Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (23.310-23.372)


310Ἄρξατο δ᾽ ὡς πρῶτον Κίκονας δάμασ᾽, αὐτὰρ ἔπειτα
ἦλθεν Λωτοφάγων ἀνδρῶν πίειραν ἄρουραν·
ἠδ᾽ ὅσα Κύκλωψ ἔρξε, καὶ ὡς ἀπετίσατο ποινὴν
ἰφθίμων ἑτάρων, οὓς ἤσθιεν οὐδ᾽ ἐλέαιρεν·
ἠδ᾽ ὡς Αἴολον ἵκεθ᾽, ὅ μιν πρόφρων ὑπέδεκτο
315 καὶ πέμπ᾽, οὐδέ πω αἶσα φίλην ἐς πατρίδ᾽ ἱκέσθαι
ἤην, ἀλλά μιν αὖτις ἀναρπάξασα θύελλα
πόντον ἐπ᾽ ἰχθυόεντα φέρεν βαρέα στενάχοντα·
ἠδ᾽ ὡς Τηλέπυλον Λαιστρυγονίην ἀφίκανεν,
οἳ νῆάς τ᾽ ὄλεσαν καὶ ἐϋκνήμιδας ἑταίρους
320 πάντας· Ὀδυσσεὺς δ᾽ οἶος ὑπέκφυγε νηῒ μελαίνῃ.
καὶ Κίρκης κατέλεξε δόλον πολυμηχανίην τε,
ἠδ᾽ ὡς εἰς Ἀΐδεω δόμον ἤλυθεν εὐρώεντα,
ψυχῇ χρησόμενος Θηβαίου Τειρεσίαο,
νηῒ πολυκλήϊδι, καὶ ἔσιδε πάντας ἑταίρους
325 μητέρα θ᾽, ἥ μιν ἔτικτε καὶ ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα·
ἠδ᾽ ὡς Σειρήνων ἁδινάων φθόγγον ἄκουσεν,
ὥς θ᾽ ἵκετο Πλαγκτὰς πέτρας δεινήν τε Χάρυβδιν
Σκύλλην θ᾽, ἣν οὔ πώ ποτ᾽ ἀκήριοι ἄνδρες ἄλυξαν·
ἠδ᾽ ὡς Ἠελίοιο βόας κατέπεφνον ἑταῖροι·
330 ἠδ᾽ ὡς νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κεραυνῷ
Ζεὺς ὑψιβρεμέτης, ἀπὸ δ᾽ ἔφθιθεν ἐσθλοὶ ἑταῖροι
πάντες ὁμῶς, αὐτὸς δὲ κακὰς ὑπὸ κῆρας ἄλυξεν·
ὥς θ᾽ ἵκετ᾽ Ὠγυγίην νῆσον νύμφην τε Καλυψώ,
ἣ δή μιν κατέρυκε λιλαιομένη πόσιν εἶναι
335 ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι, καὶ ἔτρεφεν ἠδὲ ἔφασκε
θήσειν ἀθάνατον καὶ ἀγήρων ἤματα πάντα·
ἀλλὰ τοῦ οὔ ποτε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθεν·
ἠδ᾽ ὡς ἐς Φαίηκας ἀφίκετο πολλὰ μογήσας,
οἳ δή μιν περὶ κῆρι θεὸν ὣς τιμήσαντο
340 καὶ πέμψαν σὺν νηῒ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν,
χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσθῆτά τε δόντες.
τοῦτ᾽ ἄρα δεύτατον εἶπεν ἔπος, ὅτε οἱ γλυκὺς ὕπνος
λυσιμελὴς ἐπόρουσε, λύων μελεδήματα θυμοῦ.
Ἡ δ᾽ αὖτ᾽ ἄλλ᾽ ἐνόησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
345 ὁππότε δή ῥ᾽ Ὀδυσῆα ἐέλπετο ὃν κατὰ θυμὸν
εὐνῆς ἧς ἀλόχου ταρπήμεναι ἠδὲ καὶ ὕπνου,
αὐτίκ᾽ ἀπ᾽ Ὠκεανοῦ χρυσόθρονον ἠριγένειαν
ὦρσεν, ἵν᾽ ἀνθρώποισι φόως φέροι· ὦρτο δ᾽ Ὀδυσσεὺς
εὐνῆς ἐκ μαλακῆς, ἀλόχῳ δ᾽ ἐπὶ μῦθον ἔτελλεν·
350 «ὦ γύναι, ἤδη μὲν πολέων κεκορήμεθ᾽ ἀέθλων
ἀμφοτέρω, σὺ μὲν ἐνθάδ᾽ ἐμὸν πολυκηδέα νόστον
κλαίουσ᾽· αὐτὰρ ἐμὲ Ζεὺς ἄλγεσι καὶ θεοὶ ἄλλοι
ἱέμενον πεδάασκον ἐμῆς ἀπὸ πατρίδος αἴης.
νῦν δ᾽ ἐπεὶ ἀμφοτέρω πολυήρατον ἱκόμεθ᾽ εὐνήν,
355 κτήματα μὲν τά μοί ἐστι κομιζέμεν ἐν μεγάροισι,
μῆλα δ᾽ ἅ μοι μνηστῆρες ὑπερφίαλοι κατέκειραν,
πολλὰ μὲν αὐτὸς ἐγὼ ληΐσσομαι, ἄλλα δ᾽ Ἀχαιοὶ
δώσουσ᾽, εἰς ὅ κε πάντας ἐνιπλήσωσιν ἐπαύλους.
ἀλλ᾽ ἦ τοι μὲν ἐγὼ πολυδένδρεον ἀγρὸν ἔπειμι,
360 ὀψόμενος πατέρ᾽ ἐσθλόν, ὅ μοι πυκινῶς ἀκάχηται·
σοὶ δέ, γύναι, τάδ᾽ ἐπιτέλλω πινυτῇ περ ἐούσῃ·
αὐτίκα γὰρ φάτις εἶσιν ἅμ᾽ ἠελίῳ ἀνιόντι
ἀνδρῶν μνηστήρων, οὓς ἔκτανον ἐν μεγάροισιν·
εἰς ὑπερῷ᾽ ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶν
365 ἧσθαι, μηδέ τινα προτιόσσεο μηδ᾽ ἐρέεινε.»
Ἦ ῥα καὶ ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἐδύσετο τεύχεα καλά,
ὦρσε δὲ Τηλέμαχον καὶ βουκόλον ἠδὲ συβώτην,
πάντας δ᾽ ἔντε᾽ ἄνωγεν ἀρήϊα χερσὶν ἑλέσθαι.
οἱ δέ οἱ οὐκ ἀπίθησαν, ἐθωρήσσοντο δὲ χαλκῷ,
370 ὤϊξαν δὲ θύρας, ἐκ δ᾽ ἤϊον· ἄρχε δ᾽ Ὀδυσσεύς.
ἤδη μὲν φάος ἦεν ἐπὶ χθόνα, τοὺς δ᾽ ἄρ᾽ Ἀθήνη
νυκτὶ κατακρύψασα θοῶς ἐξῆγε πόληος.


310Άρχισε με τους Κίκονες και πώς τους δάμασε, μετά
πώς βρέθηκε στα εύφορα χώματα των Λωτοφάγων, όσα του κόστισε
ο Κύκλωπας, ότι τον εκδικήθηκε για τους γενναίους συντρόφους
που αλύπητα τους έφαγε, πώς άραξε και στο νησί
του Αιόλου κι εκείνος φιλικά τον δέχτηκε, καλά τον ξεπροβόδισε,
αλλά δεν ήτανε της μοίρας του να φτάσει ακόμη
στη γλυκιά πατρίδα — τον βρήκε και τον άρπαξε άγρια θύελλα,
που τον παρέσυρε ξανά στην ανοιχτή ψαρίσια θάλασσα·
μετά πώς έφτασε στους Λαιστρυγόνες, σ᾽ αυτούς που αφάνισαν
όλα του τα καράβια και τους γενναίους συντρόφους —
320μόνος ο Οδυσσέας γλίτωσε στο μελανό καράβι του·
της είπε και τον πολυμήχανο δόλο της Κίρκης, το πώς κατέβηκε
μ᾽ ένα γερό σκαρί στ᾽ αραχνιασμένα δώματα του Άδη, χρησμό να πάρει
απ᾽ του θηβαίου Τειρεσία την ψυχή, και πώς εκεί είδαν τα μάτια του
όλους τους συμπολεμιστές της Τροίας, κι ακόμη
τη μάνα που τον γέννησε κι από μωρό τον έκανε άντρα·
πώς άκουσε και των οξύφωνων Σειρήνων το τραγούδι, κι ύστερα πέρασε
τις Πέτρες τις Πλαγκτές, φτάνοντας και στις φοβερές Σκύλλα και Χάρυβδη,
όπου κανείς ποτέ δεν γλίτωσε· μετά πώς οι εταίροι
έσφαξαν του Ήλιου τα γελάδια, και τότε
330ο Δίας, που ψηλά βροντά, σύντριψε με το φλογερό του αστροπελέκι
το γρήγορο καράβι, και τότε πια όλοι οι λαμπροί του σύντροφοι
βούλιαξαν στον χαμό — ο ίδιος μόνο ξέφυγε τη μοίρα του θανάτου·
πώς έτσι βρέθηκε στης Ωγυγίας το νησί, στης νύμφης Καλυψώς,
που τον κατακρατούσε, θέλοντας να τον έχει ταίρι της,
σε θολωτές σπηλιές, τον έτρεφε κι έδινε την υπόσχεση
πως θα τον κάνει αθάνατο κι αγέραστο για πάντα,
όμως δεν μπόρεσε ποτέ να πείσει και ν᾽ αλλάξει
της ψυχής το φρόνημα·
τέλος πώς έφτασε στους Φαίακες, μετά από πάθη αμέτρητα,
που εγκάρδια σαν θεό τον τίμησαν, κι αυτοί τον έστειλαν
340μ᾽ ένα καράβι τους στην πατρική του γη, αφού πρώτα τον γέμισαν
με δώρα — χαλκό, μαλάματα και ρούχα.
Ήταν αυτή η τελευταία του λέξη, καθώς ύπνος γλυκύς,
λυσιμελής τον έπιασε, κι έλυσε τις φροντίδες της ψυχής του.
Τότε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, άλλα λογάριασε·
όταν φαντάστηκε πως χάρηκε ο Οδυσσέας και χόρτασε
ύπνο και έρωτα με τη γυναίκα του,
σήκωσε αμέσως τη χρυσόθρονη εωθινή Αυγή απ᾽ τα νερά του Ωκεανού,
το φως να φέρει στους ανθρώπους. Κι ευθύς ανασηκώθηκε
από τη μαλακή του κλίνη ο Οδυσσέας και μίλησε στην Πηνελόπη:
350«Γυναίκα, κορεστήκαμε κι οι δυο συνομιλώντας για πολλούς
αγώνες· εσύ εδώ, θρηνώντας τον πολύπαθό μου νόστο, κι εγώ
το πώς ο Δίας κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί, με πόνο και με βάσανα,
μακριά με κράτησαν από το χώμα της πατρίδας μου
που τόσο επιθυμούσα.
Τώρα που πια στην πολυπόθητή μας κλίνη σμίξαμε,
φρόντισε εσύ το βιος που απόμεινε μες στο παλάτι.
Κι όσα κοπάδια ρήμαξαν οι αλαζονικοί μνηστήρες,
τα πιο πολλά μόνος εγώ και με τη βία τ᾽ αρπάζω, τα υπόλοιπα
οι Αχαιοί θα τ᾽ αποδώσουν, ώσπου ξανά όλες οι μάντρες να γεμίσουν.
Στο μεταξύ πρέπει να βγω πηγαίνοντας στο χτήμα το πολύδεντρο,
να δω τον τιμημένο μου πατέρα, που τόσο τον εμάρανε
360ο πόνος του για μένα.
Σ᾽ εσένα τούτο ακόμη παραγγέλλω, γυναίκα λογική και φρόνιμη·
μόλις ο ήλιος ανατείλει και τότε η φήμη θα απλωθεί για τους μνηστήρες,
που τους θανάτωσα εγώ σ᾽ αυτά τα δώματα,
ανέβα αμέσως στον γυναικωνίτη, μόνη με τις γυναίκες που σε παραστέκουν,
και μείνε εκεί — μη δεις κανέναν και κανένα μη ρωτήσεις.»
Έτσι μιλώντας, πέρασε στους ώμους τη λαμπρή του αρματωσιά,
ξεσήκωσε και τον Τηλέμαχο, με τον χοιροβοσκό μαζί και τον βουκόλο,
δίνοντας εντολή στα χέρια τους να πιάσουν σύνεργα της μάχης —
εκείνοι υπάκουσαν κι οπλίστηκαν με τον χαλκό.
370Μετά τις πόρτες άνοιξαν και βγήκαν —ο Οδυσσέας πρώτος.
Άπλωνε πια το φως του ο ήλιος πάνω στη γη, όταν η Αθηνά
τους έκρυψε στο τελευταίο σκοτάδι, κι έτσι γοργά τους πέρασε
από την πόλη έξω.