Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (1047-1092)


ΜΕΝΕΛΑΟΣ
οὗτος, σὲ φωνῶ τόνδε τὸν νεκρὸν χεροῖν
μὴ συγκομίζειν, ἀλλ᾽ ἐᾶν ὅπως ἔχει.
ΤΕΥ. τίνος χάριν τοσόνδ᾽ ἀνήλωσας λόγον;
1050ΜΕ. δοκοῦντ᾽ ἐμοί, δοκοῦντα δ᾽ ὃς κραίνει στρατοῦ.
ΤΕΥ. οὔκουν ἂν εἴποις ἥντιν᾽ αἰτίαν προθείς;
ΜΕ. ὁθούνεκ᾽ αὐτὸν ἐλπίσαντες οἴκοθεν
ἄγειν Ἀχαιοῖς ξύμμαχόν τε καὶ φίλον,
ἐξηύρομεν ζητοῦντες ἐχθίω Φρυγῶν·
1055ὅστις στρατῷ ξύμπαντι βουλεύσας φόνον
νύκτωρ ἐπεστράτευσεν, ὡς ἕλοι δορί·
κεἰ μὴ θεῶν τις τήνδε πεῖραν ἔσβεσεν,
ἡμεῖς μὲν ἂν τήνδ᾽ ἣν ὅδ᾽ εἴληχεν τύχην
θανόντες ἂν προυκείμεθ᾽ αἰσχίστῳ μόρῳ,
1060οὗτος δ᾽ ἂν ἔζη. νῦν δ᾽ ἐνήλλαξεν θεὸς
τὴν τοῦδ᾽ ὕβριν πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας πεσεῖν.
ὧν οὕνεκ᾽ αὐτὸν οὔτις ἔστ᾽ ἀνὴρ σθένων
τοσοῦτον ὥστε σῶμα τυμβεῦσαι τάφῳ,
ἀλλ᾽ ἀμφὶ χλωρὰν ψάμαθον ἐκβεβλημένος
1065ὄρνισι φορβὴ παραλίοις γενήσεται.
πρὸς ταῦτα μηδὲν δεινὸν ἐξάρῃς μένος.
εἰ γὰρ βλέποντος μὴ ᾽δυνήθημεν κρατεῖν,
πάντως θανόντος γ᾽ ἄρξομεν, κἂν μὴ θέλῃς,
χερσὶν παρευθύνοντες. οὐ γὰρ ἔσθ᾽ ὅπου
1070λόγων ἀκοῦσαι ζῶν ποτ᾽ ἠθέλησ᾽ ἐμῶν.
καίτοι κακοῦ πρὸς ἀνδρὸς ἄνδρα δημότην
μηδὲν δικαιοῦν τῶν ἐφεστώτων κλύειν.
οὐ γάρ ποτ᾽ οὔτ᾽ ἂν ἐν πόλει νόμοι καλῶς
φέροιντ᾽ ἄν, ἔνθα μὴ καθεστήκῃ δέος,
1075οὔτ᾽ ἂν στρατός γε σωφρόνως ἄρχοιτ᾽ ἔτι,
μηδὲν φόβου πρόβλημα μηδ᾽ αἰδοῦς ἔχων.
ἀλλ᾽ ἄνδρα χρή, κἂν σῶμα γεννήσῃ μέγα,
δοκεῖν πεσεῖν ἂν κἂν ἀπὸ σμικροῦ κακοῦ.
δέος γὰρ ᾧ πρόσεστιν αἰσχύνη θ᾽ ὁμοῦ,
1080σωτηρίαν ἔχοντα τόνδ᾽ ἐπίστασο·
ὅπου δ᾽ ὑβρίζειν δρᾶν θ᾽ ἃ βούλεται παρῇ,
ταύτην νόμιζε τὴν πόλιν χρόνῳ ποτὲ
ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν ἐς βυθὸν πεσεῖν.
ἀλλ᾽ ἑστάτω μοι καὶ δέος τι καίριον,
1085καὶ μὴ δοκῶμεν δρῶντες ἃν ἡδώμεθα
οὐκ ἀντιτείσειν αὖθις ἃν λυπώμεθα.
ἕρπει παραλλὰξ ταῦτα. πρόσθεν οὗτος ἦν
αἴθων ὑβριστής, νῦν δ᾽ ἐγὼ μέγ᾽ αὖ φρονῶ.
καί σοι προφωνῶ τόνδε μὴ θάπτειν, ὅπως
1090μὴ τόνδε θάπτων αὐτὸς ἐς ταφὰς πέσῃς.
ΧΟ. Μενέλαε, μὴ γνώμας ὑποστήσας σοφὰς
εἶτ᾽ αὐτὸς ἐν θανοῦσιν ὑβριστὴς γένῃ.


ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Ε, συ, εσένα λέω, μην πας να θάψεις με τα χέρια σου
τον πεθαμένο· παράτα τον εκεί που είναι.
ΤΕΥ. Και ποιός ο λόγος που ξοδεύεις τόσο μεγάλα λόγια;
ΜΕ. Δική μου η θέληση, κι εκείνου που όλο
1050το στράτευμα ορίζει.
ΤΕΥ. Δεν θα μπορούσες να μας πεις τώρα και την αιτία;
ΜΕ. Ενώ πιστέψαμε μ᾽ αυτόν πως φέραμε απ᾽ την πατρίδα
φίλο και σύμμαχο των Αχαιών, ανακαλύψαμε επιτόπου
πως ήτανε χειρότερος εχθρός κι από τους Φρύγες.
Μελέτησε όλο τον στρατό να τον ματοκυλήσει
μέσα στη νύχτα ορμώντας, κι εμάς να μας ξεκάνει.
Κι αν δεν συνέβαινε ένας θεός το φονικό ν᾽ αποσοβήσει,
εμείς θα είχαμε τώρα την τύχη τη δική του, θανατωμένοι
επαίσχυντα, θα πέφταμε στο χώμα, ενώ θα ζούσε αυτός.
1060Τώρα ευτυχώς ένας θεός αντέστρεψε την αλαζονική του τρέλα,
κι έτσι τον έριξε πάνω σε πρόβατα και βόδια.
Γι᾽ αυτό κανείς δεν θα βρεθεί με τόση δύναμη και θράσος,
το σώμα αυτό σε τάφο να το θάψει· σε κάποια
απόμερη αμμουδιά ριγμένο, τροφή στα λαίμαργα
πουλιά της θάλασσας θα γίνει.
Λοιπόν, φυλάξου, μην αφήνεις το μένος σου αχαλίνωτο·
αν όσο ζούσε, δεν είχαμε τη δύναμη να του επιβληθούμε,
τώρα που πέθανε, εμείς κάνουμε το κουμάντο,
κι ας μην το θες εσύ· εμείς τον έχουμε στο χέρι,
αφού ποτέ δεν θέλησε τα λόγια μου
1070ν᾽ ακούσει ζωντανός.
Μόλο που είναι γνώρισμα κακού πολίτη,
κάποιος να θεωρεί δικαίωμά του να μην ακούει
τους άρχοντες της πόλης.
Γιατί ποτέ μέσα στην πόλη οι νόμοι δεν κρατούν
το κύρος τους, αν από δίπλα δεν υπάρχει κάποιος φόβος.
Ούτε ο στρατός δεν άρχεται πειθαρχημένα και σωστά,
εφόσον δεν τον συγκρατεί ο φόβος και το σέβας.
Πρέπει ένας άντρας, κι ας είναι από φυσικού του
μεγαλόσωμος, να μάθει πως μπορεί
κι απ᾽ το παραμικρό κακό να γκρεμιστεί.
Όποιος ωστόσο μέσα του αισθάνεται ντροπή και δέος,
1080αυτός, να ξέρεις, σώζεται.
Όπου αντίθετα ο καθένας πολύ το παίρνει πάνω του,
κάνοντας του κεφαλιού του, μια τέτοια πόλη,
με το πέρασμα του χρόνου, κι αν αρμενίσει στην αρχή
με ούριο άνεμο, μετά, να είσαι βέβαιος, θα πιάσει πάτο.
Ας έχω εγώ προστάτη τον σωτήριο φόβο, να μην περνά
απ᾽ τον νου μας πως κάνοντας μονάχα αυτό που μας αρέσει,
μια μέρα δεν θα το πληρώσουμε με τίμημα βαρύ.
Έχει το κάθε πράγμα τον καιρό του. Πριν από λίγο
ήταν αυτός αλλοπαρμένος και θρασύς·
τώρα η σειρά μου να το παίξω εγώ περήφανος.
Και σου το λέω ξεκάθαρα, μην πας
να μου τον θάψεις, μήπως ανοίξεις τον δικό σου λάκκο
1090θάβοντας αυτόν.
ΧΟ. Μενέλαε, πρόσεξε, στοιβάζοντας γνώμες σοφές,
μήπως βρεθείς μετά ο ίδιος υβριστής
μπροστά σε πεθαμένους.


(Έρχεται ο Μενέλαος με μικρή ακολουθία)
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Ε, συ, σε σένα λέω, τον νεκρό τούτον
μη συμμαζεύεις, μα έτσι δα άφησέ τον.
ΤΕΥ. Για ποιόν τόσα πολλά ξόδεψες λόγια;
1050ΜΕΝ. Το θέλω κι εγώ κι ο πρώτος του στρατού μας.
ΤΕΥ. Δε θα μου πεις λοιπόν για ποιάν αιτία;
ΜΕΝ. Γιατί, ενώ τον φέραμε απ᾽ τη γη του
ελπίζοντας πως σύμμαχος και φίλος
θα ᾽ναι για μας τους Αχαιούς, εχθρό μας
τον βρήκαμε χειρότερο απ᾽ τους Τρώες,
που ολάκερο λογιάζοντας να σφάξει
το στράτευμα, σηκώθηκε ώρα νύχτα
με το κοντάρι να μας ξεπαστρέψει.
Κι άμα δε σταματούσε την ορμή του
κάποιος θεός, την τύχη εμείς ετούτου
θα βρίσκαμε, νεκροί στο χώμα, μ᾽ ένα
θάνατο αισχρό κι αυτός θα ζούσε. Τώρα
1060τη φόρα την ανόσια του ᾽χει στρέψει
αλλού ο θεός και ρίχτηκε με λύσσα
στα πρόβατα και στα κοπάδια κι έτσι
κανένας τόση δύναμη δεν έχει,
που να μπορεί σε τάφο να τον θάψει·
μόνο στην κίτρινη άμμο πεταμένος
τροφή θα γίνει στα θαλασσοπούλια.
Γι᾽ αυτό και μην αφήσεις να σε πιάσει
βαρύς θυμός. Γιατί αν δεν ήταν τότε,
σα ζούσε, του χεριού μας, τώρα θα ᾽ναι
στην εξουσία μας και θες δε θέλεις
θα κάνουμε ό,τι θέλουμε μ᾽ αυτόνε.
1070Γιατί δεν έστερξε ποτέ όσο ζούσε
τα λόγια μας ν᾽ ακούσει. Είναι πολίτης
κακός, όποιος δε θέλει να υπακούει
τους άρχοντές του. Κι ούτε ορθοί θα μέναν
οι νόμοι σε μια πόλη, αν δεν υπήρχε
κι ο φόβος να τους παραστέκει. Μήτε
σωστά ο στρατός θα κυβερνιόταν, άμα
το σεβασμό δεν είχε και το φόβο
να τον συντρέχουν. Ο καθένας πρέπει,
όσο μεγάλο ανάστημα κι αν έχει,
να ξέρει πως μπορεί να τον γκρεμίσει
κι ένα μικρό κακό. Και μάθε κείνος
1080που νιώθει φόβο και ντροπή, γλιτώνει·
μα όπου κανείς μπορεί έτσι να καυχιέται
κι ό,τι θέλει να κάνει, να λογιάζεις
πως θα ᾽ρθει κάποια μέρα που σε μαύρους
βυθούς η πολιτεία θα βουλιάξει,
κι ας είχε ξεκινήσει πρίμα. Κάποιος
σωτήριος φόβος ας με παραστέκει
και να μη λογαριάζουμε πως όταν
κάνουμε αυτά που μας ευχαριστούνε,
δε θα τα ξεπληρώσουμε μ᾽ εκείνα
που μας στενοχωρούν. Αυτά πηγαίνουν
το ᾽να ξοπίσω απ᾽ τ᾽ άλλο. Ετούτος ήταν
γιομάτος ξιπασιά και φλόγα πρώτα,
μα τώρα εγώ καυχιέμαι. Και σου λέω
να μην τον θάψεις, μήπως θάβοντάς τον
1090και το δικό σου τότε σκάψεις τάφο.
ΧΟΡ. Αφού έχεις τόσο φρόνιμα μιλήσει,
Μενέλαε, για πρόσεξε μη δείξεις
μπρος στους νεκρούς ασέβεια και θράσος.


ΜΕΝΕΛΑΣ
Ε συ, σένα προστάζω εγώ, αυτόν τον πεθαμένο
στα χέρια μην τον παίρνετε κι αφήστε τον ως είναι.
ΤΕΥ. Για ποιό σκοπό τα λόγια σου καταξοδιάζεις έτσι;
1050ΜΕΝ. Και του στρατού ο αρχηγός κι εγώ το θέλομ᾽ έτσι.
ΤΕΥ. Δεν θα μας πεις την αφορμή που σεις το θέλετ᾽ έτσι;
ΜΕΝ. Γιατί αυτός θαρρούσαμε πως ήρθε απ᾽ την πατρίδα
στους Αχαιούς για σύμμαχος και φίλος, μόν᾽ εκείνος
στάθηκε ακόμα πλιότερο οχτρός κι από τους Φρύγες,
που τον στρατό μελέτησε να τονε ξολοθρέψει
κι έπεσε καταπάνω του τη νύχτα με κοντάρι.
Κι αν οι θεοί δεν έσβηναν εκείνη την ορμή του,
αυτή την τύχη θα ᾽χαμε που έχει εκείνος τώρα,
και από σκληρόνε θάνατο θα ᾽μασταν σκοτωμένοι,
1060κι αυτός θα ζούσε. Γύρισεν όμως ο θεός την πράξη
αυτού, πάνω στα πρόβατα και στα σφαχτά να πέσει.
Κανένας τώρα δεν μπορεί το σώμα του να θάψει.
Μόνο στην άμμο του γιαλού θενα ριχτεί απάνω,
θαλασσοπούλια να τον φαν. Και μη θυμώνεις διόλου.
Γιατί, αν δεν μπορέσαμε σαν ζούσε ανώτεροί του
να ᾽μαστε, σαν απέθανε εμείς θα κυβερνούμε
κι ας μη το θες του λόγου σου. Γιατί σαν ζούσε κείνος
1070ποτέ του δεν το στρέχτηκε τα λόγια μου ν᾽ ακούσει.
Το ᾽χει ο κακότροπος αυτό, κι αν είναι απλός πολίτης
να μην τιμά τους προεστούς. Ποτέ στην πολιτεία
οι νόμοι δεν προκόβουνε άμα περάσει ο φόβος.
Δεν πάει εμπρός και στράτεμα δίχως ντροπή και φόβο.
Μόν᾽ πρέπει πάντα ο άνθρωπος, κορμί ψηλό κι αν έχει,
να νιώθει πως κι από μικρό κακό μπορεί να πέσει.
1080Γλιτώνει εκείνος, ξέρε το, πὄχει ντροπή και φόβο.
Κι όπου ο καθένας δύνεται να βρίξει και να κάνει
ό,τι του κατεβεί στον νου, η πόλη αυτή μια μέρα
θα πέσει ολόισα στον χαμό με δυνατό αγέρι.
Μόν᾽ πάντα φόβο ας έχουμε, κι ας μην το βάζει ο νους μας,
πως όσα και να κάμαμε ως τα ᾽θελε η καρδιά μας
δεν θενα τα πληρώσομε μ᾽ όσα μας φέρνουν λύπες.
Το ᾽να με τ᾽ άλλο έρχεται. Πρωτύτερα αυτός ήταν
ένας ψωροπερήφανος· τώρα κι εγώ το πήρα
1090απάνω μου κι ορίζω σου αυτόν να μην τον θάψεις.
ΧΟΡ. Μενέλα, αφού το στόμα σου σοφά μάς είπε λόγια,
τους πεθαμένους μη φανείς και συ πως βρίζεις τώρα.