Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (5.97.1-5.102.3)

[5.97.1] Νομίζουσι δὲ ταῦτα καὶ διαβεβλημένοισι ἐς τοὺς Πέρσας ἐν τούτῳ δὴ τῷ καιρῷ ὁ Μιλήσιος Ἀρισταγόρης ὑπὸ Κλεομένεος τοῦ Λακεδαιμονίου ἐξελασθεὶς ἐκ τῆς Σπάρτης ἀπίκετο ἐς τὰς Ἀθήνας· αὕτη γὰρ ἡ πόλις τῶν λοιπέων ἐδυνάστευε μέγιστον. ἐπελθὼν δὲ ἐπὶ τὸν δῆμον ὁ Ἀρισταγόρης ταὐτὰ ἔλεγε τὰ καὶ ἐν τῇ Σπάρτῃ περὶ τῶν ἀγαθῶν τῶν ἐν τῇ Ἀσίῃ καὶ τοῦ πολέμου τοῦ Περσικοῦ, ὡς οὔτε ἀσπίδα οὔτε δόρυ νομίζουσι εὐπετέες τε χειρωθῆναι εἴησαν. [5.97.2] ταῦτά τε δὴ ἔλεγε καὶ πρὸς τοῖσι τάδε, ὡς οἱ Μιλήσιοι τῶν Ἀθηναίων εἰσὶ ἄποικοι, καὶ οἰκός σφεας εἴη ῥύεσθαι δυναμένους μέγα. καὶ οὐδὲν ὅ τι οὐκ ὑπίσχετο οἷα κάρτα δεόμενος, ἐς ὃ ἀνέπεισέ σφεας. πολλοὺς γὰρ οἶκε εἶναι εὐπετέστερον διαβάλλειν ἢ ἕνα, εἰ Κλεομένεα μὲν τὸν Λακεδαιμόνιον μοῦνον οὐκ οἷός τε ἐγένετο διαβάλλειν, τρεῖς δὲ μυριάδας Ἀθηναίων ἐποίησε τοῦτο. [5.97.3] Ἀθηναῖοι μὲν δὴ ἀναπεισθέντες ἐψηφίσαντο εἴκοσι νέας ἀποστεῖλαι βοηθοὺς Ἴωσι, στρατηγὸν ἀποδέξαντες αὐτῶν εἶναι Μελάνθιον, ἄνδρα τῶν ἀστῶν ἐόντα τὰ πάντα δόκιμον. αὗται δὲ αἱ νέες ἀρχὴ κακῶν ἐγένοντο Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροισι. [5.98.1] Ἀρισταγόρης δὲ προπλώσας καὶ ἀπικόμενος ἐς τὴν Μίλητον, ἐξευρὼν βούλευμα ἀπ᾽ οὗ Ἴωσι μὲν οὐδεμία ἔμελλε ὠφελίη ἔσεσθαι (οὐδ᾽ ὦν οὐδὲ τούτου εἵνεκα ἐποίεε, ἀλλ᾽ ὅκως βασιλέα Δαρεῖον λυπήσειε), ἔπεμψε ἐς τὴν Φρυγίην ἄνδρα ἐπὶ τοὺς Παίονας τοὺς ἀπὸ Στρυμόνος ποταμοῦ αἰχμαλώτους γενομένους ὑπὸ Μεγαβάζου, οἰκέοντας δὲ τῆς Φρυγίης χῶρόν τε καὶ κώμην ἐπ᾽ ἑωυτῶν, ὃς ἐπείτε ἀπίκετο ἐς τοὺς Παίονας, ἔλεγε τάδε· [5.98.2] Ἄνδρες Παίονες, ἔπεμψέ με Ἀρισταγόρης ὁ Μιλήτου τύραννος σωτηρίην ὑποθησόμενον ὑμῖν, ἤν περ βούλησθε πείθεσθαι. νῦν γὰρ Ἰωνίη πᾶσα ἀπέστηκε ἀπὸ βασιλέος, καὶ ὑμῖν παρέχει σῴζεσθαι ἐπὶ τὴν ὑμετέρην αὐτῶν· μέχρι μὲν θαλάσσης αὐτοῖσι ὑμῖν, τὸ δὲ ἀπὸ τούτου ἡμῖν ἤδη μελήσει. [5.98.3] ταῦτα δὲ ἀκούσαντες οἱ Παίονες κάρτα τε ἀσπαστὸν ἐποιήσαντο καὶ ἀναλαβόντες παῖδας καὶ γυναῖκας ἀπεδίδρησκον ἐπὶ θάλασσαν· οἱ δέ τινες αὐτῶν καὶ κατέμειναν ἀρρωδήσαντες αὐτοῦ. ἐπείτε δὲ οἱ Παίονες ἀπίκοντο ἐπὶ θάλασσαν, ἐνθεῦτεν ἐς Χίον διέβησαν. [5.98.4] ἐόντων δὲ ἤδη ἐν Χίῳ κατὰ πόδας ἐληλύθεε Περσέων ἵππος πολλὴ διώκουσα τοὺς Παίονας· ὡς δὲ οὐ κατέλαβον, ἐπηγγέλλοντο ἐς τὴν Χίον τοῖσι Παίοσι ὅκως ἂν ὀπίσω ἀπέλθοιεν. οἱ δὲ Παίονες τοὺς λόγους οὐκ ἐνεδέκοντο, ἀλλ᾽ ἐκ Χίου μὲν Χῖοί σφεας ἐς Λέσβον ἤγαγον, Λέσβιοι δὲ ἐς Δορίσκον ἐκόμισαν· ἐνθεῦτεν δὲ πεζῇ κομιζόμενοι ἀπίκοντο ἐς Παιονίην.
[5.99.1] Ἀρισταγόρης δέ, ἐπειδὴ οἵ τε Ἀθηναῖοι ἀπίκοντο εἴκοσι νηυσί, ἅμα ἀγόμενοι Ἐρετριέων πέντε τριήρεας, οἳ οὐ τὴν Ἀθηναίων χάριν ἐστρατεύοντο ἀλλὰ τὴν αὐτῶν Μιλησίων, ὀφειλόμενά σφι ἀποδιδόντες (οἱ γὰρ δὴ Μιλήσιοι πρότερον τοῖσι Ἐρετριεῦσι τὸν πρὸς Χαλκιδέας πόλεμον συνδιήνεικαν ὅτε περ καὶ Χαλκιδεῦσι ἀντία Ἐρετριέων καὶ Μιλησίων Σάμιοι ἐβοήθεον), οὗτοι ὦν ἐπείτε σφι ἀπίκοντο καὶ οἱ ἄλλοι σύμμαχοι παρῆσαν, ἐποιέετο στρατηίην ὁ Ἀρισταγόρης ἐς Σάρδις. [5.99.2] αὐτὸς μὲν δὴ οὐκ ἐστρατεύετο ἀλλ᾽ ἔμενε ἐν Μιλήτῳ, στρατηγοὺς δὲ ἄλλους ἀπέδεξε Μιλησίων εἶναι, τὸν ἑωυτοῦ τε ἀδελφεὸν Χαροπῖνον καὶ τῶν ἄλλων ἀστῶν Ἑρμόφαντον. [5.100.1] ἀπικόμενοι δὲ τῷ στόλῳ τούτῳ Ἴωνες ἐς Ἔφεσον πλοῖα μὲν κατέλιπον ἐν Κορησσῷ τῆς Ἐφεσίης, αὐτοὶ δὲ ἀνέβαινον χειρὶ πολλῇ, ποιεύμενοι Ἐφεσίους ἡγεμόνας [τῆς ὁδοῦ]. πορευόμενοι δὲ παρὰ ποταμὸν Καΰστριον, ἐνθεῦτεν ἐπείτε ὑπερβάντες τὸν Τμῶλον ἀπίκοντο, αἱρέουσι Σάρδις οὐδενός σφι ἀντιωθέντος, αἱρέουσι δὲ χωρὶς τῆς ἀκροπόλιος τἆλλα πάντα· τὴν δὲ ἀκρόπολιν ἐρρύετο αὐτὸς Ἀρταφρένης ἔχων ἀνδρῶν δύναμιν οὐκ ὀλίγην. [5.101.1] τὸ δὲ μὴ λεηλατῆσαι ἑλόντας σφέας τὴν πόλιν ἔσχε τόδε. ἦσαν ἐν τῇσι Σάρδισι οἰκίαι αἱ μὲν πλεῦνες καλάμιναι, ὅσαι δ᾽ αὐτέων καὶ πλίνθιναι ἦσαν, καλάμου εἶχον τὰς ὀροφάς. τουτέων δὴ μίαν τῶν τις στρατιωτέων ὡς ἐνέπρησε, αὐτίκα ἀπ᾽ οἰκίης ἐπ᾽ οἰκίην ἰὸν τὸ πῦρ ἐπενέμετο τὸ ἄστυ πᾶν. [5.101.2] καιομένου δὲ τοῦ ἄστεος οἱ Λυδοί τε καὶ ὅσοι Περσέων ἐνῆσαν ἐν τῇ πόλι, ἀπολαμφθέντες πάντοθεν ὥστε τὰ περιέσχατα νεμομένου τοῦ πυρὸς καὶ οὐκ ἔχοντες ἐξήλυσιν ἐκ τοῦ ἄστεος, συνέρρεον ἔς τε τὴν ἀγορὴν καὶ ἐπὶ τὸν Πακτωλὸν ποταμόν, ὅς σφι ψῆγμα χρυσοῦ καταφορέων ἐκ τοῦ Τμώλου διὰ μέσης τῆς ἀγορῆς ῥέει καὶ ἔπειτα ἐς τὸν Ἕρμον ποταμὸν ἐκδιδοῖ, ὁ δὲ ἐς θάλασσαν· ἐπὶ τοῦτον δὴ τὸν Πακτωλὸν καὶ ἐς τὴν ἀγορὴν ἁθροιζόμενοι οἵ τε Λυδοὶ καὶ οἱ Πέρσαι ἠναγκάζοντο ἀμύνεσθαι. [5.101.3] οἱ δὲ Ἴωνες ὁρῶντες τοὺς μὲν ἀμυνομένους τῶν πολεμίων, τοὺς δὲ σὺν πλήθεϊ πολλῷ προσφερομένους ἐξανεχώρησαν δείσαντες πρὸς τὸ ὄρος τὸ Τμῶλον καλεόμενον, ἐνθεῦτεν δὲ ὑπὸ νύκτα ἀπαλλάσσοντο ἐπὶ τὰς νέας. [5.102.1] καὶ Σάρδιες μὲν ἐνεπρήσθησαν, ἐν δὲ αὐτῇσι καὶ ἱρὸν ἐπιχωρίης θεοῦ Κυβήβης, τὸ σκηπτόμενοι οἱ Πέρσαι ὕστερον ἀντενεπίμπρασαν τὰ ἐν Ἕλλησι ἱρά. τότε δὲ οἱ Πέρσαι οἱ ἐντὸς Ἅλυος ποταμοῦ νομοὺς ἔχοντες προπυνθανόμενοι ταῦτα συνηλίζοντο καὶ ἐβοήθεον τοῖσι Λυδοῖσι. [5.102.2] καί κως ἐν μὲν Σάρδισι οὐκέτι ἐόντας τοὺς Ἴωνας εὑρίσκουσι, ἑπόμενοι δὲ κατὰ στίβον αἱρέουσι αὐτοὺς ἐν Ἐφέσῳ. καὶ ἀντετάχθησαν μὲν οἱ Ἴωνες, συμβαλόντες δὲ πολλὸν ἑσσώθησαν. [5.102.3] καὶ πολλοὺς αὐτῶν οἱ Πέρσαι φονεύουσι, ἄλλους τε ὀνομαστούς, ἐν δὲ δὴ καὶ Εὐαλκίδην στρατηγέοντα Ἐρετριέων, στεφανηφόρους τε ἀγῶνας ἀναραιρηκότα καὶ ὑπὸ Σιμωνίδεω τοῦ Κηίου πολλὰ αἰνεθέντα. οἳ δὲ αὐτῶν ἀπέφυγον τὴν μάχην ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλις.

[5.97.1] Κι ενώ αυτή τη στάση κρατούσαν κι είχαν συκοφαντηθεί στους Πέρσες, ακριβώς αυτό τον καιρό λοιπόν ο Μιλήσιος Αρισταγόρας, διωγμένος απ᾽ τον Κλεομένη το Λακεδαιμόνιο, έφτασε από τη Σπάρτη στην Αθήνα· γιατί από τις υπόλοιπες πόλεις αυτή είχε την πιο μεγάλη δύναμη. Εμφανίστηκε λοιπόν στην εκκλησία του δήμου ο Αρισταγόρας κι επανέλαβε τα όσα είπε και στη Σπάρτη για τα πλούτη της Ασίας και για τον πόλεμο που κάνουν οι Πέρσες, που ούτε ασπίδα ούτε δόρυ κρατούν, και πως ήταν εύκολο να τους νικήσει κανείς. [5.97.2] Αυτά λοιπόν έλεγε και πρόσθετε πως η Μίλητος ήταν αποικία των Αθηναίων κι ήταν φυσικό, μια κι εκείνοι ήταν πολύ ισχυροί, να τη λυτρώσουν. Και δεν υπάρχει υπόσχεση που να μη την έδωσε, καθώς τον πίεζε τέτοια φοβερή ανάγκη, ώσπου στο τέλος τους έπεισε. Γιατί φαίνεται πως είναι ευκολότερο να εξαπατήσεις πολλούς παρά έναν, αφού τον Κλεομένη το Λακεδαιμόνιο μόνο του δεν μπόρεσε να εξαπατήσει, όμως το κατάφερε αυτό σε τριάντα χιλιάδες Αθηναίους. [5.97.3] Οι Αθηναίοι λοιπόν πείστηκαν στα λόγια του κι αποφάσισαν να στείλουν είκοσι καράβια βοήθεια στους Ίωνες κι ανέδειξαν στρατηγό τους τον Μελάνθιο, έναν πολίτη που από κάθε άποψη τον εκτιμούσαν. Κι αυτά τα καράβια στάθηκαν πρωταρχή των συμφορών και για τους Έλληνες και για τους βαρβάρους.
[5.98.1] Λοιπόν ο Αρισταγόρας ξεκίνησε πιο πριν με το καράβι του και φτάνοντας στη Μίλητο επινόησε μια επιχείρηση απ᾽ την οποία κανένα όφελος δεν μπορούσαν να περιμένουν οι Ίωνες (εξάλλου δεν ήταν αυτός ο σκοπός του, αλλά να βρει τρόπο να πικράνει το βασιλιά Δαρείο)· έστειλε άνθρωπό του στη Φρυγία, στους Παίονες, αυτούς που είχε αιχμαλωτίσει ο Μεγάβαζος απ᾽ την περιοχή του ποταμού Στρυμόνα κι εγκαταστάθηκαν σ᾽ ένα μέρος της Φρυγίας, σ᾽ ένα χωριό που μονάχα αυτοί κατοικούσαν· κι αυτός, όταν έφτασε στους Παίονες, έλεγε τα εξής: [5.98.2] «Άνδρες Παίονες, με έστειλε ο Αρισταγόρας, ο τύραννος της Μιλήτου, για να σας δείξω το δρόμο της σωτηρίας, αν βέβαια θελήσετε να μ᾽ ακούσετε. Γιατί τώρα που ολόκληρη η Ιωνία επαναστάτησε εναντίον του βασιλιά, νά για σας η ευκαιρία να γυρίσετε άβλαβοι στον τόπο σας. Μέχρι τη θάλασσα εσείς να βρείτε τρόπο, πώς θα φτάσετε· αποκεί και πέρα θα ᾽ναι πια δική μας δουλειά». [5.98.3] Όταν τ᾽ άκουσαν αυτά οι Παίονες τα δέχτηκαν μ᾽ όλη τους την καρδιά· πήραν λοιπόν μαζί τους τα παιδιά και τις γυναίκες τους κι άρχισαν την απόδρασή τους προς τη θάλασσα· μόνο κάτι λίγοι έμειναν εκεί, από φόβο. Κι όταν έφτασαν οι Παίονες στη θάλασσα, πέρασαν αποκεί στη Χίο. [5.98.4] Κι είχαν πατήσει πια στη Χίο, όταν έφτασε πολυάριθμο ιππικό των Περσών που τους είχε πάρει το καταπόδι· όμως δεν τους πρόλαβαν, γι᾽ αυτό έστειλαν εντολή στη Χίο, στους Παίονες, να γυρίσουν πίσω. Οι Παίονες όμως δε δέχονταν τις προτάσεις τους, αλλά από τη Χίο τούς πέρασαν στη Λέσβο Χιώτες, κι οι Λέσβιοι τους πήγαν στον Δορίσκο, κι αποκεί με πεζοπορία έφτασαν στην Παιονία.
[5.99.1] Κι ο Αρισταγόρας, όταν έφτασαν οι Αθηναίοι με είκοσι καράβια δικά τους και με πέντε τριήρεις των Ερετριέων — που πήραν μέρος στην εκστρατεία όχι για χάρη των Αθηναίων, αλλά των Μιλησίων, ξεπληρώνοντας την υποχρέωση που είχαν σ᾽ αυτούς (γιατί στο παρελθόν οι Μιλήσιοι πήραν απάνω τους ώς το τέλος τον πόλεμο εναντίον των Χαλκιδέων στο πλευρό των Ερετριέων, όταν κι οι Σάμιοι πολεμούσαν, σύμμαχοι με τους Χαλκιδείς, εναντίον των Ερετριέων και των Μιλησίων)· λοιπόν ο Αρισταγόρας, όταν του ήρθαν αυτοί κι οι υπόλοιποι σύμμαχοι ήταν εκεί, εκστράτευσε εναντίον των Σάρδεων. [5.99.2] Βέβαια δεν ακολουθούσε ο ίδιος το εκστρατευτικό σώμα, αλλά έμενε στη Μίλητο, κι ανέδειξε άλλους στρατηγούς των Μιλησίων, τον αδερφό του Χαροπίνο κι από τους υπόλοιπους πολίτες τον Ερμόφαντο.
[5.100.1] Κι όταν οι Ίωνες έφτασαν μ᾽ αυτό το εκστρατευτικό σώμα στην Έφεσο, άφησαν τα πλοία στην Κορησσό της Εφέσου, κι αυτοί προχώρησαν προς το εσωτερικό με μεγάλη στρατιωτική δύναμη, έχοντας για οδηγούς του δρόμου Εφεσίους. Πορεύτηκαν λοιπόν ακολουθώντας το ρέμα του ποταμού Καΰστριου, κι αποκεί διάβηκαν πάνω από τον Τμώλο, κι όταν έφτασαν, κυριεύουν τις Σάρδεις χωρίς να βγει κανείς να τους εναντιωθεί, και κυρίεψαν ολόκληρη την πόλη, εκτός από την ακρόπολη· την ακρόπολη την υπερασπιζόταν ο ίδιος ο Αρταφρένης, έχοντας υπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη.
[5.101.1] Κυρίεψαν λοιπόν την πόλη, αλλά δεν τη λεηλάτησαν, και νά τί τους εμπόδισε· τα σπίτια των Σάρδεων ήταν, τα περισσότερα, από καλαμιές, κι όσα απ᾽ αυτά ήταν χτισμένα με πλίθρες, είχαν κι αυτά τις σκεπές τους από καλαμιές. Λοιπόν κάποιος στρατιώτης έβαλε φωτιά σ᾽ ένα απ᾽ αυτά κι αμέσως από σπίτι σε σπίτι οι φλόγες τύλιξαν ολόκληρη την πολιτεία. [5.101.2] Με τη φωτιά που πήρε η πόλη, οι Λυδοί κι όσοι Πέρσες βρίσκονταν στο κέντρο της, καθώς οι φλόγες φούντωναν ένα γύρω στις ακρινές συνοικίες, βρέθηκαν αποκλεισμένοι απ᾽ όλες τις μεριές και δεν είχαν τρόπο να βγουν από την πόλη· ήρθαν τότε και στοιβάχτηκαν στην αγορά και στις όχθες του Πακτωλού ποταμού, που τους κατεβάζει ψήγματα χρυσού από τον Τμώλο, και διασχίζοντας με τα νερά του το κέντρο της αγοράς χύνεται κατόπι στον ποταμό Έρμο, κι αυτός στη θάλασσα. Σ᾽ αυτού λοιπόν του Πακτωλού τις όχθες και στην αγορά συγκεντρωμένοι οι Λυδοί κι οι Πέρσες, στενεμένοι από την ανάγκη, έδιναν μάχη. [5.101.3] Κι οι Ίωνες, βλέποντας ένα μέρος των εχθρών να τους πολεμά κι άλλο, πολυάριθμο, να βαδίζει εναντίον τους, τους έπιασε φόβος· εγκατέλειψαν την πόλη κι έφυγαν προς το βουνό, που λέγεται Τμώλος κι αποκεί, όταν έπεσε η νύχτα, γύρισαν πίσω στα καράβια τους.
[5.102.1] Και οι Σάρδεις πυρπολήθηκαν, κι ένας ναός μες στην πόλη της θεάς του τόπου, της Κυβήβης, που αργότερα τον είχαν δικαιολογία οι Πέρσες, όταν για εκδίκηση πυρπολούσαν τους ναούς των Ελλήνων. Τότε λοιπόν οι Πέρσες που ζούσαν δυτικά από τον ποταμό Άλυ προειδοποιημένοι γι᾽ αυτά συγκεντρώνονταν κι έδιναν ενίσχυση στους Λυδούς. [5.102.2] Και καθώς δεν πρόλαβαν τους Ίωνες στις Σάρδεις, ακολουθώντας τα βήματά τους τούς βρίσκουν στην Έφεσο. Και βγήκαν και τους αντιπαρατάχτηκαν οι Ίωνες, όμως, όταν ήρθαν στα χέρια, έπαθαν πανωλεθρία. [5.102.3] Και σκοτώνουν πολλούς απ᾽ αυτούς οι Πέρσες, κι άλλους ονομαστούς και προπάντων το στρατηγό των Ερετριέων, τον Ευαλκίδη, που είχε κερδίσει στεφάνια σε αθλητικούς αγώνες κι εγκωμιάστηκε πολύ από τον Σιμωνίδη τον Κείο. Κι όσοι απ᾽ αυτούς γλίτωσαν από τη μάχη, διασκορπίστηκαν ο καθένας στην πόλη του.