
ἔσχεν χώλον· εὐρυβίαν δ᾽ ἔσσευε κούρα
105κάπρον ἀναιδομάχαν
ἐς καλλίχορον Καλυδῶ-
ν᾽, ἔνθα πλημύρων σθένει
ὄρχους ἐπέκειρεν ὀδώντι,
σφάζε τε μῆλα, βροτῶν
110θ᾽ ὅστις εἰσάνταν μώλοι.

τῷ δὲ στυγερὰν δῆριν Ἑλλάνων ἄριστοι [επωδ. γ]
στασάμεθ᾽ ἐνδυκέως
ἓξ ἄματα συνεχέως· ἐπεὶ δὲ δαίμων
κάρτος Αἰτωλοῖς ὄρεξεν,
115 θάπτομεν οὓς κατέπεφνεν
σῦς ἐριβρύχας ἐπαΐσσων βίᾳ,
Ἀ[γκ]αῖον ἐμῶν τ᾽ Ἀγέλαον
φ[έρτ]ατον κεδνῶν ἀδελφεῶν
οὓς τέ]κεν ἐν μεγάροις
120. . . . .]ς Ἀλθαία περικλειτοῖσιν Οἰνέος·


Το χέρι σου [στρ. γ]
στα κούφια, σε νεκρών ψυχές, βέλος τραχύ ας μη ρίχνει·
φόβος κανείς.» Έτσι είπε ο ίσκιος.
Και τότε ο Αμφιτρυωνιάδης,
με θάμπωμα στο νου, ρωτά:
«Σαν ποιός απ᾽ τους αθάνατους ή απ᾽ τους θνητούς εσένα,
τέτοιο βλαστάρι, σ᾽ έθρεψε; ποιά χώρα;
και ποιός σε σκότωσε; για πες·
και στη δική μου σίγουρα
90την κεφαλή η καλλίζωνη
Ήρα θα στείλει το φονιά·
αλλά για τούτα γνοιάζεται, θαρρώ, η ξανθή Παλλάδα.»
Και δάκρυσε ο Μελέαγρος κι έτσι είπε: «Δύσκολο είναι
σ᾽ έναν επίγειον άνθρωπο του αθάνατου θεού
τη γνώμη να λυγίσει·

της Άρτεμης, [αντ. γ.]
θεάς ανθοστεφάνωτης, χιονόκορφης, σεβάσμιας,
αλλιώς, η οργή θα σταματούσε
με τόσες δέησες και θυσίες
100γιδιών και κόκκινων βοδιών,
που ο αλογάρης πρόσφερνε πατέρας μου, ο Οινέας·
μα αλύγιστο ήταν της θεάς το πείσμα·
κάπρο με δύναμη φριχτή,
κάπρο στη μάχη αδίσταχτο
ξαπόστειλε η παρθένα θεά
στης Καλυδώνας τους πλατιούς
τους κάμπους· με μια δύναμη, που ξεχειλούσε, ορμώντας
τ᾽ αγρίμι ρήμαζε αμπελιών αράδες με το δόντι,
ξολόθρευε και πρόβατα κι ανθρώπους, αν κανείς
110του λάχαινε στο δρόμο.

Με τον κάπρο πολεμήσαμε τα πρώτα [επωδ. γ]
της Ελλάδας παλικάρια για έξι μέρες
μ᾽ άγριο πείσμα· κι όταν πια
οι Αιτωλοί, με θεία βοήθεια, είδαν τη νίκη,
θάβαμε όσους του άγριου ζώου,
του βροντόφωνου, ξολόθρεψε η ορμή,
τον Αγκαίο και τον Αγέλαο· τούτος ήταν
πιο ακριβός για μένα απ᾽ όλα μου τ᾽ αδέρφια,
τ᾽ άξια αδέρφια μου, που η μάνα μου η Αλθαία
120είχε κάμει μες στου Οινέα το ξακουστό
το παλάτι.