Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Εὐμενίδες (368-396)


― δόξαι δ᾽ ἀνδρῶν καὶ μάλ᾽ ὑπ᾽ αἰθέρι σεμναὶ [στρ. γ]
τακόμεναι κατὰ γᾶς μινύθουσιν ἄτιμοι
370 ἁμετέραις ἐφόδοις μελανείμοσιν, ὀρχη-
σμοῖς τ᾽ ἐπιφθόνοις ποδός.
― μάλα γὰρ οὖν ἁλομένα [ἐφύμν. γ]
ἀνέκαθεν βαρυπετῆ
καταφέρω ποδὸς ἀκμάν,
375 σφαλερὰ ‹καὶ› τανυδρόμοις
κῶλα, δύσφορον ἄταν.

― πίπτων δ᾽ οὐκ οἶδεν τόδ᾽ ὑπ᾽ ἄφρονι λύμᾳ· [ἀντ. γ]
τοῖον ἐπὶ κνέφας ἀνδρὶ μύσους πεπόταται,
καὶ δνοφεράν τιν᾽ ἀχλὺν κατὰ δώματος αὐδᾶ-
ται πολύστονος φάτις.
‹― μάλα γὰρ οὖν ἁλομένα [ἐφύμν. γ]
ἀνέκαθεν βαρυπετῆ
καταφέρω ποδὸς ἀκμάν,
σφαλερὰ καὶ τανυδρόμοις
380 κῶλα, δύσφορον ἄταν.›

― μένει γάρ· εὐμήχανοι [στρ. δ]
δὲ καὶ τέλειοι κακῶν
τε μνήμονες, σεμναὶ
καὶ δυσπαρήγοροι βροτοῖς,
385 ἄτιμ᾽ ἀτίετα διόμεναι
λάχη θεῶν διχοστατοῦντ᾽
ἀνηλίῳ λάμπᾳ,
δυσοδοπαίπαλα δερκομένοισι
καὶ δυσομμάτοις ὁμῶς.

τίς οὖν τάδ᾽ οὐχ ἅζεταί [ἀντ. δ]
390 τε καὶ δέδοικεν βροτῶν,
ἐμοῦ κλύων θεσμὸν
τὸν μοιρόκραντον ἐκ θεῶν
δοθέντα τέλεον; ἔτι δέ μοι
‹μένει› γέρας παλαιόν, οὐδ᾽
ἀτιμίας κύρω,
395 καίπερ ὑπὸ χθόνα τάξιν ἔχουσα
καὶ δυσήλιον κνέφας.


370Δόξες ανθρώπων κι αν φτάνουν περήφανες ίσα με τ᾽ άστρα
καταγής ρεύουν κι ατίμητες σβήνουν,
όταν σ᾽ άγριο βαλθούνε τα πόδια μας χορό.
— Γιατί με φόρα πηδώντας
από ψηλά κατεβάζω
βαρύ το πόδι, όπου πέσει
και παρ᾽ τον κάτω που τρέχει,
τρομάρα του! να μου γλιτώσει.

Πέφτει χωρίς να το νιώθει, στου νου του την άγνωμη βλάβη·
τέτοια το κρίμα στα μάτια του τύφλωση ρίχτει·
όμως σκιαχτά ψιθυρίζουν που βλέπουν οι άλλοι
380θολή να του ζώνει το σπίτι καταχνιά.
— Γιατί πηδώντας με φόρα
από ψηλά κατεβάζω
βαρύ το πόδι, όπου πέσει
και πάρ᾽ τον κάτω που τρέχει,
τρομάρα του! να μου γλιτώσει.

Κι έτσι για πάντα· πολυσόφιστες,
τελειωτικές, δεν το ξεχνούμε
ποτέ μας το κακό κι ανεξιλέωτες
σ᾽ ανθρώπων παρακάλια δε λυγούμε.
Το καταφρονεμένο μας
κι ατίμητον αξίωμα κυβερνούμε
μακριά από τους θεούς, στ᾽ ασβολερά
κι ανήλιαγα λημέρια, που ποτέ του
δε θα τα σμίξει πόδι ή ζωντανού
ή πεθαμένου.

Ποιός άνθρωπος λοιπόν θενα βρεθεί
390ν᾽ ακούσει δίχως σεβασμό και τρόμο
αυτόν, που οι Μοίρες μού αποφάσισαν
κι επικυρώσανε οι θεοί, το Νόμο;
Κλήρος ιερός μου ορίστηκε
σ᾽ εμένα απ᾽ τα παμπάλαια τα χρόνια
κι ουδέ πως μ᾽ απολείπουνε τιμές
μ᾽ όλο που η θέση μου στα αιώνια
σκοτάδια έχει ταχθεί, βαθιά στης γης
τα καταχθόνια.