Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Ὀλυμπιονίκαις (1.30-1.58)


30Χάρις δ᾽, ἅπερ ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς, [στρ. β]
ἐπιφέροισα τιμὰν καὶ ἄπιστον ἐμήσατο πιστόν
ἔμμεναι τὸ πολλάκις·
ἁμέραι δ᾽ ἐπίλοιποι
μάρτυρες σοφώτατοι.
35ἔστι δ᾽ ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαι-
μόνων καλά· μείων γὰρ αἰτία.
υἱὲ Ταντάλου, σὲ δ᾽ ἀντία προτέρων φθέγξομαι,
ὁπότ᾽ ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον
ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον,
ἀμοιβαῖα θεοῖσι δεῖπνα παρέχων,
40τότ᾽ Ἀγλαοτρίαιναν ἁρπάσαι,

δαμέντα φρένας ἱμέρῳ, χρυσέαισί τ᾽ ἀν᾽ ἵπποις [ἀντ. β]
ὕπατον εὐρυτίμου ποτὶ δῶμα Διὸς μεταβᾶσαι·
ἔνθα δευτέρῳ χρόνῳ
ἦλθε καὶ Γανυμήδης
45Ζηνὶ τωὔτ᾽ ἐπὶ χρέος.
ὡς δ᾽ ἄφαντος ἔπελες, οὐδὲ ματρὶ πολ-
λὰ μαιόμενοι φῶτες ἄγαγον,
ἔννεπε κρυφᾷ τις αὐτίκα φθονερῶν γειτόνων,
ὕδατος ὅτι τε πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμάν
μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη,
50τραπέζαισί τ᾽ ἀμφὶ δεύτατα κρεῶν
σέθεν διεδάσαντο καὶ φάγον.

ἐμοὶ δ᾽ ἄπορα γαστρίμαρ- [ἐπῳδ. β]
γον μακάρων τιν᾽ εἰπεῖν· ἀφίσταμαι·
ἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρους.
εἰ δὲ δή τιν᾽ ἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποί
55ἐτίμασαν, ἦν Τάνταλος οὗτος· ἀλ-
λὰ γὰρ καταπέψαι
μέγαν ὄλβον οὐκ ἐδυνάσθη, κόρῳ δ᾽ ἕλεν
ἄταν ὑπέροπλον, ἅν τοι πατὴρ ὕπερ
57bκρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον,
τὸν αἰεὶ μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν
εὐφροσύνας ἀλᾶται.


30Οι Χάριτες, που κάθε τέρψη στους θνητούς χαρίζουν [στρ. β]
και τιμή τούς δίνουν, κάνουν πιστευτό το απίστευτο
πολλές φορές να γίνει·
όμως οι μέρες που θα ᾽ρθουν
σοφότατοι είναι μάρτυρες.
35Γι᾽ αυτό στον άνθρωπο ταιριάζει να λέει
καλά για τους θεούς, γιατί μικρότερο το κρίμα του θα είναι.
Γιε του Ταντάλου, απ᾽ όσα λένε οι παλιοί για σε τ᾽ αντίθετα θα πω:
Όταν ο πατέρας σου προσκάλεσε τους θεούς
σε αψεγάδιαστο συμπόσιο στη λατρευτή τους Σίπυλο,
τα δείπνα τους για ν᾽ ανταποδώσει,
40τότε σε άρπαξε ο Ποσειδών που τη λαμπρή την τρίαινα κρατάει,

καθώς τον νου του δάμασε ο πόθος, και σ᾽ έφερε με το χρυσό του άρμα [αντ. β]
στο πανύψηλο παλάτι του Δία του πολυτιμημένου,
όπου λίγο αργότερα
ήρθε κι ο Γανυμήδης,
45την ίδια υπηρεσία στον Δία να προσφέρει.
Έτσι άφαντος έγινες, κι όσο κι αν ψάξουν οι άνθρωποι,
δεν σε βρήκαν στη μάνα να σε φέρουν.
Και τότε ευθύς κάποιος απ᾽ τους φθονερούς γειτόνους κρυφόλεγε
πως, μες στο νερό που έβραζε σε φωτιά,
με μαχαίρι σ᾽ έκοψαν και ρίξαν τα κομμάτια σου·
50κι έτσι στερνά μοιράστηκαν επάνω στο τραπέζι
τις σάρκες σου και τις έφαγαν.

Εγώ όμως λαίμαργο κανέναν απ᾽ τους μακάριους [επωδ. β]
δεν γίνεται να πω· μακριά από μένα τέτοιος λόγος.
Δεν θα ξεφύγει ο βλάσφημος της τιμωρίας τη λόγχη.
Αν ποτέ άνδρα θνητό οι Ολύμπιοι
55τιμήσαν, άλλος από τον Τάνταλο αυτός δεν είναι· δεν μπόρεσε όμως
την τρανή ευτυχία του ν᾽ αντέξει· αδηφαγία τον έπιασε
και τότε τον βρήκε τιμωρία τρομερή· ο Πατέρας
τού κρέμασε πάνω απ᾽ το κεφάλι έναν τεράστιο βράχο, 57β
κι όλο κοιτάει πώς να τον αποφύγει
κι έτσι χαρά καμιά δεν βρίσκει.


30Η τέχνη, που χαρίζ᾽ η χάρη της [στρ. β]
όλα που των ανθρώπων τη ζωή γλυκαίνουν,
δίνει τιμή και κάνει τα πιο απίστευτα
πολλές φορές να τα πιστεύουν·
μα έρχουνται οι μέρες οι κατοπινές
αλάθευτα να μαρτυρήσουν την αλήθεια.
35Για τους θεούς ταιριάζει ο άνθρωπος
όλο καλά να λέει, γιατ᾽ έτσι
πιο λίγος θα ᾽ναι ο κίντυνος.
Γιε του Ταντάλου, μα για σένα εγώ θα πω
τα ενάντια από τους πριν: πώς όταν
προσκάλεσε ο πατέρας σου στο Σίπυλο
σ᾽ ευσεβέστατο δείπνο τους θεούς
το φίλεμά τους αντιμεύοντας κι αυτός,
40σ᾽ άρπαξε τότε ο Λαμπροτρίαινος

από τον έρωτά σου δαμασμένος [αντ. β]
κι απάνω στα χρυσά του αλόγατα σ᾽ ανέβασε
στα ουράνια δώματα του ύψιστου Δία,
όπου και γι᾽ αυτόν ήρθε σ᾽ υστερότερους καιρούς
45για το ίδιο χρέος κι ο Γανυμήδης.
Κι έτσι ως καθώς έγινες άφαντος
και πίσω στη μητέρα σου δε σ᾽ έφεραν,
όσο και να σε γύρεψαν παντού,
είπ᾽ ευτύς κάποιος απ᾽ τους φτονερούς
κρυφά γειτόνους, πως μες σε νερό που κόχλαζε
σε δυνατή φωτιά σε κόψανε
λιανίζοντας τα μέλη με μαχαίρι
50και στα στερνά μεράσαν στα τραπέζια ολόγυρα
και φάγανε τα κρέατά σου.

Μα εγώ, δεν είναι τρόπος για να πω [επωδ. β]
κανέν᾽ απ᾽ τους θεούς λιμάρη·
μακριά από με! κέρδος αζήλευτο
τους βλάστημους συχνά τους περιμένει.
Αν κάποιο απ᾽ τους θνητούς τιμήσανε
55οι κύριοι του Ολύμπου, ήταν ο Τάνταλος αυτός·
μα όμως δεν το δυνάστηκε
την τόση του ευτυχία να χωνέψει
κι απ᾽ την αχορταγιά του έσυρ᾽ απάνω του
συμφορά δίχως γλιτωμό,
το βράχο εκείνο τον τρανό,
που απάνωθέ του κρέμασε ο Δίας πατέρας,
κι όλο την έγνοια του έχοντας
πώς να τον αποφύγει απ᾽ το κεφάλι του,
μακριά από τη χαρά πλανιέται.