Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (7.128.1-7.130.3)

[7.128.1] Ξέρξης δὲ ὁρῶν ἐκ τῆς Θέρμης ὄρεα τὰ Θεσσαλικά, τόν τε Ὄλυμπον καὶ τὴν Ὄσσαν, μεγάθεϊ [τε] ὑπερμήκεα ἐόντα, διὰ μέσου τε αὐτῶν αὐλῶνα στεινὸν πυνθανόμενος εἶναι, δι᾽ οὗ ῥέει ὁ Πηνειός, ἀκούων τε ταύτῃ εἶναι ὁδὸν ἐς Θεσσαλίην φέρουσαν, ἐπεθύμησε πλώσας θεήσασθαι τὴν ἐκβολὴν τοῦ Πηνειοῦ, ὅτι τὴν ἄνω ὁδὸν ἔμελλε ἐλᾶν διὰ Μακεδόνων τῶν κατύπερθε οἰκημένων ἐς Περραιβοὺς παρὰ Γόννον πόλιν· ταύτῃ γὰρ ἀσφαλέστατον ἐπυνθάνετο εἶναι. [7.128.2] ὡς δὲ ἐπεθύμησε, καὶ ἐποίεε ταῦτα· ἐσβὰς ἐς Σιδωνίην νέα, ἐς τήν περ ἐσέβαινε αἰεὶ ὅκως τι ἐθέλοι τοιοῦτο ποιῆσαι, ἀνέδεξε σημήιον καὶ τοῖσι ἄλλοισι ἀνάγεσθαι, καταλιπὼν αὐτοῦ τὸν πεζὸν στρατόν. ἐπεὶ δὲ ἀπίκετο καὶ ἐθεήσατο Ξέρξης τὴν ἐκβολὴν τοῦ Πηνειοῦ, ἐν θώματι μεγάλῳ ἐνέσχετο, καλέσας δὲ τοὺς κατηγεμόνας τῆς ὁδοῦ εἴρετο εἰ τὸν ποταμὸν ἔστι παρατρέψαντα ἑτέρῃ ἐς θάλασσαν ἐξαγαγεῖν. [7.129.1] τὴν δὲ Θεσσαλίην λόγος ἐστὶ τὸ παλαιὸν εἶναι λίμνην, ὥστε γε συγκεκληιμένην πάντοθεν ὑπερμήκεσι ὄρεσι. τὰ μὲν γὰρ αὐτῆς πρὸς τὴν ἠῶ ἔχοντα τό τε Πήλιον ὄρος καὶ ἡ Ὄσσα ἀποκληίει συμμίσγοντα τὰς ὑπωρέας ἀλλήλοισι, τὰ δὲ πρὸς βορέω ἀνέμου Ὄλυμπος, τὰ δὲ πρὸς ἑσπέρην Πίνδος, τὰ δὲ πρὸς μεσαμβρίην τε καὶ ἄνεμον νότον ἡ Ὄθρυς· τὸ μέσον δὲ τούτων τῶν λεχθέντων ὀρέων ἡ Θεσσαλίη ἐστί ἐοῦσα κοίλη. [7.129.2] ὥστε ὦν ποταμῶν ἐς αὐτὴν καὶ ἄλλων συχνῶν ἐσβαλλόντων, πέντε δὲ τῶν δοκίμων μάλιστα τῶνδε, Πηνειοῦ καὶ Ἀπιδανοῦ καὶ Ὀνοχώνου καὶ Ἐνιπέος καὶ Παμίσου, οἱ μέν νυν ἐς τὸ πεδίον τοῦτο συλλεγόμενοι ἐκ τῶν ὀρέων τῶν περικληιόντων τὴν Θεσσαλίην ὀνομαζόμενοι δι᾽ ἑνὸς αὐλῶνος καὶ τούτου στεινοῦ ἔκροον ἔχουσι ἐς θάλασσαν, προσυμμίσγοντες τὸ ὕδωρ πάντες ἐς τὠυτό. [7.129.3] ἐπεὰν δὲ συμμιχθέωσι τάχιστα, ἐνθεῦτεν ἤδη ὁ Πηνειὸς τῷ οὐνόματι κατακρατέων ἀνωνύμους τοὺς ἄλλους εἶναι ποιέει. τὸ δὲ παλαιὸν λέγεται, οὐκ ἐόντος κω τοῦ αὐλῶνος καὶ διεκρόου τούτου, τοὺς ποταμοὺς τούτους καὶ πρὸς τοῖσι ποταμοῖσι τούτοισι τὴν Βοιβηίδα λίμνην οὔτε ὀνομάζεσθαι κατά περ νῦν ῥέειν τε οὐδὲν ἧσσον ἢ νῦν, ῥέοντας δὲ ποιέειν τὴν Θεσσαλίην πᾶσαν πέλαγος. [7.129.4] αὐτοὶ μέν νυν Θεσσαλοί φασι Ποσειδέωνα ποιῆσαι τὸν αὐλῶνα δι᾽ οὗ ῥέει ὁ Πηνειός, οἰκότα λέγοντες. ὅστις γὰρ νομίζει Ποσειδέωνα τὴν γῆν σείειν καὶ τὰ διεστεῶτα ὑπὸ σεισμοῦ τοῦ θεοῦ τούτου ἔργα εἶναι, καὶ ἂν ἐκεῖνο ἰδὼν φαίη Ποσειδέωνα ποιῆσαι· ἔστι γὰρ σεισμοῦ ἔργον, ὡς ἐμοὶ ἐφαίνετο εἶναι, ἡ διάστασις τῶν ὀρέων.
[7.130.1] Οἱ δὲ κατηγεόμενοι, εἰρομένου Ξέρξεω εἰ ἔστι ἄλλη ἔξοδος ἐς θάλασσαν τῷ Πηνειῷ, ἐξεπιστάμενοι ἀτρεκέως εἶπον· Βασιλεῦ, ποταμῷ τούτῳ οὐκ ἔστι ἄλλη ἐξήλυσις ἐς θάλασσαν κατήκουσα, ἀλλ᾽ ἥδε αὐτή· ὄρεσι γὰρ περιεστεφάνωται πᾶσα Θεσσαλίη. Ξέρξην δὲ λέγεται εἰπεῖν πρὸς ταῦτα· Σοφοὶ ἄνδρες εἰσὶ Θεσσαλοί. [7.130.2] ταῦτ᾽ ἄρα πρὸ πολλοῦ ἐφυλάσσοντο γνωσιμαχέοντες καὶ τἆλλα καὶ ὅτι χώρην ἄρα εἶχον εὐαίρετόν τε καὶ ταχυάλωτον· τὸν γὰρ ποταμὸν πρῆγμα ἂν ἦν μοῦνον ἐπεῖναί σφεων ἐπὶ τὴν χώρην, χώματι ἐκ τοῦ αὐλῶνος ἐκβιβάσαντα καὶ παρατρέψαντα δι᾽ ὧν νῦν ῥέει ῥεέθρων, ὥστε Θεσσαλίην πᾶσαν ἔξω τῶν ὀρέων ὑπόβρυχα γενέσθαι. [7.130.3] ταῦτα δὲ ἔχοντα ἔλεγε ἐς τοὺς Ἀλεύεω παῖδας, ὅτι πρῶτοι Ἑλλήνων ἐόντες Θεσσαλοὶ ἔδοσαν ἑωυτοὺς βασιλέϊ, δοκέων ὁ Ξέρξης ἀπὸ παντός σφεας τοῦ ἔθνεος ἐπαγγέλλεσθαι φιλίην. εἴπας δὲ ταῦτα καὶ θεησάμενος ἀπέπλεε ἐς τὴν Θέρμην.

[7.128.1] Κι ο Ξέρξης, αντικρίζοντας από τη Θέρμη τα βουνά της Θεσσαλίας, τον Όλυμπο και την Όσσα, που είναι πανύψηλα και παίρνοντας την πληροφορία πως ανάμεσά τους υπάρχει στενό φαράγγι που το διασχίζει με τα νερά του ο ποταμός Πηνειός, κι ακούοντας πως αποκεί περνά ο δρόμος που οδηγεί στη Θεσσαλία, επιθύμησε πλέοντας ν᾽ αγναντέψει τις εκβολές του Πηνειού, μια και σχεδίαζε να προελάσει από τον επάνω δρόμο, που περνά μέσ᾽ από τη χώρα των Μακεδόνων που κατοικούν ψηλότερα, για να φτάσει στους Περραιβούς, στην περιοχή της πόλης Γόννος· γιατί είχε την πληροφορία πως αυτός ήταν ο πιο ασφαλής δρόμος. [7.128.2] Κι έτσι και του ήρθε η επιθυμία, το ᾽κανε πράξη· επιβιβάστηκε σε καράβι σιδωνικό, σ᾽ αυτό που επιβιβαζόταν κάθε φορά που ήθελε να κάνει κάτι παρόμοιο, κι έδωσε σινιάλο στους άλλους να σηκώσουν άγκυρα, αφήνοντας πίσω του το πεζικό, στη θέση του. Κι όταν ο Ξέρξης έφτασε κι αγνάντεψε τις εκβολές του Πηνειού, καταλήφτηκε από μεγάλο θαυμασμό· ύστερα κάλεσε τους οδηγούς της πορείας και τους ρώτησε αν είναι δυνατό να εκτρέψει κανείς την κοίτη του ποταμού και να τον κάνει να χύνεται από άλλο σημείο στη θάλασσα.
[7.129.1] Τώρα, υπάρχει η παράδοση πως τον παλιό καιρό η Θεσσαλία ήταν λίμνη, έτσι που ήταν κλεισμένη από παντού από ψηλά βουνά. Γιατί το Πήλιο και η Όσσα, καθώς οι πρόποδες του ενός σμίγουν με τους πρόποδες του άλλου, την κλείνουν απ᾽ τ᾽ ανατολικά· απ᾽ τη μεριά του ανέμου του βοριά, ο Όλυμπος· απ᾽ τα δυτικά, η Πίνδος· απ᾽ το νότο, κατά τα μεσημβρινά, η Όθρυς· η χώρα που βρίσκεται ανάμεσα στα βουνά που κατέγραψα, είναι η Θεσσαλία, που σχηματίζει λεκανοπέδιο. [7.129.2] Λοιπόν και πολλά άλλα ποτάμια χύνουν τα νερά τους σ᾽ αυτήν, αλλά προπάντων πέντε, τα πιο γνωστά: ο Πηνειός κι ο Απιδανός κι ο Ονόχωνος κι ο Ενιπεύς κι ο Πάμισος· όλ᾽ αυτά τα ποτάμια συγκεντρώνονται σ᾽ αυτή την πεδιάδα κυλώντας απ᾽ τα βουνά που κλείνουν ένα γύρο τη Θεσσαλία κι έχοντας το καθένα το δικό του όνομα· κι ύστερα, από ένα αυλάκι, κι εκείνο στενό, βρίσκουν διέξοδο στη θάλασσα, αφού προηγουμένως σμίγουν όλων τους τα νερά στην ίδια κοίτη. [7.129.3] Κι αμέσως, από το σημείο όπου συναντιένται και μετά, ο Πηνειός, έτσι που τ᾽ όνομά του κυριαρχεί, σβήνει πια τα ονόματα των άλλων. Αλλά λένε πως τον παλιό καιρό, επειδή δεν υπήρχε ακόμα αυτό το αυλάκι και η διέξοδος των νερών, τα ποτάμια αυτά, και κοντά σ᾽ αυτά η λίμνη Βοιβηίς, δεν είχαν τα σημερινά τους ονόματα, κυλούσαν όμως τα νερά τους άφθονα όσο και τώρα, και χύνοντας τα νερά τους έκαναν ολόκληρη τη Θεσσαλία πέλαγος. [7.129.4] Λοιπόν, οι ίδιοι οι Θεσσαλοί λένε πως ο Ποσειδών έκανε το αυλάκι απ᾽ όπου κυλά ο Πηνειός, κι η άποψή τους είναι λογική. Γιατί, όποιος πιστεύει ότι ο Ποσειδών είναι κοσμοσείστης κι ότι τα χάσματα που ανοίγει ο σεισμός είναι έργα αυτού του θεού, βλέποντάς το θα ᾽λεγε πως και τούτο το έκανε ο Ποσειδών· γιατί η προσωπική μου άποψη είναι πως το χάσμα ανάμεσα στα βουνά αυτά είναι αποτέλεσμα σεισμού.
[7.130.1] Ο Ξέρξης ρώτησε αν ο Πηνειός έχει κι άλλη διέξοδο προς τη θάλασσα, οπότε οι οδηγοί του, που ήξεραν καλά αυτά τα μέρη, του είπαν: «Βασιλιά, ο ποταμός αυτός δεν έχει άλλη διέξοδο που οδηγεί στη θάλασσα, παρά μονάχα αυτή που αντικρίζεις· γιατί η Θεσσαλία ολόκληρη περιβάλλεται από ένα στεφάνι από βουνά». Και λένε πως ο Ξέρξης αποκρίθηκε: «Φρόνιμοι άνθρωποι είναι οι Θεσσαλοί. [7.130.2] Αυτός ήταν λοιπόν ο λόγος για τον οποίο ήταν μετρημένοι και υποχωρητικοί: κοντά στ᾽ άλλα έβαζαν στο νου τους κι ότι είχαν χώρα που ο εχθρός εύκολα και γρήγορα μπορεί να την κυριέψει· η μόνη δυσκολία του θα ήταν να στρέψει τα νερά του ποταμού και να τα κατευθύνει καταπάνω στη χώρα τους, αποκλείοντας το αυλάκι με φράγμα από χώμα κι εκτρέποντας τον ποταμό από την κοίτη όπου κυλά σήμερα, ώστε ολόκληρη η Θεσσαλία να βυθιστεί κάτω από τα νερά — μονάχα τα βουνά θα μείνουν στην επιφάνεια». [7.130.3] Μ᾽ αυτά που έλεγε αναφέρονταν στους Αλευάδες, επειδή ήταν οι Θεσσαλοί οι πρώτοι από τους Έλληνες που παραδόθηκαν στο βασιλιά, καθώς ο Ξέρξης πίστευε πως η υπόσχεση που του έδωσαν για φιλία εξέφραζε τη θέληση όλου του λαού. Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά τα λόγια και το αγνάντεμα του ποταμού γύρισε με το καράβι του στη Θέρμη.