Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (4.168.1-4.178.1)

[4.168.1] Οἰκέουσι δὲ κατὰ τάδε Λίβυες. ἀπ᾽ Αἰγύπτου ἀρξάμενοι πρῶτοι Ἀδυρμαχίδαι Λιβύων κατοίκηνται, οἳ νόμοισι μὲν τὰ πλέω Αἰγυπτίοισι χρέωνται, ἐσθῆτα δὲ φορέουσι οἵην περ οἱ ἄλλοι Λίβυες. αἱ δὲ γυναῖκες αὐτῶν ψέλιον περὶ ἑκατέρῃ τῶν κνημέων φορέουσι χάλκεον· τὰς κεφαλὰς δὲ κομῶσαι, τοὺς φθεῖρας ἐπεὰν λάβωσι, τοὺς ἑωυτῆς ἑκάστη ἀντιδάκνει καὶ οὕτω ῥίπτει. [4.168.2] οὗτοι δὲ μοῦνοι Λιβύων τοῦτο ἐργάζονται, καὶ τῷ βασιλέϊ μοῦνοι τὰς παρθένους μελλούσας συνοικέειν ἐπιδεικνύουσι· ἣ δὲ ἂν τῷ βασιλέϊ ἀρεστὴ γένηται, ὑπὸ τούτου διαπαρθενεύεται. παρήκουσι δὲ οὗτοι οἱ Ἀδυρμαχίδαι ἀπ᾽ Αἰγύπτου μέχρι λιμένος τῷ οὔνομα Πλυνός ἐστι. [4.169.1] τούτων δὲ ἔχονται Γιλιγάμαι, νεμόμενοι τὸ πρὸς ἑσπέρην χώρην μέχρι Ἀφροδισιάδος νήσου. ἐν δὲ τῷ μεταξὺ χώρῳ τούτῳ ἥ τε Πλατέα νῆσος ἐπίκειται, τὴν ἔκτισαν οἱ Κυρηναῖοι, καὶ ἐν τῇ ἠπείρῳ Μενέλαος λιμήν ἐστι καὶ Ἄζιρις, τὴν οἱ Κυρηναῖοι οἴκεον· καὶ τὸ σίλφιον ἄρχεται ἀπὸ τούτου. [4.169.2] παρήκει δὲ ἀπὸ Πλατέης νήσου μέχρι τοῦ στόματος τῆς Σύρτιος τὸ σίλφιον. νόμοισι δὲ χρέωνται οὗτοι παραπλησίοισι τοῖσι ἑτέροισι. [4.170.1] Γιλιγαμέων δὲ ἔχονται τὸ πρὸς ἑσπέρης Ἀσβύσται· οὗτοι ὑπὲρ Κυρήνης οἰκέουσι. ἐπὶ θάλασσαν δὲ οὐ κατήκουσι Ἀσβύσται· τὸ γὰρ παρὰ θάλασσαν Κυρηναῖοι νέμονται. τεθριπποβάται δὲ οὐκ ἥκιστα ἀλλὰ μάλιστα Λιβύων εἰσί, νόμους δὲ τοὺς πλεῦνας μιμέεσθαι ἐπιτηδεύουσι τοὺς Κυρηναίων. [4.171.1] Ἀσβυστέων δὲ ἔχονται τὸ πρὸς ἑσπέρης Αὐσχίσαι· οὗτοι ὑπὲρ Βάρκης οἰκέουσι, κατήκοντες ἐπὶ θάλασσαν κατ᾽ Εὐεσπερίδας. Αὐσχισέων δὲ κατὰ μέσον τῆς χώρης οἰκέουσι Βάκαλες, ὀλίγον ἔθνος, κατήκοντες ἐπὶ θάλασσαν κατὰ Ταύχειρα πόλιν τῆς Βαρκαίης· νόμοισι δὲ τοῖσι αὐτοῖσι χρέωνται τοῖσι καὶ οἱ ὑπὲρ Κυρήνης. [4.172.1] Αὐσχισέων δὲ τούτων τὸ πρὸς ἑσπέρης ἔχονται Νασαμῶνες, ἔθνος ἐὸν πολλόν, οἳ τὸ θέρος καταλιπόντες ἐπὶ τῇ θαλάσσῃ τὰ πρόβατα ἀναβαίνουσι ἐς Αὔγιλα χῶρον ὀπωριεῦντες τοὺς φοίνικας· οἱ δὲ πολλοὶ καὶ ἀμφιλαφέες πεφύκασι, πάντες ἐόντες καρποφόροι. τοὺς δὲ ἀττελέβους ἐπεὰν θηρεύσωσι, αὐήναντες πρὸς τὸν ἥλιον καταλέουσι καὶ ἔπειτα ἐπὶ γάλα ἐπιπάσσοντες πίνουσι. [4.172.2] γυναῖκας δὲ νομίζοντες πολλὰς ἔχειν ἕκαστος ἐπίκοινον αὐτέων τὴν μίξιν ποιεῦνται τρόπῳ παραπλησίῳ τῷ καὶ Μασσαγέται· ἐπεὰν σκίπωνα προστήσωνται, μίσγονται. πρῶτον δὲ γαμέοντος Νασαμῶνος ἀνδρὸς νόμος ἐστὶ τὴν νύμφην νυκτὶ τῇ πρώτῃ διὰ πάντων διεξελθεῖν τῶν δαιτυμόνων μισγομένην· τῶν δὲ ὡς ἕκαστός οἱ μειχθῇ, διδοῖ δῶρον τὸ ἂν ἔχῃ φερόμενος ἐξ οἴκου. [4.172.3] ὁρκίοισι δὲ καὶ μαντικῇ χρέωνται τοιῇδε· ὀμνύουσι μὲν τοὺς παρὰ σφίσι ἄνδρας δικαιοτάτους καὶ ἀρίστους λεγομένους γενέσθαι, τούτους τῶν τύμβων ἁπτόμενοι, μαντεύονται δὲ ἐπὶ τῶν προγόνων φοιτῶντες τὰ σήματα καὶ κατευξάμενοι ἐπικατακοιμῶνται· τὸ δ᾽ ἂν ἴδῃ ἐν τῇ ὄψι ἐνύπνιον, τούτῳ χρᾶται. [4.172.4] πίστισι δὲ τοιῃσίδε χρέωνται· ἐκ τῆς χειρὸς διδοῖ πιεῖν καὶ αὐτὸς ἐκ τῆς τοῦ ἑτέρου πίνει· ἢν δὲ μὴ ἔχωσι ὑγρὸν μηδέν, οἱ δὲ τῆς χαμᾶθεν σποδοῦ λαβόντες λείχουσι. [4.173.1] Νασαμῶσι δὲ προσόμουροί εἰσι Ψύλλοι. οὗτοι ἐξαπολώλασι τρόπῳ τοιῷδε· ὁ νότος σφι πνέων ἄνεμος τὰ ἔλυτρα τῶν ὑδάτων ἐξηύηνε, ἡ δὲ χώρη σφι πᾶσα ἐντὸς ἐοῦσα τῆς Σύρτιος ἦν ἄνυδρος· οἱ δὲ βουλευσάμενοι κοινῷ λόγῳ ἐστρατεύοντο ἐπὶ τὸν νότον (λέγω δὲ ταῦτα τὰ λέγουσι Λίβυες), καὶ ἐπείτε ἐγίνοντο ἐν τῇ ψάμμῳ, πνεύσας ὁ νότος κατέχωσέ σφεας. ἐξαπολομένων δὲ τούτων ἔχουσι τὴν χώρην οἱ Νασαμῶνες. [4.174.1] τούτων δὲ κατύπερθε πρὸς νότον ἄνεμον ἐν τῇ θηριώδεϊ οἰκέουσι Γαράμαντες, οἳ πάντα ἄνθρωπον φεύγουσι καὶ παντὸς ὁμιλίην, καὶ οὔτε ὅπλον ἐκτέαται ἀρήιον οὐδὲν οὔτε ἀμύνεσθαι ἐπιστέαται. [4.175.1] οὗτοι μὲν δὴ κατύπερθε οἰκέουσι Νασαμώνων, τὸ δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν ἔχονται τὸ πρὸς ἑσπέρης Μάκαι, οἳ λόφους κείρονται, τὸ μὲν μέσον τῶν τριχῶν ἀνιέντες αὔξεσθαι, τὰ δὲ ἔνθεν καὶ ἔνθεν κείροντες ἐν χροΐ, ἐς δὲ τὸν πόλεμον στρουθῶν καταγαίων δορὰς φορέουσι προβλήματα. [4.175.2] διὰ δὲ αὐτῶν Κῖνυψ ποταμὸς ῥέων ἐκ λόφου καλευμένου Χαρίτων ἐς θάλασσαν ἐκδιδοῖ. ὁ δὲ λόφος οὗτος ὁ Χαρίτων δασὺς ἴδῃσί ἐστι, ἐούσης τῆς ἄλλης τῆς προκαταλεχθείσης Λιβύης ψιλῆς· ἀπὸ θαλάσσης δὲ ἐς αὐτὸν στάδιοι διηκόσιοί εἰσι. [4.176.1] Μακέων δὲ τούτων ἐχόμενοι Γινδᾶνές εἰσι, τῶν αἱ γυναῖκες περισφύρια δερμάτων πολλὰ ἑκάστη φορέει κατὰ τοιόνδε τι, ὡς λέγεται· κατ᾽ ἄνδρα ἕκαστον μειχθέντα περισφύριον περιδέεται· ἣ δ᾽ ἂν πλεῖστα ἔχῃ, αὕτη ἀρίστη δέδοκται εἶναι ὡς ὑπὸ πλείστων ἀνδρῶν φιληθεῖσα. [4.177.1] ἀκτὴν δὲ προέχουσαν ἐς τὸν πόντον τούτων τῶν Γινδάνων νέμονται Λωτοφάγοι, οἳ τὸν καρπὸν μοῦνον τοῦ λωτοῦ τρώγοντες ζώουσι. ὁ δὲ τοῦ λωτοῦ καρπός ἐστι μέγαθος ὅσον τε τῆς σχίνου, γλυκύτητα δὲ τοῦ φοίνικος τῷ καρπῷ προσείκελος. ποιεῦνται δὲ ἐκ τοῦ καρποῦ τούτου οἱ Λωτοφάγοι καὶ οἶνον. [4.178.1] Λωτοφάγων δὲ τὸ παρὰ θάλασσαν ἔχονται Μάχλυες, [τῷ] λωτῷ μὲν καὶ οὗτοι χρεώμενοι, ἀτὰρ ἧσσόν γε τῶν πρότερον λεχθέντων. κατήκουσι δὲ ἐπὶ ποταμὸν μέγαν τῷ οὔνομα Τρίτων ἐστί· ἐκδιδοῖ δὲ οὗτος ἐς λίμνην μεγάλην Τριτωνίδα· ἐν δὲ αὐτῇ νῆσος ἔνι τῇ οὔνομα Φλά. ταύτην δὲ τὴν νῆσον Λακεδαιμονίοισί φασι λόγιον εἶναι κτίσαι.

[4.168.1] Οι Λίβυες τώρα, ζουν στις ακόλουθες περιοχές, αρχίζοντας από την Αίγυπτο· η πρώτη χώρα των Λιβύων είναι αυτή που κατοικούν οι Αδυρμαχίδες, που στα περισσότερα κρατούν τα συνήθεια των Αιγυπτίων, αλλά φορούν τα ίδια ρούχα με τους άλλους Λίβυες. Κι οι γυναίκες τους στη μια και στην άλλη γάμπα τους φορούν χάλκινα βραχιόλια, έχουν μακριά μαλλιά, και τις ψείρες που τσακώνουν απάνω της η καθεμιά τους, τις δίνει μια δαγκωματιά, έτσι για εκδίκηση, κι ύστερα τις φτύνει· [4.168.2] απ᾽ όλους τους Λίβυες μονάχα αυτοί κάνουν αυτό το κάμωμα, μονάχα αυτοί επίσης παρουσιάζουν τις παρθένες, όταν είναι να παντρευτούν, στο βασιλιά τους· κι όποια καλαρέσει του βασιλιά, απ᾽ αυτόν χάνει την παρθενιά της. Αυτοί οι Αδυρμαχίδες λοιπόν κατέχουν την περιοχή από τα σύνορα της Αιγύπτου ώς το λιμάνι που λέγεται Πλυνός.
[4.169.1] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς έρχονται οι Γιλιγάμες, που κατοικούν τη χώρα προς τα δυτικά ώς το νησί Αφροδισιάδα. Στην περιοχή αυτή, απέναντι από την ακτή, βρίσκεται το νησί Πλατιά, όπου έχτισαν αποικία οι Κυρηναίοι, και στη στεριά το λιμάνι Μενέλαος και η πόλη Άζιρη, που την κατοικούσαν οι Κυρηναίοι· κι αποκεί αρχίζει το σίλφιο· [4.169.2] η περιοχή που βγάζει σίλφιο απλώνεται από το νησί Πλατιά ώς το έμπα της Σύρτης. Κρατούν κι αυτοί συνήθειες παρόμοιες με τους άλλους Λίβυες.
[4.170.1] Αμέσως ύστερ᾽ από τους Γιλιγάμες, προς τα δυτικά, κατοικούν οι Ασβύστες· ζουν στη χώρα που βρίσκεται πιο πάνω από την Κυρήνη. Οι Ασβύστες δε φτάνουν στη θάλασσα, γιατί τις παραθαλάσσιες περιοχές τις κατέχουν οι Κυρηναίοι. Στ᾽ άρματα που τα σέρνουν τέσσερα άλογα δεν είναι οι τελευταίοι, αλλά οι πρώτοι από τους Λίβυες, κι όσο για τις συνήθειες που κρατούν, στα περισσότερα πασχίζουν να μιμηθούν τους Κυρηναίους.
[4.171.1] Αμέσως ύστερ᾽ από τους Ασβύστες, προς τα δυτικά, κατοικούν οι Αυσχίσες· αυτοί ζουν πιο πάνω από τη Βάρκη και φτάνουν ώς τη θάλασσα, στο ύψος της πόλης των Ευεσπερίδων. Στη μέση της χώρας των Αυσχισών ζουν οι Βάκαλες, μικρός λαός, που φτάνουν ώς τη θάλασσα στο ύψος της πόλης Ταύχειρα της χώρας των Βαρκαίων· και κρατούν τα ίδια έθιμα μ᾽ εκείνους που κατοικούν πιο πάνω από την Κυρήνη.
[4.172.1] Αμέσως ύστερ᾽ από τους Αυσχίσες, προς τα δυτικά, κατοικούν οι Νασαμώνες, έθνος μεγάλο, που το καλοκαίρι αφήνουν τα βοσκήματά τους στην παραλία κι ανεβαίνουν στην περιοχή Αύγιλα, για να τρυγήσουν τον καρπό της φοινικιάς· κι οι φοινικιές φυτρώνουν εκεί πολλές και φουντωμένες, κι όλες δίνουν καρπό. Και τις ακρίδες, αφού τις πιάσουν, τις ξεραίνουν στον ήλιο, τις αλέθουν, κι ύστερα πασπαλίζοντας τη σκόνη τους πάνω στο γάλα, το πίνουν. [4.172.2] Και, καθώς έχουν συνήθειο ο καθένας τους να έχει πολλές γυναίκες, τις έχουν όλοι μαζί για σμίξιμο, μ᾽ έναν τρόπο παρόμοιο με τους Μασσαγέτες: όποιος στήνει πρώτος το μπαστούνι του μπροστά στο σπίτι της καθεμιάς, σμίγει μαζί της. Κι έχουν το έθιμο, όταν ένας Νασαμώνας παντρεύεται την πρώτη του γυναίκα, όλοι οι καλεσμένοι την πρώτη νύχτα να περνούν τη νύφη ένα χέρι· μόλις ο καθένας τους κάνει τη δουλειά του μαζί της, της δίνει το δώρο που έφερε από το σπίτι του. [4.172.3] Παίρνουν όρκο και ασκούν τη μαντική κάπως έτσι· ορκίζονται στ᾽ όνομα των ανθρώπων του τόπου τους που φημίζονται ως οι πιο δίκαιοι και οι πρώτοι και καλύτεροι του καιρού τους, με το χέρι ν᾽ αγγίζει τους τάφους τους· πηγαίνουν στους τάφους των προγόνων τους για να πάρουν χρησμούς, φωνάζοντας τ᾽ όνομά τους· ύστερα κοιμούνται πάνω στους τάφους, κι όποιο όνειρο δουν στον ύπνο τους, αυτό το έχουν για χρησμό. [4.172.4] Δίνουν το λόγο τους με τον εξής τρόπο: ο ένας δίνει στον άλλο να πιει από το χέρι του κι ο ίδιος πίνει από το χέρι του άλλου· κι αν δεν έχουν κανένα ποτό, παίρνουν τότε σκόνη από τη γη και τη γλείφουν.
[4.173.1] Με τους Νασαμώνες συνορεύουν οι Ψύλλοι· αυτοί εξολοθρεύτηκαν κάπως έτσι· ο άνεμος του νότου φυσώντας έκανε κατάξερες τις στέρνες του νερού· και η χώρα τους, καθώς βρίσκεται ολόκληρη στην περιοχή της Σύρτης, έμεινε χωρίς νερό· κι ετούτοι, ύστερ᾽ από σύσκεψη, αποφάσισαν όλοι μαζί να εκστρατεύσουν εναντίον του νοτιά (λέω αυτά που λεν οι Λίβυες), κι όταν έφτασαν στους αμμότοπους, φύσηξε ο νοτιάς και τους παράχωσε. Εξολοθρεύτηκαν λοιπόν αυτοί και τη χώρα τους την έχουν οι Νασαμώνες.
[4.174.1] Πιο πέρα απ᾽ αυτούς, προς τον άνεμο του νότου, στη χώρα με τα πολλά θηρία, ζουν οι Γαράμαντες, που φεύγουν μακριά από κάθε άνθρωπο κι από κάθε συναναστροφή, κι ούτε κρατούν κανένα πολεμικό όπλο ούτε ξέρουν ν᾽ αντιμετωπίζουν εχθρό.
[4.175.1] Λοιπόν αυτοί κατοικούν πιο μέσα από τους Νασαμώνες, αλλά απ᾽ τη μεριά της θάλασσας, αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς, προς τα δυτικά, ζουν οι Μάκες, που κουρεύονται έτσι που να ᾽χουν λοφίο στο κεφάλι: αφήνουν τις τρίχες που είναι γύρω στην κορυφή να μεγαλώνουν και ξυρίζουν τις γύρω γύρω σύρριζα· και στον πόλεμο φορούν μπροστά στο στήθος τους για προστασία τομάρια στρουθοκαμήλων. [4.175.2] Τη χώρα τους τη διασχίζει ο ποταμός Κίνυψ, που έχει τις πηγές του σε λόφο, που του έδωσαν τ᾽ όνομα των Χαρίτων, και χύνεται στη θάλασσα. Κι αυτός ο λόφος των Χαρίτων είναι σκεπασμένος από πυκνό δάσος, ενώ η υπόλοιπη Λιβύη που περιγράψαμε είναι άδεντρη· η απόστασή του από τη θάλασσα είναι διακόσιοι στάδιοι.
[4.176.1] Αμέσως ύστερ᾽ από αυτούς τους Μάκες έρχονται οι Γινδάνες, που οι γυναίκες τους φορούν η καθεμιά τους γύρω από τον αστράγαλο πολλά βραχιόλια δερμάτινα, για τον εξής λόγο, όπως λένε: για κάθε άντρα που κάνει έρωτα μαζί της, φορά κι ένα βραχιόλι· κι όποια έχει τα περισσότερα, αυτήν έχουν για πρώτη και καλύτερη, αφού αγαπήθηκε από περισσότερους άντρες.
[4.177.1] Το ακρωτήριο της χώρας αυτών των Γινδάνων που προχωρά βαθιά στη θάλασσα το κατοικούν οι Λωτοφάγοι, που ζουν τρώγοντας μονάχα τον καρπό του λωτού· κι ο καρπός του λωτού είναι μεγάλος όσο του μαστιχόδεντρου, και είναι γλυκός σαν τον καρπό της χουρμαδιάς· οι Λωτοφάγοι κάνουν και κρασί απ᾽ τον καρπό αυτό.
[4.178.1] Αμέσως ύστερ᾽ από τους Λωτοφάγους, απ᾽ τη μεριά της θάλασσας, έρχονται οι Μάχλυες, που κι αυτοί ζουν απ᾽ τον λωτό, όχι όμως όσο εκείνοι που ανάφερα προηγουμένως. Και φτάνουν ώς το μεγάλο ποταμό που τ᾽ όνομά του είναι Τρίτων· κι αυτός χύνεται στη μεγάλη λίμνη, την Τριτωνίδα· μες στη λίμνη βρίσκεται νησί, που λέγεται Φλα· και λένε πως οι Λακεδαιμόνιοι πήραν χρησμό να χτίσουν σ᾽ αυτό αποικία.