Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Πυθιονίκαις (9.26-9.50)


κίχε νιν λέοντί ποτ᾽ εὐρυφαρέτρας [στρ. β]
ὀβρίμῳ μούναν παλαίοισαν
ἄτερ ἐγχέων ἑκάεργος Ἀπόλλων.
αὐτίκα δ᾽ ἐκ μεγάρων Χίρωνα προσήνεπε φωνᾷ·
30 «σεμνὸν ἄντρον, Φιλλυρίδα προλιπὼν
θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν
θαύμασον, οἷον ἀταρβεῖ νεῖκος ἄγει κεφαλᾷ,
31a μόχθου καθύπερθε νεᾶνις
ἦτορ ἔχοισα· φόβῳ δ᾽ οὐ κεχείμανται φρένες.
τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν; ποί-
ας δ᾽ ἀποσπασθεῖσα φύτλας

ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων, [αντ. β]
35 γεύεται δ᾽ ἀλκᾶς ἀπειράντου;
ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖν
ἦρα καὶ ἐκ λεχέων κεῖραι μελιαδέα ποίαν;»
τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενής, ἀγανᾷ
χλοαρὸν γελάσσαις ὀφρύϊ, μῆτιν ἑάν
εὐθὺς ἀμείβετο· «κρυπταὶ κλαΐδες ἐντὶ σοφᾶς
39a Πειθοῦς ἱερᾶν φιλοτάτων,
40 Φοῖβε, καὶ ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς
αἰδέοντ᾽, ἀμφανδὸν ἁδεί-
ας τυχεῖν τὸ πρῶτον εὐνᾶς.

καὶ γὰρ σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν, [επωδ. β]
ἔτραπε μείλιχος ὀργὰ παρφάμεν τοῦ-
τον λόγον. κούρας δ᾽ ὁπόθεν γενεάν
ἐξερωτᾷς, ὦ ἄνα; κύριον ὃς πάντων τέλος
45 οἶσθα καὶ πάσας κελεύθους·
ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ᾽ ἀναπέμπει, χὠπόσαι
ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς ψάμαθοι
κύμασιν ῥιπαῖς τ᾽ ἀνέμων κλονέονται,
χὤ τι μέλλει, χὠπόθεν
ἔσσεται, εὖ καθορᾷς.
50 εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι,


Αυτήν μονάχη κάποτε την πέτυχε [στρ. β]
να πολεμάει δίχως όπλα με τρομερό λιοντάρι
ο μακροτοξευτής Απόλλωνας, ο θεός με την πλατιά φαρέτρα,
κι ευθύς εφώναξε του Χίρωνα το σπίτι του ν᾽ αφήσει:
30«Πρόβαλε από την ιερή σπηλιά σου, γιέ της Φιλύρας,
για να θαυμάσεις την ψυχή και τη μεγάλη δύναμη γυναίκας,
να δεις πόσο ατάραχα παλεύει
μια νέα κοπέλα με καρδιά
31απου αψηφά τον μόχθο,
κι ο φόβος την ψυχή της δεν ταράζει.
Ποιός άνθρωπος να την εγέννησε;
Από ποιά τάχα φύτρα ν᾽ αποχωρίστηκε

και, στων σκιερών βουνών τις σπηλιές κατοικώντας, [αντ. β]
35χαίρεται την απέραντη αντρειοσύνη;
Είναι σωστό ν᾽ απλώσω πάνω της το ξακουστό μου χέρι,
σε κλίνη ερωτική τ᾽ ολόγλυκό της άνθος να δρέψω;»
Κι ο Κένταυρός ο δυνατός ευθύς του φανερώνει
τη γνώμη του με βλέμμα φιλικό, αχνά χαμογελώντας:
39α«Κρυφά κλειδιά κρατά στα χέρια της η σοφή Πειθώ
40για τους ιερούς τους έρωτες, ω Φοίβε,
και το ᾽χουν οι θεοί καθώς και οι άνθρωποι
ντροπή να νιώθουν έτσι, χωρίς προφύλαξη,
στου γάμου τη γλυκιά να πρωτοπέσουν κλίνη.

Γιατί για σένα, αλήθεια, που αθέμιτο είναι ν᾽ αγγίσεις ψέμα, [επωδ. β]
κάποια γλυκιά σε κέντρισε ορμή
στην ερώτηση αυτή να ξεστρατίσεις.
Της κόρης, άνακτα, ρωτάς να μάθεις τη γενιά;
Κι όμως εσύ το τέλος το πραγματικό των πάντων το γνωρίζεις
45κι όλους τους δρόμους που σ᾽ αυτό οδηγούν,
πόσα την άνοιξη στη γη φυτρώνουν φύλλα
και πόσους μες στη θάλασσα και μέσα στα ποτάμια
κόκκους της άμμου οι ανεμοθύελλες σαρώνουν και τα κύματα,
και βλέπεις καθαρά τί μέλλει να γενεί και πούθε αυτό θα έρθει.
50Όμως, αν πρέπει με σοφό να παραβγώ,


Μόνη μια μέρα και δίχως όπλο κανένα [στρ. β]
με φοβερό να παλεύει λιοντάρι τη βρήκε
ο μακρορίχτης τοξότης ο Απόλλωνας·
κι ευτύς από μες τις βαθιές του σπηλιές
το Χείρωνα κράζοντας του είπε·
30«Άφησε το άντρο σου κι έλα να δεις, Φιλυρίδη,
και να θαυμάσεις γυναίκας αντρεία
κι απίστευτη δύναμη·
με τί ατρόμαχτο η νέα κόρη κεφάλι
τέτοια μάχη βαστά κι η καρδιά της
πιο ψηλά από τον κίντυνο στέκει,
ουδέ φόβος το νου της τρικυμίζει.
Ποιός να τη γέννησεν άνθρωπος κι από ποιά φύτρα
παρακλάδι ξεφούντωσ᾽ εδώ,

στων ισκιερών των βουνών τους κρυψώνες; [αντ. β]
35άπειρη γεύεται δύναμη, αλήθεια·
μα να ᾽ναι κι όσιο τάχα
το θεϊκό μου ν᾽ αγγίξω επάνω της χέρι
και στις αγκάλες της μέσα να δρέψω
το μελιστάλαχτο ανθό της;»
Κι ο βαθυστόχαστος Κένταυρος
μ᾽ ένα ιλαρό χαμογέλιο στα φρύδια
του αποκρίθηκε αμέσως τη σκέψη του·
«Των ιερών των ερώτων φυλάει μυστικά
τα κλειδιά, Φοίβε, η σοφίστρα η Πειθώ
40κι όμοια και μες στους θεούς και μες στους ανθρώπους
το ᾽χουν ντροπή να ζητούν στ᾽ ανοιχτά κι έτσι ευτύς
να γευτούν της αγάπης τη γλύκα.

Μα εσέ, που δεν κάνει το ψέμα ν᾽ αγγίξει ποτέ, [επωδ. β]
παιχνιδιάρα διάθεση σ᾽ έσπρωξε
και ψευτίσεις το λόγο σου αυτό·
και ποιά ᾽ναι της κόρης ρωτάς η γενιά,
συ, που όλα τα πάντα γνωρίζεις, θεέ,
45τ᾽ ορισμένο τους τέλος και τους δρόμους των όλους
και πόσα την άνοιξη η γη βγάζει φύλλα,
πόσην άμμο κυλούν σε ποτάμια και θάλασσες
των ανέμων οι πνοές και τα κύματα,
και που βλέπεις ολοκάθαρα
ό,τι μέλλει να γίνει και πώς θα γενεί;
50Αν όμως ανάγκη κι εγώ με σοφό να παράβγω,