Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (4.70.1-4.75.3)

[4.70.1] Ὅρκια δὲ ποιεῦνται Σκύθαι ὧδε πρὸς τοὺς ἂν ποιέωνται· ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες αἷμα συμμίσγουσι τῶν τὸ ὅρκιον ταμνομένων, τύψαντες ὑπέατι ἢ ἐπιταμόντες μαχαίρῃ σμικρὸν τοῦ σώματος καὶ ἔπειτα ἀποβάψαντες ἐς τὴν κύλικα ἀκινάκην καὶ ὀϊστοὺς καὶ σάγαριν καὶ ἀκόντιον· ἐπεὰν δὲ ταῦτα ποιήσωσι, κατεύχονται πολλὰ καὶ ἔπειτα ἀποπίνουσι αὐτοί τε οἱ τὸ ὅρκιον ποιεύμενοι καὶ τῶν ἑπομένων οἱ πλείστου ἄξιοι.
[4.71.1] Ταφαὶ δὲ τῶν βασιλέων ἐν Γέρροισί εἰσι, ἐς ὃ ὁ Βορυσθένης ἐστὶ προσπλωτός. ἐνθαῦτα, ἐπεάν σφι ἀποθάνῃ ὁ βασιλεύς, ὄρυγμα γῆς μέγα ὀρύσσουσι τετράγωνον, ἕτοιμον δὲ τοῦτο ποιήσαντες ἀναλαμβάνουσι τὸν νεκρόν, κατακεκηρωμένον μὲν τὸ σῶμα, τὴν δὲ νηδὺν ἀνασχισθεῖσαν καὶ καθαρθεῖσαν, πλέην κυπέρου κεκομμένου καὶ θυμιήματος καὶ σελίνου σπέρματος καὶ ἀννήσου, συνερραμμένην ὀπίσω, καὶ κομίζουσι ἐν ἁμάξῃ ἐς ἄλλο ἔθνος. [4.71.2] οἳ δὲ ἂν παραδέξωνται κομισθέντα τὸν νεκρόν, ποιεῦσι τά περ οἱ βασιλήιοι Σκύθαι· τοῦ ὠτὸς ἀποτάμνονται, τρίχας περικείρονται, βραχίονας περιτάμνονται, μέτωπον καὶ ῥῖνα καταμύσσονται, διὰ τῆς ἀριστερῆς χειρὸς ὀϊστοὺς διαβυνέονται. [4.71.3] ἐνθεῦτεν δὲ κομίζουσι ἐν τῇ ἁμάξῃ [τοῦ βασιλέος] τὸν νέκυν ἐς ἄλλο ἔθνος τῶν ἄρχουσι· οἱ δέ σφι ἕπονται ἐς τοὺς πρότερον ἦλθον. ἐπεὰν δὲ πάντας περιέλθωσι τὸν νέκυν κομίζοντες, ἐν Γέρροισι ἔσχατα κατοικημένοισί εἰσι τῶν ἐθνέων τῶν ἄρχουσι καὶ ἐν τῇσι ταφῇσι. [4.71.4] καὶ ἔπειτα, ἐπεὰν θέωσι τὸν νέκυν ἐν τῇσι θήκῃσι ἐπὶ στιβάδος, παραπήξαντες αἰχμὰς ἔνθεν καὶ ἔνθεν τοῦ νεκροῦ ξύλα ὑπερτείνουσι καὶ ἔπειτα ῥιψὶ καταστεγάζουσι, ἐν δὲ τῇ λοιπῇ εὐρυχωρίῃ τῆς θήκης τῶν παλλακέων τε μίαν ἀποπνίξαντες θάπτουσι καὶ τὸν οἰνοχόον καὶ μάγειρον καὶ ἱπποκόμον καὶ διήκονον καὶ ἀγγελιηφόρον καὶ ἵππους καὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων ἀπαρχὰς καὶ φιάλας χρυσέας· ἀργύρῳ δὲ οὐδὲν οὐδὲ χαλκῷ χρέωνται. [4.71.5] ταῦτα δὲ ποιήσαντες χοῦσι πάντες χῶμα μέγα, ἁμιλλώμενοι καὶ προθυμεόμενοι ὡς μέγιστον ποιῆσαι. [4.72.1] ἐνιαυτοῦ δὲ περιφερομένου αὖτις ποιεῦσι τοιόνδε· λαβόντες τῶν λοιπῶν θεραπόντων τοὺς ἐπιτηδεοτάτους (οἱ δέ εἰσι Σκύθαι ἐγγενέες· οὗτοι γὰρ θεραπεύουσι τοὺς ἂν αὐτὸς ὁ βασιλεὺς κελεύσῃ, ἀργυρώνητοι δὲ οὐκ εἰσί σφι θεράποντες), [4.72.2] τούτων ὦν τῶν διηκόνων ἐπεὰν ἀποπνίξωσι πεντήκοντα καὶ ἵππους τοὺς καλλιστεύοντας πεντήκοντα, ἐξελόντες αὐτῶν τὴν κοιλίην καὶ καθήραντες ἐμπιπλᾶσι ἀχύρων καὶ συρράπτουσι· [4.72.3] ἁψῖδος δὲ ἥμισυ ἐπὶ δύο ξύλα στήσαντες ὕπτιον καὶ τὸ ἕτερον ἥμισυ τῆς ἁψῖδος ἐπ᾽ ἕτερα δύο, καταπήξαντες τρόπῳ τοιούτῳ πολλὰ ταῦτα, ἔπειτα τῶν ἵππων κατὰ τὰ μήκεα ξύλα παχέα διελάσαντες μέχρι τῶν τραχήλων ἀναβιβάζουσι αὐτοὺς ἐπὶ τὰς ἁψῖδας· [4.72.4] τῶν δὲ αἱ μὲν πρότεραι ἁψῖδες ὑπέχουσι τοὺς ὤμους τῶν ἵππων, αἱ δὲ ὄπισθε παρὰ τοὺς μηροὺς τὰς γαστέρας ὑπολαμβάνουσι· σκέλεα δὲ ἀμφότερα κατακρέμαται μετέωρα. χαλινοὺς δὲ καὶ στόμια ἐμβαλόντες ἐς τοὺς ἵππους κατατείνουσι ἐς τὸ πρόσθε αὐτῶν καὶ ἔπειτα ἐκ πασσάλων δέουσι. [4.72.5] τῶν δὲ δὴ νεηνίσκων τῶν ἀποπεπνιγμένων τῶν πεντήκοντα ἕνα ἕκαστον ἀναβιβάζουσι ἐπὶ τὸν ἵππον, ὧδε ἀναβιβάζοντες, ἐπεὰν νεκροῦ ἑκάστου παρὰ τὴν ἄκανθαν ξύλον ὀρθὸν διελάσωσι μέχρι τοῦ τραχήλου· κάτωθεν δὲ ὑπερέχει τοῦ ξύλου τούτου τὸ ἐς τόρμον πηγνύουσι τοῦ ἑτέρου ξύλου τοῦ διὰ τοῦ ἵππου. ἐπιστήσαντες δὲ κύκλῳ τὸ σῆμα ἱππέας τοιούτους ἀπελαύνουσι. [4.73.1] οὕτω μὲν τοὺς βασιλέας θάπτουσι, τοὺς δὲ ἄλλους Σκύθας, ἐπεὰν ἀποθάνωσι, περιάγουσι οἱ ἀγχοτάτω προσήκοντες κατὰ τοὺς φίλους ἐν ἁμάξῃσι κειμένους, τῶν δὲ ἕκαστος ὑποδεκόμενος εὐωχέει τοὺς ἑπομένους καὶ τῷ νεκρῷ πάντων παρατιθεῖ τῶν καὶ τοῖσι ἄλλοισι. ἡμέρας δὲ τεσσεράκοντα οὕτω οἱ ἰδιῶται περιάγονται, ἔπειτα θάπτονται. [4.73.2] θάψαντες δὲ οἱ Σκύθαι καθαίρονται τρόπῳ τοιῷδε· σμησάμενοι τὰς κεφαλὰς καὶ ἐκπλυνάμενοι ποιεῦσι περὶ τὸ σῶμα τάδε· ἐπεὰν ξύλα στήσωσι τρία ἐς ἄλληλα κεκλιμένα, περὶ ταῦτα πίλους εἰρινέους περιτείνουσι, συμφράξαντες δὲ ὡς μάλιστα λίθους ἐκ πυρὸς διαφανέας ἐσβάλλουσι ἐς σκάφην κειμένην ἐν μέσῳ τῶν ξύλων τε καὶ τῶν πίλων. [4.74.1] ἔστι δέ σφι κάνναβις φυομένη ἐν τῇ χώρῃ πλὴν παχύτητος καὶ μεγάθεος τῷ λίνῳ ἐμφερεστάτη· ταύτῃ δὲ πολλῷ ὑπερφέρει ἡ κάνναβις. αὕτη καὶ αὐτομάτη καὶ σπειρομένη φύεται, καὶ ἐξ αὐτῆς Θρήικες μὲν καὶ εἵματα ποιεῦνται τοῖσι λινέοισι ὁμοιότατα. οὐδ᾽ ἄν, ὅστις μὴ κάρτα τρίβων εἴη αὐτῆς, διαγνοίη λίνου ἢ καννάβιός ἐστι· ὃς δὲ μὴ εἶδέ κω τὴν κανναβίδα, λίνεον δοκήσει εἶναι τὸ εἷμα. [4.75.1] ταύτης ὦν οἱ Σκύθαι τῆς καννάβιος τὸ σπέρμα ἐπεὰν λάβωσι, ὑποδύνουσι ὑπὸ τοὺς πίλους καὶ ἔπειτα ἐπιβάλλουσι τὸ σπέρμα ἐπὶ τοὺς διαφανέας λίθους [τῷ πυρί]· τὸ δὲ θυμιᾶται ἐπιβαλλόμενον καὶ ἀτμίδα παρέχεται τοσαύτην ὥστε Ἑλληνικὴ οὐδεμία ἄν μιν πυρίη ἀποκρατήσειε. [4.75.2] οἱ δὲ Σκύθαι ἀγάμενοι τῇ πυρίῃ ὠρύονται· τοῦτό σφι ἀντὶ λουτροῦ ἐστι· οὐ γὰρ δὴ λούονται ὕδατι τὸ παράπαν τὸ σῶμα· [4.75.3] αἱ δὲ γυναῖκες αὐτῶν ὕδωρ παραχέουσαι κατασώχουσι περὶ λίθον τρηχὺν τῆς κυπαρίσσου καὶ κέδρου καὶ λιβάνου ξύλου, καὶ ἔπειτα τὸ κατασωχόμενον τοῦτο παχὺ ἐὸν καταπλάσσονται πᾶν τὸ σῶμα καὶ τὸ πρόσωπον· καὶ ἅμα μὲν εὐωδίη σφέας ἀπὸ τούτου ἴσχει, ἅμα δὲ ἀπαιρέουσαι τῇ δευτέρῃ ἡμέρῃ τὴν καταπλαστὺν γίνονται καθαραὶ καὶ λαμπραί.

[4.70.1] Όταν είναι να δώσουν επίσημο όρκο σε κάποιον οι Σκύθες, νά πώς κάνουν: μέσα σε μεγάλο πήλινο κρασοπότηρο χύνουν κρασί και αίμα εκείνων που δένονται με όρκο και τ᾽ ανακατεύουν· το αίμα το παίρνουν τρυπώντας με ξόβεργα ή χαράζοντας με μαχαίρι κάτι λίγο απ᾽ το σώμα τους, κι έπειτα βουτούν στο κρασοπότηρο ακινάκη και βέλη και σάγαρη και ακόντιο· αυτά κάνουν, λένε ύστερα πολλές ευχές και τέλος πίνουν ώς τον πάτο κι αυτοί που δίνουν τον όρκο κι οι σημαντικότεροι από τους συντρόφους τους.
[4.71.1] Οι τάφοι των βασιλιάδων τους βρίσκονται στους Γέρρους, στο σημείο που τελειώνει το πλωτό τμήμα του Βορυσθένη. Εκεί, όταν πεθαίνει ο βασιλιάς τους, σκάβουν στη γη μεγάλο λάκκο τετράγωνο, κι όταν τον αποτελειώσουν, παίρνουν σηκωτό το νεκρό, που το σώμα του το έχουν αλείψει γύρω γύρω με κερί και την κοιλιά του την έχουν ανοίξει, την έχουν καθαρίσει, την έχουν γεμίσει με κομμένο κύπερο, με μόσκο, με σπόρο από σέλινο και άνηθο, και την έχουν ράψει πάλι, και τον μεταφέρουν πάνω σε άμαξα σε άλλη φυλή. [4.71.2] Κι εκείνοι που δέχονται στη χώρα τους το νεκρό που μεταφέρθηκε, κάνουν ό,τι και οι βασιλικοί Σκύθες: κόβουν μια άκρη από τ᾽ αυτί τους, κουρεύουν γύρω γύρω τα μαλλιά τους, καταματώνουν το μέτωπο και τη μύτη τους, περνούν βέλη μέσ᾽ από το αριστερό τους χέρι. [4.71.3] Κι από εκεί μεταφέρουν τη σορό του βασιλιά τους σε άλλη φυλή της επικράτειάς τους· στη συνοδεία τώρα είναι και άνθρωποι της φυλής στην οποία τον είχαν μεταφέρει προηγουμένως. Κι αφού, μεταφέροντας το νεκρό, περάσουν απ᾽ όλες τις φυλές, φτάνουν στους Γέρρους, τη φυλή που ζει στο πιο απόμακρο μέρος της επικράτειάς τους, στον τόπο των ταφών. [4.71.4] Κατόπι βάζουν το νεκρό στον τάφο του, πάνω σε στρώμα από φύλλα· δίπλα από τον νεκρό, από τη μια μεριά κι από την άλλη, μπήγουν κοντάρια, πάνω απ᾽ αυτά τοποθετούν ξύλα κι έπειτα κάνουν μια στέγη από καλαμιές· τώρα, στο πλατύ μέρος του τάφου που μένει άδειο, θάβουν μια απ᾽ τις παλλακίδες του βασιλιά που την έχουν πνίξει, και τον οινοχόο και τον μάγειρα και τον ιπποκόμο και τον υπηρέτη και τον αγγελιοφόρο του βασιλιά, και άλογα, και τα πρώτα και καλύτερα απ᾽ όλα τ᾽ άλλα, και χρυσά ποτήρια· δεν του αφιερώνουν όμως τίποτε ασημένιο ή χάλκινο. [4.71.5] Κάνουν όλ᾽ αυτά κι ύστερα όλοι τους σωρεύουν χώμα πολύ, ξεσυνερίζονται και βάζουν τα δυνατά τους να κάνουν τύμβο όσο πιο ψηλό μπορούν.
[4.72.1] Κι όταν κλείσει ο χρόνος τον κύκλο του, ξανάρχονται και κάνουν τα εξής: παίρνουν τους πιο πιστούς απ᾽ τους υπόλοιπους υπηρέτες (κι ετούτοι είναι Σκύθες απ᾽ τον τόπο τους· γιατί αυτοί προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σ᾽ όποιον ο βασιλιάς ο ίδιος τούς ορίσει, στη χώρα τους δεν έχουν υπηρέτες από δουλεμπόριο), [4.72.2] λοιπόν, αφού πνίξουν πενήντα απ᾽ αυτούς τους υπηρέτες και πενήντα άλογα, τα πρώτα και καλύτερα, τους βγάζουν την κοιλιά, την καθαρίζουν, τη γεμίζουν άχερο και τη ράβουν· [4.72.3] ύστερα παίρνουν το μισό από ρόδα αμαξιού και το στήνουν με το άνοιγμα προς τ᾽ απάνω και το στηρίζουν πάνω σε δυο παλούκια μπηγμένα στη γη, στηρίζουν και το άλλο μισό της ρόδας πάνω σ᾽ άλλα δυο· αφού μ᾽ αυτό τον τρόπο στηρίξουν πολλά τέτοια μισά από ρόδες, κατόπι, ανάλογα με το μάκρος των αλόγων, τους περνούν χοντρά ξύλα ώς το σβέρκο τους και τα ανεβάζουν πάνω στις ρόδες· [4.72.4] κι απ᾽ αυτές (ο λόγος πάντοτε για τα μισά τους), όσες τοποθετήθηκαν πιο μπροστά συγκρατούν τους ώμους των αλόγων κι εκείνες που είναι πιο πίσω συγκρατούν τις κοιλιές, εκεί κατά τα μεριά τους· και τα πόδια τους, και τα μπροστινά και τα πισινά, κρέμονται στον αέρα· βάζουν στα άλογα χαλινάρι και γκέμια, τα τεντώνουν προς τα εμπρός κι ύστερα τα δένουν σε πασσάλους. [4.72.5] Και τον καθένα από τους πενήντα νεαρούς που έχουν πνίξει τον ανεβάζουν πάνω σ᾽ άλογο· νά πώς τον ανεβάζουν: περνάνε πέρα πέρα δίπλα απ᾽ τη ραχοκοκαλιά του νεκρού ώς το σβέρκο του ένα ίσιο παλούκι, που το κάτω μέρος του περισσεύει· λοιπόν αυτό το μπήγουν σε τρύπα του χοντρού ξύλου που περνά πέρα πέρα το άλογο. Στήνουν λοιπόν γύρω απ᾽ τον τάφο τέτοιους καβαλάρηδες κι ύστερα φεύγουν.
[4.73.1] Μ᾽ αυτό λοιπόν τον τρόπο θάβουν τους βασιλιάδες τους· τώρα, τους άλλους Σκύθες, όταν πεθάνουν, οι πιο στενοί συγγενείς τους τούς πηγαίνουν, ξαπλωμένους πάνω σε άμαξες, από το ένα στο άλλο στα σπίτια των φίλων τους, κι ο καθένας από τούτους δέχεται στο σπίτι του αυτούς που συνοδεύουν το νεκρό και τους κάνει μεγάλο τραπέζι, κι ό,τι προσφέρει σ᾽ αυτούς, το προσφέρει και στο νεκρό· μ᾽ αυτό λοιπόν τον τρόπο γίνεται η περιφορά των νεκρών για σαράντα μέρες κι ύστερα τους θάβουν· [4.73.2] μετά από την ταφή οι Σκύθες διώχνουν από πάνω τους κάθε βρομιά με τον εξής τρόπο· πλένουν τα μαλλιά τους με αλοιφή, τα ξεπλένουν κι ύστερα νά τί κάνουν για το σώμα τους· μπήγουν στη γη τρία παλούκια γερτά, έτσι που οι κορυφές τους να ενώνονται επάνω, κι ύστερα απλώνουν γύρω γύρω τέντες από μαλλί, φράζουν όσο γίνεται πιο καλά το μέσα μέρος και ρίχνουν λιθάρια πυρωμένα απ᾽ τη φωτιά σε σκάφη που τοποθετούν στο χώρο που περιβάλλεται από τα παλούκια και τις τέντες.
[4.74.1] Κι έχουν ένα καννάβι που φυτρώνει στη γη τους, ολόιδιο με το λινάρι, μονάχα στο πάχος και στο μάκρος διαφέρουν· σ᾽ αυτά το καννάβι είναι πολύ μεγαλύτερο. Ετούτο βλασταίνει από τη γη, και από μόνο του και με σπορά, κι οι Θράκες απ᾽ τη μεριά τους κάνουν απ᾽ αυτό πανωφόρια σ᾽ όλα τα πάντα ολόιδια με τα λινά· κι όποιος δεν είναι πολύ της δουλειάς, αδύνατο να ξεχωρίσει αν είναι από λινάρι ή από καννάβι· όποιος δεν έχει δει ποτέ του καννάβι, θα πιστέψει πως το πανωφόρι είναι λινό.
[4.75.1] Λοιπόν οι Σκύθες παίρνουν το σπόρο απ᾽ αυτό το καννάβι, μπαίνουν κάτω από τις τέντες κι απλώνουν το σπόρο πάνω στα πυρωμένα λιθάρια· κι ετούτος ο σπόρος μόλις τον απλώσουν καίγεται και δίνει αχνό τόσο πολύ, που βάζει κάτω κάθε ελληνικό ατμόλουτρο· κι οι Σκύθες να ουρλιάζουν από αγαλλίαση· [4.75.2] κι αυτό είναι το λουτρό τους· γιατί καθόλου μα καθόλου δε λούζουν το σώμα τους. [4.75.3] Οι γυναίκες τους πάλι παίρνουν ξύλο από κυπαρίσσι κι από κέδρο κι από λίβανο, το μουλιάζουν σε νερό κι ύστερα το ξένουν πάνω σε μια κοφτερή πέτρα· έπειτα τη μάζα απ᾽ τα ξεφτίδια, καθώς είναι πηχτή, την κάνουν κατάπλασμα κι αλείφουν μ᾽ αυτήν όλο το σώμα και το πρόσωπό τους· κι έτσι και το σώμα τους μοσχομυρίζει απ᾽ αυτό το κατάπλασμα και, όταν την άλλη μέρα το βγάζουν από πάνω τους, δείχνουν καθαρές και λαμπρόθωρες.