Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (5.8.8-5.8.26)

[5.8.8] Ἀνὴρ κατελείπετο διὰ τὸ μηκέτι δύνασθαι πορεύεσθαι. καὶ ἐγὼ τὸν μὲν ἄνδρα τοσοῦτον ἐγίγνωσκον ὅτι εἷς ἡμῶν εἴη· ἠνάγκασα δὲ σὲ τοῦτον ἄγειν, ὡς μὴ ἀπόλοιτο· καὶ γάρ, ὡς ἐγὼ οἶμαι, πολέμιοι ἡμῖν ἐφείποντο. συνέφη τοῦτο ὁ ἄνθρωπος. [5.8.9] Οὐκοῦν, ἔφη ὁ Ξενοφῶν, ἐπεὶ προύπεμψά σε, καταλαμβάνω αὖθις σὺν τοῖς ὀπισθοφύλαξι προσιὼν βόθρον ὀρύττοντα ὡς κατορύξοντα τὸν ἄνθρωπον, καὶ ἐπιστὰς ἐπῄνουν σε. [5.8.10] ἐπεὶ δὲ παρεστηκότων ἡμῶν συνέκαμψε τὸ σκέλος ἁνήρ, ἀνέκραγον οἱ παρόντες ὅτι ζῇ ἁνήρ, σὺ δ᾽ εἶπας· Ὁπόσα γε βούλεται· ὡς ἔγωγε αὐτὸν οὐκ ἄξω. ἐνταῦθα ἔπαισά σε· ἀληθῆ λέγεις· ἔδοξας γάρ μοι εἰδότι ἐοικέναι ὅτι ἔζη. [5.8.11] Τί οὖν; ἔφη, ἧττόν τι ἀπέθανεν, ἐπεὶ ἐγώ σοι ἀπέδειξα αὐτόν; Καὶ γὰρ ἡμεῖς, ἔφη ὁ Ξενοφῶν, πάντες ἀποθανούμεθα· τούτου οὖν ἕνεκα ζῶντας ἡμᾶς δεῖ κατορυχθῆναι;
[5.8.12] Τοῦτον μὲν ἀνέκραγον ὡς ὀλίγας παίσειεν· ἄλλους δ᾽ ἐκέλευε λέγειν διὰ τί ἕκαστος ἐπλήγη. ἐπεὶ δὲ οὐκ ἀνίσταντο, αὐτὸς ἔλεγεν· [5.8.13] Ἐγώ, ὦ ἄνδρες, ὁμολογῶ παῖσαι δὴ ἄνδρας ἕνεκεν ἀταξίας ὅσοις σῴζεσθαι μὲν ἤρκει δι᾽ ὑμῶν ἐν τάξει τε ἰόντων καὶ μαχομένων ὅπου δέοι, αὐτοὶ δὲ λιπόντες τὰς τάξεις προθέοντες ἁρπάζειν ἤθελον καὶ ὑμῶν πλεονεκτεῖν. εἰ δὲ τοῦτο πάντες ἐποιοῦμεν, ἅπαντες ἂν ἀπωλόμεθα. [5.8.14] ἤδη δὲ καὶ μαλακιζόμενόν τινα καὶ οὐκ ἐθέλοντα ἀνίστασθαι ἀλλὰ προϊέμενον αὑτὸν τοῖς πολεμίοις καὶ ἔπαισα καὶ ἐβιασάμην πορεύεσθαι. ἐν γὰρ τῷ ἰσχυρῷ χειμῶνι καὶ αὐτός ποτε ἀναμένων τινὰς συσκευαζομένους καθεζόμενος συχνὸν χρόνον κατέμαθον ἀναστὰς μόλις κατὰ σκέλη ἐκτείνας. [5.8.15] ἐν ἐμαυτῷ οὖν πεῖραν λαβὼν ἐκ τούτου καὶ ἄλλον, ὁπότε ἴδοιμι καθήμενον καὶ βλακεύοντα, ἤλαυνον· τὸ γὰρ κινεῖσθαι καὶ ἀνδρίζεσθαι παρεῖχε θερμασίαν τινὰ καὶ ὑγρότητα, τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ τε ἀποπήγνυσθαι τὸ αἷμα καὶ τῷ ἀποσήπεσθαι τοὺς τῶν ποδῶν δακτύλους, ἅπερ πολλοὺς καὶ ὑμεῖς ἴστε παθόντας. [5.8.16] ἄλλον δέ γε ἴσως ἀπολειπόμενόν που διὰ ῥᾳστώνην καὶ κωλύοντα καὶ ὑμᾶς τοὺς πρόσθεν καὶ ἡμᾶς τοὺς ὄπισθεν πορεύεσθαι ἔπαισα πύξ, ὅπως μὴ λόγχῃ ὑπὸ τῶν πολεμίων παίοιτο. [5.8.17] καὶ γὰρ οὖν νῦν ἔξεστιν αὐτοῖς σωθεῖσιν, εἴ τι ὑπ᾽ ἐμοῦ ἔπαθον παρὰ τὸ δίκαιον, δίκην λαβεῖν. εἰ δ᾽ ἐπὶ τοῖς πολεμίοις ἐγένοντο, τί μέγα ἂν οὕτως ἔπαθον ὅτου δίκην ἂν ἠξίουν λαμβάνειν; [5.8.18] ἁπλοῦς μοι, ἔφη, ὁ λόγος· εἰ μὲν ἐπ᾽ ἀγαθῷ ἐκόλασά τινα, ἀξιῶ ὑπέχειν δίκην οἵαν καὶ γονεῖς υἱοῖς καὶ διδάσκαλοι παισί· καὶ γὰρ οἱ ἰατροὶ καίουσι καὶ τέμνουσιν ἐπ᾽ ἀγαθῷ· [5.8.19] εἰ δὲ ὕβρει νομίζετέ με ταῦτα πράττειν, ἐνθυμήθητε ὅτι νῦν ἐγὼ θαρρῶ σὺν τοῖς θεοῖς μᾶλλον ἢ τότε καὶ θρασύτερός εἰμι νῦν ἢ τότε καὶ οἶνον πλείω πίνω, ἀλλ᾽ ὅμως οὐδένα παίω· [5.8.20] ἐν εὐδίᾳ γὰρ ὁρῶ ὑμᾶς. ὅταν δὲ χειμὼν ᾖ καὶ θάλαττα μεγάλη ἐπιφέρηται, οὐχ ὁρᾶτε ὅτι καὶ νεύματος μόνον ἕνεκα χαλεπαίνει μὲν πρῳρεὺς τοῖς ἐν πρῴρᾳ, χαλεπαίνει δὲ κυβερνήτης τοῖς ἐν πρύμνῃ; ἱκανὰ γὰρ ἐν τῷ τοιούτῳ καὶ μικρὰ ἁμαρ τηθέντα πάντα συνεπιτρῖψαι. [5.8.21] ὅτι δὲ δικαίως ἔπαιον αὐτοὺς καὶ ὑμεῖς κατεδικάσατε· ἔχοντες ξίφη, οὐ ψήφους, παρέστατε, καὶ ἐξῆν ὑμῖν ἐπικουρεῖν αὐτοῖς, εἰ ἐβούλεσθε· ἀλλὰ μὰ Δία οὔτε τούτοις ἐπεκουρεῖτε οὔτε σὺν ἐμοὶ τὸν ἀτακτοῦντα ἐπαίετε. [5.8.22] τοιγαροῦν ἐξουσίαν ἐποιήσατε τοῖς κακοῖς αὐτῶν ὑβρίζειν ἐῶντες αὐτούς. οἶμαι γάρ, εἰ ἐθέλετε σκοπεῖν, τοὺς αὐτοὺς εὑρήσετε καὶ τότε κακίστους καὶ νῦν ὑβριστοτάτους. [5.8.23] Βοΐσκος γοῦν ὁ πύκτης ὁ Θετταλὸς τότε μὲν διεμάχετο ὡς κάμνων ἀσπίδα μὴ φέρειν, νῦν δέ, ὡς ἀκούω, Κοτυωριτῶν πολλοὺς ἤδη ἀποδέδυκεν. [5.8.24] ἢν οὖν σωφρονῆτε, τοῦτον τἀναντία ποιήσετε ἢ τοὺς κύνας ποιοῦσι· τοὺς μὲν γὰρ κύνας τοὺς χαλεποὺς τὰς μὲν ἡμέρας διδέασι, τὰς δὲ νύκτας ἀφιᾶσι, τοῦτον δέ, ἢν σωφρονῆτε, τὴν νύκτα μὲν δήσετε, τὴν δὲ ἡμέραν ἀφήσετε. [5.8.25] ἀλλὰ γάρ, ἔφη, θαυμάζω ὅτι εἰ μέν τινι ὑμῶν ἀπηχθόμην, μέμνησθε καὶ οὐ σιωπᾶτε, εἰ δέ τῳ ἢ χειμῶνα ἐπεκούρησα ἢ πολέμιον ἀπήρυξα ἢ ἀσθενοῦντι ἢ ἀποροῦντι συνεξεπόρισά τι, τούτων δὲ οὐδεὶς μέμνηται, οὐδ᾽ εἴ τινα καλῶς τι ποιοῦντα ἐπῄνεσα οὐδ᾽ εἴ τινα ἄνδρα ὄντα ἀγαθὸν ἐτίμησα ὡς ἐδυνάμην, οὐδὲν [5.8.26] τούτων μέμνησθε. ἀλλὰ μὴν καλόν τε καὶ δίκαιον καὶ ὅσιον καὶ ἥδιον τῶν ἀγαθῶν μᾶλλον ἢ τῶν κακῶν μεμνῆσθαι.
Ἐκ τούτου μὲν δὴ ἀνίσταντο καὶ ἀνεμίμνῃσκον. καὶ περιεγένετο ὥστε καλῶς ἔχειν.

[5.8.8] Ένας στρατιώτης δεν μπορούσε πια να βαδίζει κι έμενε πίσω. Εγώ δεν ήξερα τίποτ᾽ άλλο γι᾽ αυτόν, παρά μονάχα πως ήταν κάποιος δικός μας. Σε ανάγκασα λοιπόν να τον πάρεις, για να μη σκοτωθεί· γιατί, όσο μπορώ να θυμάμαι, ξοπίσω μας έρχονταν εχθροί». Ως εδώ συμφώνησε ο άνθρωπος. [5.8.9] «Σ᾽ έστειλα μπροστά, συνέχισε ο Ξενοφώντας, ύστερα όμως πλησιάζοντας με τους οπισθοφύλακες σε βρίσκω να σκάβεις ένα λάκκο για να χώσεις μέσα το στρατιώτη, κι εγώ σταμάτησα και σε παίνεσα. [5.8.10] Μα την ώρα που στεκόμασταν εκεί, ο στρατιώτης μάζεψε το πόδι του και όλοι φώναξαν πως ζει, ενώ εσύ είπες: «Ας ζήσει όσο θέλει, εγώ πάντως δεν τον κουβαλάω πια». Τότε σε χτύπησα· έχεις δίκιο· γιατί μου έδωσες την εντύπωση πως ήξερες ότι ήταν ζωντανός. [5.8.11] «Και τί, είπε τούτος, μήπως όταν σου τον παρουσίασα, δεν πέθανε;» «Κι εμείς όλοι θα πεθάνουμε, απάντησε ο Ξενοφώντας, αλλά δεν πρέπει γι᾽ αυτό να μας θάψουν και ζωντανούς».
[5.8.12] Όλοι φώναξαν πως έπρεπε να τον είχε χτυπήσει περισσότερο. Τότε ο Ξενοφώντας παρακινούσε και τους άλλους να πουν γιατί τις έφαγε ο καθένας. Κι επειδή δεν σηκώνονταν, αυτός έλεγε: [5.8.13] «Παραδέχομαι, στρατιώτες, πως χτύπησα μερικούς που δεν πειθαρχούσαν. Όσους δηλαδή κοίταζαν να σωθούν με το δικό σας αγώνα, που προχωρούσατε παραταγμένοι και πολεμούσατε όπου ήταν ανάγκη, ενώ εκείνοι άφηναν τη θέση τους κι έτρεχαν μπροστά, προσπαθώντας να λεηλατούν και να έχουν περισσότερα λάφυρα από σας τους άλλους. Αν όμως αυτό το κάναμε όλοι, όλοι θα χανόμασταν. [5.8.14] Γι᾽ αυτό αν έβλεπα καμιά φορά κάποιον να τεμπελιάζει και να μη δείχνει διάθεση να σηκωθεί, αλλά θεληματικά να αφήνεται στους εχθρούς, τον χτυπούσα και τον ανάγκαζα να προχωρεί. Γιατί κι εγώ κάποτε που ήταν βαρυχειμωνιά, περιμένοντας μερικούς που ετοίμαζαν τις αποσκευές τους, έμεινα καθισμένος πολλήν ώρα κι ύστερα πρόσεξα πως με μεγάλη δυσκολία σηκώθηκα και τέντωσα τα πόδια μου. [5.8.15] Από τότε λοιπόν που το δοκίμασα στον εαυτό μου, όποιον άλλον έβλεπα να κάθεται και να χαζεύει, τον έδιωχνα. Γιατί το να κινείται κανείς και να φέρνεται σαν άντρας, συντελεί στο να αποκτά το σώμα θερμότητα και ευλυγισία. Ενώ το να κάθεται και να μένει ακίνητος, έβλεπα πως κάνει να παγώνει το αίμα και να σαπίζουν τα δάχτυλα των ποδιών, πράγματα που κι εσείς ξέρετε πως τα έπαθαν πολλοί. [5.8.16] Κάποιον άλλο πάλι, που έμεινε πίσω για ξεκούραση, κι εμπόδιζε και σας που ήσασταν μπροστά κι εμάς τους τελευταίους να προχωρούμε, ίσως τον εχτύπησα με γροθιά, για να μη χτυπηθεί από τη λόγχη των εχθρών. [5.8.17] Έτσι όλοι αυτοί έχουν το δικαίωμα τώρα που γλίτωσαν, αν έπαθαν άδικα κάτι κακό από μένα, να ζητήσουν την τιμωρία μου. Αν όμως έπεφταν στα χέρια των εχθρών, θα πάθαιναν φοβερά κακά, χωρίς να μπορούν να ζητήσουν την τιμωρία κανενός. [5.8.18] Ο λόγος μου είναι απλός, πρόσθεσε. Αν ετιμώρησα κανέναν για το καλό του, νομίζω σωστό να βρω την τιμωρία που θα έβρισκαν οι γονείς για τα παιδιά τους κι οι δάσκαλοι για τους μαθητές. Κι οι γιατροί ακόμα καίνε και κόβουν για το καλό του αρρώστου. [5.8.19] Στην περίπτωση πάλι που έχετε τη γνώμη πως αυτά τα έκανα από σκληρότητα, σκεφτείτε πως εγώ, με τη βοήθεια των θεών, έχω περισσότερο θάρρος τώρα παρά τότε και πως είμαι τολμηρότερος και πίνω περισσότερο κρασί, αλλά δεν χτυπώ κανέναν. [5.8.20] Γιατί σας βλέπω σε περίοδο γαλήνης. Όταν όμως είναι κακοκαιρία και φουρτούνα στη θάλασσα, δεν βλέπετε πως και μόνο από μια μικρή κίνηση θυμώνει ο κυβερνήτης του πλοίου με κείνους που είναι στην πρύμνη κι ο βοηθός του με κείνους που είναι στην πλώρη; Γιατί σε τέτοια περίσταση και μικρά λάθη να γίνουν, είναι ικανά να τους καταστρέψουν όλους μαζί. [5.8.21] Αλλά και σεις ανεπιφύλαχτα κρίνατε πως τους χτυπούσα δίκαια. Γιατί ήσασταν κοντά και κρατούσατε ξίφη, όχι ψήφους, και μπορούσατε να τους βοηθήσετε, αν θέλατε. Όμως, μά το Δία, ούτε αυτούς βοηθούσατε, ούτε και μαζί μου χτυπούσατε εκείνους που απειθαρχούσαν. [5.8.22] Έτσι δώσατε το δικαίωμα στους κακούς να έχουν άσχημη συμπεριφορά, αφήνοντάς τους ατιμώρητους. Γιατί νομίζω πως αν κοιτάξετε με προσοχή, θα βρείτε πως οι ίδιοι που ήταν τότε πάρα πολύ απείθαρχοι, έχουν και τώρα πολύ άσχημη συμπεριφορά. [5.8.23] Ο Βοΐσκος λόγου χάρη, ο πυγμάχος από τη Θεσσαλία, τότε προσπαθούσε με κάθε τρόπο να μη σηκώνει ασπίδα, γιατί, τάχα, ήταν άρρωστος, ενώ τώρα, όπως μαθαίνω, έχει γδύσει πολλούς Κοτυωρίτες. [5.8.24] Αν έχετε λοιπόν μυαλό, σ᾽ αυτόν να κάνετε το αντίθετο από κείνο που κάνουν στα σκυλιά. Τα άγρια σκυλιά δηλαδή την ημέρα τα δένουν, ενώ τη νύχτα τ᾽ αφήνουν ελεύθερα. Εσείς, αν είστε μυαλωμένοι, τη νύχτα θα τον δένετε και την ημέρα θα τον αφήνετε ελεύθερο. [5.8.25] Απορώ όμως, πρόσθεσε, που αν έγινα σε μερικούς από σας μισητός, το θυμάστε και το διηγείστε, ενώ αν προφύλαξα κανέναν από το κρύο ή αν έδιωξα εχθρό από κοντά του ή αν του προμήθεψα κάτι, όταν ήταν άρρωστος ή όταν είχε ανάγκη, αυτά δεν τα θυμάται κανένας. Δεν θυμάστε ακόμα ούτε αν παίνεσα τον άντρα που έκαμε μια καλή πράξη, ούτε αν τίμησα, όσο μπόρεσα, ένα στρατιώτη που φάνηκε γενναίος στη μάχη. [5.8.26] Και όμως είναι ωραίο και δίκαιο και ιερό και ευχάριστο να θυμάται κανείς τα καλά, περισσότερο παρά τα κακά». Τότε σηκώθηκαν όλοι κι έφερναν στη μνήμη τους τα όσα τους είχε προσφέρει. Και το αποτέλεσμα ήταν πως τα πράγματα τακτοποιήθηκαν.