Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις (1089-1122)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


ΧΟ. ὄρνις, ἃ παρὰ πετρίνας [στρ. α]
1090πόντου δειράδας, ἀλκυών,
ἔλεγον οἶτον ἀείδεις,
εὐξύνετον ξυνετοῖσι βοάν,
ὅτι πόσιν κελαδεῖς ἀεὶ μολπαῖς,
ἐγώ σοι παραβάλλομαι
1095θρήνους, ἄπτερος ὄρνις,
ποθοῦσ᾽ Ἑλλάνων ἀγόρους,
ποθοῦσ᾽ Ἄρτεμιν λοχίαν,
ἃ παρὰ Κύνθιον ὄχθον οἰ-
κεῖ φοίνικά θ᾽ ἁβροκόμαν
1100δάφναν τ᾽ εὐερνέα καὶ
γλαυκᾶς θαλλὸν ἱρὸν ἐλαί-
ας,Λατοῦς ὠδῖνα φίλαν,
λίμναν θ᾽ εἱλίσσουσαν ὕδωρ
κύκλιον, ἔνθα κύκνος μελῳ-
1105δὸς Μούσας θεραπεύει.

ὦ πολλαὶ δακρύων λιβάδες, [ἀντ. α]
αἳ παρηίδας εἰς ἐμὰς
ἔπεσον, ἁνίκα πύργων
ὀλομένων ἐν ναυσὶν ἔβαν
1110πολεμίων ἐρετμοῖσι καὶ λόγχαις.
ζαχρύσου δὲ δι᾽ ἐμπολᾶς
νόστον βάρβαρον ἦλθον,
ἔνθα τᾶς ἐλαφοκτόνου
θεᾶς ἀμφίπολον κόραν
1115παῖδ᾽ Ἀγαμεμνονίαν λατρεύ-
ω βωμούς τ᾽ οὐ μηλοθύτας,
ζηλοῦσ᾽ ἄταν διὰ παν-
τὸς δυσδαίμον᾽· ἐν γὰρ ἀνάγ-
καις οὐ κάμνει σύντροφος ὤν.
1120μεταβάλλει δυσδαιμονίᾳ·
τὸ δὲ μετ᾽ εὐτυχίας κακοῦ-
σθαι θνατοῖς βαρὺς αἰών.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Αλκυόνα!
1090Ω εσύ πουλί, που ένα γύρο στους βράχους της θάλασσας
λες το τραγούδι της μαύρης σου μοίρας,
ευκολονόητη λαλιά στους σοφούς, που κατέχουν
πως κελαηδάς ολοένα το ταίρι σου,
σου παραβγαίνω στους θρήνους, πουλί
άφτερο εγώ·
τα ελληνικά νοσταλγώ πανηγύρια,
την ξεγεννήτρα την Άρτεμη,
που έχει στον Κύνθο κοντά το ιερό της·
δίπλα είν᾽ εκεί η φοινικιά με το πλούσιο της φύλλωμα,
1100είν᾽ η ωριοβλάσταρη δάφνη,
είναι η ελιά η γλαυκοπράσινη, φυτό ιερό,
μνήμες γλυκιές της Λητώς απ᾽ τις ώρες της γέννας της·
είναι κι η λίμνη που πάνε τροχός τα νερά της·
μελωδικός
είν᾽ ένας κύκνος εκεί, των Μουσών υπηρέτης.

Ω τί δάκρυα,
δάκρυα ποτάμια που μου ᾽βρεξαν τότε τα μάγουλα,
όταν πάρθηκαν της πόλης μου οι πύργοι
1110κι έφυγα μες στα καράβια του εχθρού, με τις λόγχες
και τα κουπιά. Για χρυσάφι με πούλησαν,
και, αγορασμένη, σε χώρα ηρθα δω
βαρβαρική,
όπου της θεάς, των λαφιών της σαϊτεύτρας,
υπηρετώ την ιέρεια,
του βασιλιά του Αγαμέμνονα κόρη,
και τους βωμούς που δε σφάζουνε πάνω τους πρόβατα·
κάλλιο να μου ᾽δινε η μοίρα
τη δυστυχία να την είχα από πάντα· βαστάς,
όταν η ζωή σου περνά αποξαρχής μες στα βάσανα.
1120Πραγματική συμφορά η αλλαγή ᾽ναι της τύχης·
είναι βαρύ
από χαρούμενες μέρες να πέφτεις σε λύπες.