Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (7.5.1-7.5.16)

[7.5.1] Ὑπερβάλλουσι δὲ πρὸς τοὺς ὑπὲρ Βυζαντίου Θρᾷκας εἰς τὸ Δέλτα καλούμενον· αὕτη δ᾽ ἦν οὐκέτι ἀρχὴ Μαισάδου, ἀλλὰ Τήρους τοῦ Ὀδρύσου [ἀρχαίου τινός]. [7.5.2] καὶ ὁ Ἡρακλείδης ἐνταῦθα ἔχων τὴν τιμὴν τῆς λείας παρῆν. καὶ Σεύθης ἐξαγαγὼν ζεύγη ἡμιονικὰ τρία (οὐ γὰρ ἦν πλείω), τὰ δ᾽ ἄλλα βοεικά, καλέσας Ξενοφῶντα ἐκέλευε λαβεῖν, τὰ δ᾽ ἄλλα διανεῖμαι τοῖς στρατηγοῖς καὶ λοχαγοῖς. [7.5.3] Ξενοφῶν δὲ εἶπεν· Ἐμοὶ τοίνυν ἀρκεῖ καὶ αὖθις λαβεῖν· τούτοις δὲ τοῖς στρατηγοῖς δωροῦ οἳ σὺν ἐμοὶ ἠκολούθησαν καὶ λοχαγοῖς. [7.5.4] καὶ τῶν ζευγῶν λαμβάνει ἓν μὲν Τιμασίων ὁ Δαρδανεύς, ἓν δὲ Κλεάνωρ ὁ Ὀρχομένιος, ἓν δὲ Φρυνίσκος ὁ Ἀχαιός· τὰ δὲ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη. τὸν δὲ μισθὸν ἀποδίδωσιν ἐξεληλυθότος ἤδη τοῦ μηνὸς εἴκοσι μόνον ἡμερῶν· ὁ γὰρ Ἡρακλείδης ἔλεγεν ὅτι οὐ πλέον ἐμπολήσαι. [7.5.5] ὁ οὖν Ξενοφῶν ἀχθεσθεὶς εἶπεν ἐπομόσας· Δοκεῖς μοι, ὦ Ἡρακλείδη, οὐχ ὡς δεῖ κήδεσθαι Σεύθου· εἰ γὰρ ἐκήδου, ἧκες ἂν φέρων πλήρη τὸν μισθὸν καὶ προσδανεισάμενος, εἰ μὴ ἄλλως ἐδύνω, καὶ ἀποδόμενος τὰ σαυτοῦ ἱμάτια.
[7.5.6] Ἐντεῦθεν ὁ Ἡρακλείδης ἠχθέσθη τε καὶ ἔδεισε μὴ ἐκ τῆς Σεύθου φιλίας ἐκβληθείη, καὶ ὅ τι ἐδύνατο ἀπὸ ταύτης τῆς ἡμέρας Ξενοφῶντα διέβαλλε πρὸς Σεύθην. [7.5.7] οἱ μὲν δὴ στρατιῶται Ξενοφῶντι ἐνεκάλουν ὅτι οὐκ εἶχον τὸν μισθόν· Σεύθης δὲ ἤχθετο αὐτῷ ὅτι ἐντόνως τοῖς στρατιώταις ἀπῄτει τὸν μισθόν. [7.5.8] καὶ τέως μὲν αἰεὶ ἐμέμνητο ὡς, ἐπειδὰν ἐπὶ θάλατταν ἀπέλθῃ, παραδώσει αὐτῷ Βισάνθην καὶ Γάνος καὶ Νέον τεῖχος· ἀπὸ δὲ τούτου τοῦ χρόνου οὐδενὸς ἔτι τούτων ἐμέμνητο. ὁ γὰρ Ἡρακλείδης καὶ τοῦτο διεβεβλήκει ὡς οὐκ ἀσφαλὲς εἴη τείχη παραδιδόναι ἀνδρὶ δύναμιν ἔχοντι.
[7.5.9] Ἐκ τούτου ὁ μὲν Ξενοφῶν ἐβουλεύετο τί χρὴ ποιεῖν περὶ τοῦ ἔτι ἄνω στρατεύεσθαι· ὁ δ᾽ Ἡρακλείδης εἰσαγαγὼν τοὺς ἄλλους στρατηγοὺς πρὸς Σεύθην λέγειν τε ἐκέλευεν αὐτοὺς ὅτι οὐδὲν ἂν ἧττον σφεῖς ἀγάγοιεν τὴν στρατιὰν ἢ Ξενοφῶν, τόν τε μισθὸν ὑπισχνεῖτο αὐτοῖς ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν ἔκπλεων παρέσεσθαι δυοῖν μηνοῖν, καὶ συστρατεύεσθαι ἐκέλευε. [7.5.10] καὶ ὁ Τιμασίων εἶπεν· Ἐγὼ μὲν τοίνυν οὐδ᾽ ἂν πέντε μηνῶν μισθὸς μέλλῃ εἶναι στρατευσαίμην ἂν ἄνευ Ξενοφῶντος. καὶ ὁ Φρυνίσκος καὶ ὁ Κλεάνωρ συνωμολόγουν τῷ Τιμασίωνι. [7.5.11] ἐντεῦθεν ὁ Σεύθης ἐλοιδόρει τὸν Ἡρακλείδην ὅτι οὐ παρεκάλει καὶ Ξενοφῶντα. ἐκ δὲ τούτου παρακαλοῦσιν αὐτὸν μόνον. ὁ δὲ γνοὺς τοῦ Ἡρακλείδου τὴν πανουργίαν ὅτι βούλοιτο αὐτὸν διαβάλλειν πρὸς τοὺς ἄλλους στρατηγούς, παρέρχεται λαβὼν τούς τε στρατηγοὺς πάντας καὶ τοὺς λοχαγούς. [7.5.12] καὶ ἐπεὶ πάντες ἐπείσθησαν, συνεστρατεύοντο καὶ ἀφικνοῦνται ἐν δεξιᾷ ἔχοντες τὸν Πόντον διὰ τῶν Μελινοφάγων καλουμένων Θρᾳκῶν εἰς τὸν Σαλμυδησσόν. ἔνθα τῶν εἰς τὸν Πόντον πλεουσῶν νεῶν πολλαὶ ὀκέλλουσι καὶ ἐκπίπτουσι· τέναγος γάρ ἐστιν ἐπὶ πάμπολυ τῆς θαλάττης. [7.5.13] καὶ Θρᾷκες οἱ κατὰ ταῦτα οἰκοῦντες στήλας ὁρισάμενοι τὰ καθ᾽ αὑτοὺς ἐκπίπτοντα ἕκαστοι λῄζονται· τέως δὲ ἔλεγον πρὶν ὁρίσασθαι ἁρπάζοντας πολλοὺς ὑπ᾽ ἀλλήλων ἀποθνῄσκειν. [7.5.14] ἐνταῦθα ηὑρίσκοντο πολλαὶ μὲν κλῖναι, πολλὰ δὲ κιβώτια, πολλαὶ δὲ βίβλοι γεγραμμέναι, καὶ τἆλλα πολλὰ ὅσα ἐν ξυλίνοις τεύχεσι ναύκληροι ἄγουσιν. ἐντεῦθεν ταῦτα καταστρεψάμενοι ἀπῇσαν πάλιν. [7.5.15] ἔνθα δὴ Σεύθης εἶχε στράτευμα ἤδη πλέον τοῦ Ἑλληνικοῦ· ἔκ τε γὰρ Ὀδρυσῶν πολὺ ἔτι πλείους κατεβεβήκεσαν καὶ οἱ αἰεὶ πειθόμενοι συνεστρατεύοντο. κατηυλίσθησαν δ᾽ ἐν τῷ πεδίῳ ὑπὲρ Σηλυμβρίας ὅσον τριάκοντα σταδίους ἀπέχοντες τῆς θαλάττης. [7.5.16] καὶ μισθὸς μὲν οὐδείς πω ἐφαίνετο· πρὸς δὲ τὸν Ξενοφῶντα οἵ τε στρατιῶται παγχαλέπως εἶχον ὅ τε Σεύθης οὐκέτι οἰκείως διέκειτο, ἀλλ᾽ ὁπότε συγγενέσθαι αὐτῷ βουλόμενος ἔλθοι, πολλαὶ ἤδη ἀσχολίαι ἐφαίνοντο.

[7.5.1] Ύστερα ο στρατός περνάει τα βουνά και φτάνει στους Θράκες που κατοικούν πάνω από το Βυζάντιο, σε μια περιοχή που ονομάζεται Δέλτα. Αυτή η χώρα δεν ανήκε πια στο Μαισάδη, παρά στον Τήρη, που ήταν Οδρύσης. [7.5.2] Εδώ ήρθε κι ο Ηρακλείδης, με τα χρήματα από το ξεπούλημα των λαφύρων. Τότε ο Σεύθης έφερε τρία αμάξια που τα έσερναν μουλάρια, γιατί δεν είχε περισσότερα, κι άλλα που τα έσερναν βόδια, φώναξε τον Ξενοφώντα και του είπε να διαλέξει για τον εαυτό του, και τα υπόλοιπα να τα μοιράσει στους στρατηγούς και στους λοχαγούς. [7.5.3] Ο Ξενοφώντας όμως είπε: «Έμενα το ίδιο μου κάνει, αν πάρω άλλη φορά. Τώρα χάρισέ τα στους στρατηγούς και στους λοχαγούς που με ακολούθησαν». [7.5.4] Έτσι ένα από τα αμάξια παίρνει ο Τιμασίωνας που καταγόταν από τη Δάρδανο, ένα ο Κλεάνορας ο Ορχομένιος και το τρίτο ο Φρυνίσκος ο Αχαιός. Τα άλλα, που σέρνονταν από βόδια, τα μοίρασε στους λοχαγούς. Μισθό τούς πλήρωσε μονάχα για είκοσι μέρες, ενώ είχε περάσει ένας μήνας. Γιατί ο Ηρακλείδης είπε πως δεν είχε κερδίσει περισσότερα από το πούλημα των λαφύρων. [7.5.5] Τότε ο Ξενοφώντας αγανάκτησε και είπε με όρκο: «Μου φαίνεται, Ηρακλείδη, πως δεν νοιάζεσαι όσο πρέπει για το Σεύθη. Αν φρόντιζες γι᾽ αυτόν, θα ερχόσουν και θα έφερνες ολόκληρο το μισθό. Κι αν δεν μπορούσες με άλλο τρόπο να βρεις χρήματα, έπρεπε να δανειστείς ή να πουλήσεις ακόμα και τα ρούχα σου».
[7.5.6] Στενοχωρέθηκε απ᾽ αυτά ο Ηρακλείδης και φοβήθηκε μη χάσει τη φιλία του Σεύθη. Γι᾽ αυτό από κείνη την ημέρα άρχισε να του συκοφαντεί τον Ξενοφώντα, όσο μπορούσε. [7.5.7] Έτσι από τη μια οι στρατιώτες κατηγορούσαν τον Ξενοφώντα, επειδή δεν έπαιρναν μισθό, κι από την άλλη ο Σεύθης ήταν οργισμένος μαζί του, γιατί του ζητούσε επίμονα χρήματα για να πληρώσει. [7.5.8] Και ως τότε του υπενθύμιζε πάντα πως θα του δώσει τη Βισάνθη και το Γάνος και το Νέο Τείχος, μόλις φτάσει στη θάλασσα. Από τη στιγμή όμως εκείνη έπαψε πια να του κάνει λόγο γι᾽ αυτά. Γιατί ο Ηρακλείδης τον έκαμε να πιστέψει με τις διαβολές του, πως ήταν επικίνδυνο να παραδώσει τοποθεσίες οχυρωμένες σε άνθρωπο που είχε στρατό.
[7.5.9] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά, ο Ξενοφώντας άρχισε να σκέφτεται τί πρέπει να κάνει από δω κι εμπρός, σχετικά με την εκστρατεία στο εσωτερικό της χώρας. Μα ο Ηρακλείδης παρουσίασε στο Σεύθη τους άλλους στρατηγούς και τους συμβούλεψε να του πουν πως κι αυτοί μπορούν να οδηγήσουν το στρατό εξίσου καλά με τον Ξενοφώντα. Τους υποσχέθηκε μάλιστα πως μέσα σε λίγες μέρες θα τους δώσει συνολικά μισθό για δυο μήνες και τους παρακινούσε να εκστρατέψουν μαζί με το Σεύθη. [7.5.10] Αλλά ο Τιμασίωνας είπε: «Εγώ δεν μπορώ να πάω σε πόλεμο χωρίς τον Ξενοφώντα, κι αν ακόμα πρόκειται να πάρω μισθό για πέντε μήνες». Με τον Τιμασίωνα συμφώνησαν και ο Φρυνίσκος κι ο Κλεάνορας. [7.5.11] Τότε ο Σεύθης τα έβαζε με τον Ηρακλείδη, που δεν προσκάλεσε και τον Ξενοφώντα. Γι᾽ αυτό τώρα καλούν μονάχα εκείνον. Ο Ξενοφώντας όμως κατάλαβε την πανουργία του Ηρακλείδη, πως προσπαθούσε δηλαδή να τον συκοφαντήσει στους άλλους στρατηγούς, και γι᾽ αυτό παρουσιάζεται μαζί με όλους τους στρατηγούς και τους λοχαγούς.
[7.5.12] Τότε ο Σεύθης τούς κατάφερε όλους να εκστρατέψουν μαζί του και, έχοντας προς τα δεξιά τον Πόντο, προχωρούν μέσα από τη χώρα των Θρακών που ονομάζονται Μελινοφάγοι και φτάνουν στη Σαλμυδησσό. Σ᾽ αυτό το σημείο πολλά καράβια από κείνα που ταξιδεύουν στον Εύξεινο Πόντο πέφτουν στη στεριά και ναυαγούν. Γιατί τα νερά της θάλασσας είναι ρηχά σε μεγάλη έκταση. [7.5.13] Κι οι Θράκες που κατοικούν σ᾽ αυτά τα μέρη χωρίζουν με ορόσημα τον τόπο, και λεηλατεί ο καθένας τα πλοία που ναυαγούν στην περιοχή του. Προτού να βάλουν αυτά τα ορόσημα, καθώς έλεγαν, πολλοί σκοτώνονταν αναμεταξύ τους την ώρα της λεηλασίας.
[7.5.14] Εδώ βρίσκονταν πολλά κρεβάτια, κιβώτια, χειρόγραφα, και όλα τ᾽ άλλα που μεταφέρουν οι καραβοκύρηδες μέσα σε ξύλινα κασόνια. Από κει λοιπόν, ύστερ᾽ από την υποταγή της περιοχής αυτής, γύρισαν πίσω.
[7.5.15] Τότε πια ο Σεύθης είχε στρατό περισσότερο από τον ελληνικό. Γιατί και από τους Οδρύσες είχαν κατεβεί ακόμα πιο πολλοί, κι εκείνοι που υποτάσσονταν κάθε φορά τον ακολουθούσαν στις πολεμικές επιχειρήσεις. Τέλος στρατοπέδεψαν στον κάμπο που απλωνόταν πάνω από τη Σηλυβρία, ως τριάντα στάδια μακριά από τη θάλασσα. [7.5.16] Ο μισθός όμως δεν έλεγε ακόμα να φανεί. Όσο για τον Ξενοφώντα, και οι στρατιώτες ήταν οργισμένοι μαζί του και ο Σεύθης δεν του φερνόταν πια φιλικά. Όσες φορές μάλιστα ο Ξενοφώντας θέλησε να τον συναντήσει, έκανε πως είναι απασχολημένος.