Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (1120-1162)


1120ΜΕ. ὁ τοξότης ἔοικεν οὐ σμικρὸν φρονεῖν.
ΤΕΥ. οὐ γὰρ βάναυσον τὴν τέχνην ἐκτησάμην.
ΜΕ. μέγ᾽ ἄν τι κομπάσειας, ἀσπίδ᾽ εἰ λάβοις.
ΤΕΥ. κἂν ψιλὸς ἀρκέσαιμι σοί γ᾽ ὡπλισμένῳ.
ΜΕ. ἡ γλῶσσά σου τὸν θυμὸν ὡς δεινὸν τρέφει.
1125ΤΕΥ. ξὺν τῷ δικαίῳ γὰρ μέγ᾽ ἔξεστιν φρονεῖν.
ΜΕ. δίκαια γὰρ τόνδ᾽ εὐτυχεῖν κτείναντά με;
ΤΕΥ. κτείναντα; δεινόν γ᾽ εἶπας, εἰ καὶ ζῇς θανών.
ΜΕ. θεὸς γὰρ ἐκσῴζει με, τῷδε δ᾽ οἴχομαι.
ΤΕΥ. μή νυν ἀτίμα θεούς, θεοῖς σεσωμένος.
1130ΜΕ. ἐγὼ γὰρ ἂν ψέξαιμι δαιμόνων νόμους;
ΤΕΥ. εἰ τοὺς θανόντας οὐκ ἐᾷς θάπτειν παρών.
ΜΕ. τούς γ᾽ αὐτὸς αὑτοῦ πολεμίους· οὐ γὰρ καλόν.
ΤΕΥ. ἦ σοὶ γὰρ Αἴας πολέμιος προύστη ποτέ;
ΜΕ. μισοῦντ᾽ ἐμίσει· καὶ σὺ τοῦτ᾽ ἠπίστασο.
1135ΤΕΥ. κλέπτης γὰρ αὐτοῦ ψηφοποιὸς ηὑρέθης.
ΜΕ. ἐν τοῖς δικασταῖς, κοὐκ ἐμοί, τόδ᾽ ἐσφάλη.
ΤΕΥ. πόλλ᾽ ἂν κακῶς λάθρᾳ σὺ κλέψειας κακά.
ΜΕ. τοῦτ᾽ εἰς ἀνίαν τοὔπος ἔρχεται τινί.
ΤΕΥ. οὐ μᾶλλον, ὡς ἔοικεν, ἢ λυπήσομεν.
1140ΜΕ. ἕν σοι φράσω· τόνδ᾽ ἐστὶν οὐχὶ θαπτέον.
ΤΕΥ. σὺ δ᾽ ἀντακούσῃ τοῦτον ὡς τεθάψεται.
ΜΕ. ἤδη ποτ᾽ εἶδον ἄνδρ᾽ ἐγὼ γλώσσῃ θρασὺν
ναύτας ἐφορμήσαντα χειμῶνος τὸ πλεῖν,
ᾧ φθέγμ᾽ ἂν οὐκ ἂν ηὗρες, ἡνίκ᾽ ἐν κακῷ
1145χειμῶνος εἴχετ᾽, ἀλλ᾽ ὑφ᾽ εἵματος κρυφεὶς
πατεῖν παρεῖχε τῷ θέλοντι ναυτίλων.
οὕτω δὲ καὶ σὲ καὶ τὸ σὸν λάβρον στόμα
σμικροῦ νέφους τάχ᾽ ἄν τις ἐκπνεύσας μέγας
χειμὼν κατασβέσειε τὴν πολλὴν βοήν.
1150ΤΕΥ. ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρ᾽ ὄπωπα μωρίας πλέων,
ὃς ἐν κακοῖς ὕβριζε τοῖσι τῶν πέλας.
κᾆτ᾽ αὐτὸν εἰσιδών τις ἐμφερὴς ἐμοὶ
ὀργήν θ᾽ ὁμοῖος εἶπε τοιοῦτον λόγον,
ὤνθρωπε, μὴ δρᾶ τοὺς τεθνηκότας κακῶς·
1155εἰ γὰρ ποήσεις, ἴσθι πημανούμενος.
τοιαῦτ᾽ ἄνολβον ἄνδρ᾽ ἐνουθέτει παρών.
ὁρῶ δέ τοί νιν, κἄστιν, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ,
οὐδείς ποτ᾽ ἄλλος ἢ σύ. μῶν ᾐνιξάμην;
ΜΕ. ἄπειμι· καὶ γὰρ αἰσχρόν, εἰ πύθοιτό τις
1160λόγοις κολάζειν ᾧ βιάζεσθαι πάρα.
ΤΕΥ. ἄφερπέ νυν. κἀμοὶ γὰρ αἴσχιστον κλύειν
ἀνδρὸς ματαίου φλαῦρ᾽ ἔπη μυθουμένου.


1120ΜΕ. Ψήλωσε του τοξότη ο νους, καταπώς φαίνεται.
ΤΕΥ. Δεν το νομίζω πως ασκώ βάναυση τέχνη.
ΜΕ. Κι άλλο θα φούσκωνε ο κομπασμός σου,
αν κράταγες ασπίδα.
ΤΕΥ. Κι ακάλυπτος, θα τα ᾽βαζα μ᾽ εσένα πάνοπλο.
ΜΕ. Η γλώσσα τρέφει το παράτολμό σου θάρρος.
ΤΕΥ. Έχοντας με το μέρος μου το δίκαιο,
μπορώ να ᾽μαι περήφανος.
ΜΕ. Το δίκαιο διεκδίκησε αυτός σκοτώνοντάς με;
ΤΕΥ. Σκοτώνοντας; λόγος παράλογος, αν όντως
πεθαμένος ζεις.
ΜΕ. Ένας θεός εμένα μ᾽ έσωσε· μ᾽ αυτόν θα ᾽μουνα
τώρα ξοφλημένος.
ΤΕΥ. Μην ατιμάζεις τότε τους θεούς, αν στους θεούς
χρωστάς που σώθηκες.
1130ΜΕ. Νομίζεις θα καταφρονούσα εγώ τους νόμους των θεών;
ΤΕ. Αν δεν αφήσεις να ταφούν οι πεθαμένοι.
ΜΕ. Αν οι νεκροί είναι εχθροί, τότε η ταφή τους περισσεύει.
ΤΕΥ. Λες πως ο Αίας φάνηκε ποτέ εχθρός σου;
ΜΕ. Ναι, με μισούσε αυτός και τον μισούσα
—το ήξερες κι εσύ.
ΤΕΥ. Γιατί να κλέβεις πιάστηκες νοθεύοντας τις ψήφους.
ΜΕ. Είναι των δικαστών το σφάλμα αυτό, όχι δικό μου.
ΤΕΥ. Μπορείς κι εσύ να κάνεις στα κρυφά πολλές απάτες.
ΜΕ. Σε κάποιον θα στοιχίσει αυτός ο λόγος ακριβά.
ΤΕΥ. Όχι ακριβώς σ᾽ εμένα· άλλος θα το πληρώσει
μάλλον ακριβότερα.
ΜΕ. Ένα σου λέω μόνον: αυτόν εδώ δεν πρέπει
1140να τον θάψεις.
ΤΕΥ. Ένα κι εγώ σου λέω, κι άκου:
αυτός που βλέπεις θα ταφεί.
ΜΕ. Γνώρισα κάποιον κάποτε με γλώσσα ασύστολη,
που ζόριζε τους ναύτες να ταξιδέψουν καταχείμωνο,
και που μετά το βούλωσε, όταν τους έπιασε η φουρτούνα,
οπότε λούφαξε, κι αφέθηκε να τον ποδοπατεί
ο κάθε ναυτικός. Έτσι κι εσύ, στόμα απύλωτο, όταν,
μετά από σύννεφο μικρό, ξεσπάσει μπόρα δυνατή,
θα σβήσει τις πολλές φωνές.
ΤΕΥ. Κι εγώ με τη σειρά μου κάποτε, έπεσα
1150σ᾽ άνθρωπο μωρό, που το ᾽παιζε αλαζονικός
μπροστά στη συμφορά του άλλου.
Κι όταν μετά τον είδε, κάποιος, με το δικό μου φυσικό,
του πέταξε αυτόν τον λόγο: ε φίλε, μην κακοποιείς
τους πεθαμένους, γιατί αν το κάνεις, να ᾽σαι σίγουρος
την έχεις άσχημα.
Μ᾽ αυτά τα λόγια νουθετούσε μπροστά του κάποιον μίζερο.
Βλέποντας γύρω μου, άλλος κανείς δεν είναι
αυτός που λέω, έξω από σένα — μήπως μιλώ μ᾽ αινίγματα;
ΜΕ. Φεύγω. Γιατί θα ᾽ταν ντροπή κάποιος να μάθει
πως εγώ επιμένω να σωφρονίσω κάποιον με τα λόγια,
1160ενώ του αρμόζει η βία.
ΤΕΥ. Τράβα λοιπόν. Γιατί κι εγώ νιώθω πως είναι
μεγαλύτερη ντροπή ν᾽ ακούω τζάμπα κάποιον
μωρίες ν᾽ αραδιάζει.


1120ΜΕΝ. Πολύ μεγαλοπιάνεται ο τοξότης.
ΤΕΥ. Γιατί κι η τέχνη που ᾽χω είναι μεγάλη.
ΜΕΝ. Πώς θα καυχιόσουν άμα κράταγες ασπίδα!
ΤΕΥ. Φτάνω κι έτσι ξαρμάτωτος για σένα.
ΜΕΝ. Τί τρανό θάρρος δείχνεις με τα λόγια!
ΤΕΥ. Μπορείς, σαν έχεις δίκιο, να καυχιέσαι.
ΜΕΝ. Δίκιο το λες που μ᾽ έχει θανατώσει;
ΤΕΥ. Σ᾽ έσφαξε; Μέγα θαύμα αν ζεις σφαγμένος.
ΜΕΝ. Με γλίτωσε θεός, μα πάω για κείνον.
ΤΕΥ. Θεούς που σε γλιτώσαν μην προσβάλλεις.
1130ΜΕΝ. Στους νόμους τους να δείξω καταφρόνια;
ΤΕΥ. Αν δεν αφήνεις τους νεκρούς να θάβουν.
ΜΕΝ. Αν είναι εχθροί μου, ναι· σωστό δεν είναι;
ΤΕΥ. Ήταν ποτές ο Αίαντας εχθρός σου;
ΜΕΝ. Μισούσ᾽ ο ένας τον άλλον και το ξέρεις.
ΤΕΥ. Γιατί κλέφτη σε πιάσανε στις ψήφους.
ΜΕΝ. Σφάλμα των δικαστών κι όχι δικό μου.
ΤΕΥ. Πολύ κακό μπορείς κρυφά να κάνεις.
ΜΕΝ. Αυτός ο λόγος κάποιον θα λυπήσει.
ΤΕΥ. Ως φαίνεται, όχι εμένα, μα έναν άλλον.
1140ΜΕΝ. Σου λέω μόνο αυτό, δε θα τον θάψεις.
ΤΕΥ. Κι εγώ σου λέω πως θα τον θάψω.
ΜΕΝ. Κάποτες είδα κάποιον που με γλώσσα
γεμάτη θράσος είχε βάλει ναύτες
με δύσκολο καιρό να ταξιδέψουν·
μα σαν τους έπιασε βαριά φουρτούνα,
έχασε τη μιλιά του και κρυμμένος
μέσα στα ρούχα του άφηνε όποιον κι όποιον
να τον πατάει. Έτσι και με σένα
και τα περήφανά σου λόγια, μόλις
από ᾽να σύννεφο μικρό ξεσπάσει
μεγάλη καταιγίδα, την πολλή σου
και φουσκωμένη ξιπασιά θα σβήσει.
1150ΤΕΥ. Κι εγώ έναν άμυαλο είδα που καθόλου
δε σέβονταν τις συμφορές των άλλων.
Κι ύστερα βλέποντάς τον κάποιος όμοιος
μ᾽ εμέ και με καρδιά σαν τη δική μου,
του είπε αυτό το λόγο. «Μην προσβάλλεις,
άνθρωπε, τους νεκρούς· γιατί αν το κάνεις,
να ξέρεις θα σε βρει κακό». Με τέτοια
λόγια συμβούλευε τον κακομοίρη.
Τον βλέπω και δεν είναι, όπως πιστεύω,
κανένας άλλος παρά εσύ. Στ᾽ αλήθεια
μην είπα τάχα τίποτα μαντείες;
ΜΕΝ. Φεύγω· γιατί θα το ᾽χω για ντροπή μου
να μάθουν πως ενώ μπορώ με πράξεις
να κάνω αυτό που θέλω, εγώ πασκίζω
1160να τιμωρήσω κάποιον με τα λόγια.
ΤΕΥ. Φεύγα· ντροπή για μένα πιο μεγάλη
του ανόητου ν᾽ ακούω τις μωρίες.
(Ο Μενέλαος με τη συνοδεία του φεύγει)


1120ΜΕΝ. Φαίνεται ο δοξαριστής πολλή περφάνια να ᾽χει.
ΤΕΥ. Γιατί δεν είναι πρόστυχη η τέχνη αυτή που ξέρω.
ΜΕΝ. Θα ᾽χεις αέρα πιο πολύ όντας ασπίδα πάρεις.
ΤΕΥ. Κι αν έχεις όπλα περισσά, δεν σε φοβούμαι διόλου.
ΜΕΝ. Βλέπω μαζί κι η γλώσσα σου μεγάλο θάρρος έχει.
ΤΕΥ. Σαν έχω δίκιο πρέπει μου για να ᾽χω και περφάνια.
ΜΕΝ. Δίκιο είναι να μην παιδευτεί αυτός που σκότωσέ με;
ΤΕΥ. Σκότωσε; το παράκαμες αν ζεις και πεθαμένος.
ΜΕΝ. Κάποιος θεός με γλίτωσε, αυτός μ᾽ είχε ξεγράψει.
ΤΕΥ. Μα τους θεούς δεν τους τιμάς, και γλιτωμένο ας σ᾽ έχουν.
1030ΜΕΝ. Εγώ τους νόμους των θεών θενα καταφρονούσα;
ΤΕΥ. Σα δεν αφήνεις να θαφτούν τώρα οι πεθαμένοι.
ΜΕΝ. Μα τους οχτρούς μου μοναχά· γιατί δεν είναι πρέπο.
ΤΕΥ. Αλήθεια, ο Αίας στάθηκε οχτρός ποτέ σε σένα;
ΜΕΝ. Ο ένας του άλλου ήταν οχτρός, αυτό καλά το ξέρεις.
ΤΕΥ. Γιατί στο ψηφομέτρημα θέλησες να τον κλέψεις.
ΜΕΝ. Απ᾽ τους κριτάδες έχασε, όχι από μένα όμως.
ΤΕΥ. Χίλια κακά κρυφά κρυφά μπορείς και συ να κάμεις.
ΜΕΝ. Αυτά τα λόγια θενα βγουν ξινά, θαρρώ, για κάποιον.
ΤΕΥ. Όχι ως το παίρνεις· πλιότερο ξινά θα βγούνε για άλλον.
1140ΜΕΝ. Αυτό ν᾽ ακούσεις· δεν μπορείς αυτόνε να τον θάψεις.
ΤΕΥ. Μα θα τ᾽ ακούσεις σύντομα πως θενα μπει στον τάφο.
ΜΕΝ. Είδα στη ζήση μου άνθρωπο να ᾽χει μια πήχη γλώσσα,
τους ναύτες να παρακινά μες στον βαρύ χειμώνα
να ταξιδέψουν· μα μιλιά σαν πλάκωσε η φορτούνα
δεν τὄπαιρνες, μόν᾽ κρύφτηκε σε φόρεμα αποκάτω
κι οι ναύτες τον πατήσανε απάνω του περνώντας.
Έτσι τα φυσομανητά που χύνεις απ᾽ το στόμα,
αν βγει αέρας δυνατός από ᾽να συννεφάκι,
θα σ᾽ το μπουλώσει μια χαρά, το βογκητό θα σβήσει.
1150ΤΕΥ. Είδα κι εγώ έναν άνθρωπο γεμάτο από μωρία,
που ήθελε τις συφορές του άλλου να τις βρίζει.
Κι ένας που είχε μια καρδιά ίδια σαν τη δική μου
τον είδε και τ᾽ απάντησε στερνά με τέτοια λόγια:
Τους πεθαμένους, άνθρωπε, μη θέλεις να τους βλάψεις,
γιατί αν τους βλάψεις θα βλαφτείς παρόμοια, να το ξέρεις.
Έτσι τονε συβούλεψε τον ξεκουτιάρη εκείνο.
Εσύ θαρρώ πως ήσουνα. Κατάλαβες τί λέω;
ΜΕΝ. Φεύγω· γιατί είναι και ντροπή τα λόγια μου να χάνω
1160αφού να κάμω σε μπορώ ν᾽ ακούσεις με το ζόρι.
ΤΕΥ. Ώρα καλή σου· πιο ντροπή μού φαίνεται πως είναι
ν᾽ ακούω απ᾽ άνθρωπο μωρό αυτές τις φλυαρίες.