Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (5.6.11-5.6.26)

[5.6.11] Ἐπεὶ δὲ ταῦτ᾽ ἔλεξεν, οἱ μὲν ὑπώπτευον φιλίας ἕνεκα τῆς Κορύλα λέγειν· καὶ γὰρ ἦν πρόξενος αὐτῷ· οἱ δὲ καὶ ὡς δῶρα ληψόμενον διὰ τὴν ξυμβουλὴν ταύτην· οἱ δὲ ὑπώπτευον καὶ τούτου ἕνεκα λέγειν ὡς μὴ πεζῇ ἰόντες τὴν Σινωπέων τι χώραν κακὸν ἐργάζοιντο. οἱ δ᾽ οὖν Ἕλληνες ἐψηφίσαντο κατὰ θάλατταν τὴν πορείαν ποιεῖσθαι. [5.6.12] μετὰ ταῦτα Ξενοφῶν εἶπεν· Ὦ Σινωπεῖς, οἱ μὲν ἄνδρες ᾕρηνται πορείαν ἣν ὑμεῖς ξυμβουλεύετε· οὕτω δὲ ἔχει· εἰ μὲν μέλλει πλοῖα ἔσεσθαι ἱκανὰ ὡς ἀριθμῷ ἕνα μὴ καταλείπεσθαι ἐνθάδε, ἡμεῖς ἂν πλέοιμεν· εἰ δὲ μέλλοιμεν οἱ μὲν καταλείψεσθαι οἱ δὲ πλεύσεσθαι, οὐκ ἂν ἐμβαίημεν εἰς τὰ πλοῖα. [5.6.13] γιγνώσκομεν γὰρ ὅτι ὅπου μὲν ἂν κρατῶμεν, δυναίμεθ᾽ ἂν καὶ σῴζεσθαι καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἔχειν· εἰ δέ που ἥττους τῶν πολεμίων ληφθησόμεθα, εὔδηλον δὴ ὅτι ἐν ἀνδραπόδων χώρᾳ ἐσόμεθα. ἀκούσαντες ταῦτα οἱ πρέσβεις ἐκέλευον πέμπειν πρέσβεις. [5.6.14] καὶ πέμπουσι Καλλίμαχον Ἀρκάδα καὶ Ἀρίστωνα Ἀθηναῖον καὶ Σαμόλαν Ἀχαιόν. καὶ οἱ μὲν ᾤχοντο.
[5.6.15] Ἐν δὲ τούτῳ τῷ χρόνῳ Ξενοφῶντι, ὁρῶντι μὲν ὁπλίτας πολλοὺς τῶν Ἑλλήνων, ὁρῶντι δὲ πελταστὰς πολλοὺς καὶ τοξότας καὶ σφενδονήτας καὶ ἱππέας δὲ καὶ μάλα ἤδη διὰ τὴν τριβὴν ἱκανούς, ὄντας δ᾽ ἐν τῷ Πόντῳ, ἔνθα οὐκ ἂν ἀπ᾽ ὀλίγων χρημάτων τοσαύτη δύναμις παρεσκευάσθη, καλὸν αὐτῷ ἐδόκει εἶναι χώραν καὶ δύναμιν τῇ Ἑλλάδι προσκτήσασθαι πόλιν κατοικίσαντας. [5.6.16] καὶ γενέσθαι ἂν αὐτῷ ἐδόκει μεγάλη, καταλογιζομένῳ τό τε αὑτῶν πλῆθος καὶ τοὺς περιοικοῦντας τὸν Πόντον. καὶ ἐπὶ τούτοις ἐθύετο πρίν τινι εἰπεῖν τῶν στρατιωτῶν Σιλανὸν παρακαλέσας τὸν Κύρου μάντιν γενόμενον τὸν Ἀμπρακιώτην. [5.6.17] ὁ δὲ Σιλανὸς δεδιὼς μὴ γένηται ταῦτα καὶ καταμείνῃ που ἡ στρατιά, ἐκφέρει εἰς τὸ στράτευμα λόγον ὅτι Ξενοφῶν βούλεται καταμεῖναι τὴν στρατιὰν καὶ πόλιν οἰκίσαι καὶ ἑαυτῷ ὄνομα καὶ δύναμιν περιποιήσασθαι. [5.6.18] αὐτὸς δ᾽ ὁ Σιλανὸς ἐβούλετο ὅτι τάχιστα εἰς τὴν Ἑλλάδα ἀφικέσθαι· οὓς γὰρ παρὰ Κύρου ἔλαβε τρισχιλίους δαρεικοὺς ὅτε τὰς δέκα ἡμέρας ἠλήθευσε θυόμενος Κύρῳ, διεσεσώκει. [5.6.19] τῶν δὲ στρατιωτῶν, ἐπεὶ ἤκουσαν, τοῖς μὲν ἐδόκει βέλτιστον εἶναι καταμεῖναι, τοῖς δὲ πολλοῖς οὔ. Τιμασίων δὲ ὁ Δαρδανεὺς καὶ Θώραξ ὁ Βοιώτιος πρὸς ἐμπόρους τινὰς παρόντας τῶν Ἡρακλεωτῶν καὶ Σινωπέων λέγουσιν ὅτι εἰ μὴ ἐκποριοῦσι τῇ στρατιᾷ μισθὸν ὥστε ἔχειν τὰ ἐπιτήδεια ἐκπλέοντας, ὅτι κινδυνεύσει μεῖναι τοσαύτη δύναμις ἐν τῷ Πόντῳ· βούλεται γὰρ Ξενοφῶν καὶ ἡμᾶς παρακαλεῖ, ἐπειδὰν ἔλθῃ τὰ πλοῖα, τότε εἰπεῖν ἐξαίφνης τῇ στρατιᾷ· [5.6.20] Ἄνδρες, νῦν μὲν ὁρῶμεν ὑμᾶς ἀπόρους ὄντας καὶ ἐν τῷ ἀπόπλῳ ἔχειν τὰ ἐπιτήδεια καὶ ὡς οἴκαδε ἀπελθόντας ὀνῆσαί τι τοὺς οἴκοι· εἰ δὲ βούλεσθε τῆς κύκλῳ χώρας περὶ τὸν Πόντον οἰκουμένης ἐκλεξάμενοι ὅποι ἂν βούλησθε κατασχεῖν, καὶ τὸν μὲν ἐθέλοντα ἀπιέναι οἴκαδε, τὸν δ᾽ ἐθέλοντα μένειν αὐτοῦ, πλοῖα δ᾽ ὑμῖν πάρεστιν, ὥστε ὅπῃ ἂν βούλησθε ἐξαίφνης ἂν ἐπιπέσοιτε. [5.6.21] ἀκούσαντες ταῦτα οἱ ἔμποροι ἀπήγγελλον ταῖς πόλεσι· ξυνέπεμψε δ᾽ αὐτοῖς Τιμασίων Δαρδανεὺς Εὐρύμαχόν τε τὸν Δαρδανέα καὶ Θώρακα τὸν Βοιώτιον ταὐτὰ ἐροῦντας. Σινωπεῖς δὲ καὶ Ἡρακλεῶται ταῦτα ἀκούσαντες πέμπουσι πρὸς τὸν Τιμασίωνα καὶ κελεύουσι προστατεῦσαι λαβόντα χρήματα ὅπως ἐκπλεύσῃ ἡ στρατιά. [5.6.22] ὁ δὲ ἄσμενος ἀκούσας ἐν ξυλλόγῳ τῶν στρατιωτῶν ὄντων λέγει τάδε. Οὐ δεῖ προσέχειν μονῇ, ὦ ἄνδρες, οὐδὲ τῆς Ἑλλάδος οὐδὲν περὶ πλείονος ποιεῖσθαι. ἀκούω δέ τινας θύεσθαι ἐπὶ τούτῳ οὐδ᾽ ὑμῖν λέγοντας. [5.6.23] ὑπισχνοῦμαι δὲ ὑμῖν, ἂν ἐκπλέητε, ἀπὸ νουμηνίας μισθοφορὰν παρέξειν κυζικηνὸν ἑκάστῳ τοῦ μηνός· καὶ ἄξω ὑμᾶς εἰς τὴν Τρῳάδα, ἔνθεν καί εἰμι φυγάς, καὶ ὑπάρξει ὑμῖν ἡ ἐμὴ πόλις· ἑκόντες γάρ με δέξονται. [5.6.24] ἡγήσομαι δὲ αὐτὸς ἐγὼ ἔνθεν πολλὰ χρήματα λήψεσθε. ἔμπειρος δέ εἰμι τῆς Αἰολίδος καὶ τῆς Φρυγίας καὶ τῆς Τρῳάδος καὶ τῆς Φαρναβάζου ἀρχῆς πάσης, τὰ μὲν διὰ τὸ ἐκεῖθεν εἶναι, τὰ δὲ διὰ τὸ ξυνεστρατεῦσθαι ἐν αὐτῇ σὺν Κλεάρχῳ τε καὶ Δερκυλίδᾳ. [5.6.25] ἀναστὰς αὖθις Θώραξ ὁ Βοιώτιος, ὃς περὶ στρατηγίας Ξενοφῶντι ἐμάχετο, ἔφη, εἰ ἐξέλθοιεν ἐκ τοῦ Πόντου, ἔσεσθαι αὐτοῖς Χερρόνησον χώραν καλὴν καὶ εὐδαίμονα ὥστε †τῷ βουλομένῳ† ἐνοικεῖν, τῷ δὲ μὴ βουλομένῳ ἀπιέναι οἴκαδε. γελοῖον δὲ εἶναι ἐν τῇ Ἑλλάδι οὔσης χώρας πολλῆς καὶ ἀφθόνου ἐν τῇ βαρβάρων μαστεύειν. [5.6.26] ἔστε δ᾽ ἄν, ἔφη, ἐκεῖ γένησθε, κἀγὼ καθάπερ Τιμασίων ὑπισχνοῦμαι ὑμῖν τὴν μισθοφοράν. ταῦτα δὲ ἔλεγεν εἰδὼς ἃ Τιμασίωνι οἱ Ἡρακλεῶται καὶ οἱ Σινωπεῖς ὑπισχνοῦντο ὥστε ἐκπλεῖν.

[5.6.11] Όταν τέλειωσε το λόγο του, μερικοί υποψιάζονταν ότι αυτά τα είπε εξαιτίας της φιλίας του με τον Κορύλα, που ήταν και αντιπρόσωπός του στη Σινώπη. Άλλοι νόμισαν πως ο σκοπός του ήταν να πάρει δώρα γι᾽ αυτήν τη συμβουλή. Κι άλλοι υποψιάζονταν πως τα είπε, για να μην περάσουν μέσα από τη χώρα των Σινωπέων και τη λεηλατήσουν. Πάντως οι Έλληνες αποφάσισαν να συνεχίσουν την πορεία τους από τη θάλασσα. [5.6.12] Κατόπι μίλησε ο Ξενοφώντας και είπε: «Σινωπείς, οι στρατιώτες προτιμούν να προχωρήσουν σύμφωνα με τη συμβουλή σας. Το ζήτημα όμως μπαίνει έτσι: Αν πρόκειται τα πλοία που θα μας δώσετε να είναι αρκετά, ώστε ούτε ένας στρατιώτης μας να μη μείνει εδώ, τότε πρόθυμα θα ταξιδέψουμε. Αλλά αν πρόκειται άλλοι να μείνουν εδώ κι άλλοι να ταξιδέψουν, δεν σκοπεύουμε να μπούμε στα καράβια. [5.6.13] Γιατί ξέρουμε πως όπου είμαστε δυνατοί, εκεί μπορούμε και να γλιτώσουμε και να προμηθευτούμε τρόφιμα. Αντίθετα, αν κάπου βρεθούμε κατώτεροι από τους εχθρούς, είναι ολοφάνερο πως θα καταντήσουμε να γίνουμε δούλοι». Όταν τ᾽ άκουσαν οι Σινωπείς, τους πρότρεψαν να στείλουν απεσταλμένους στην πόλη τους. [5.6.14] Και στέλνουν τον Καλλίμαχο τον Αρκάδα, τον Αρίστωνα τον Αθηναίο και το Σαμόλα τον Αχαιό. Τούτοι ξεκίνησαν και πήγαν.
[5.6.15] Σ᾽ αυτό το μεταξύ έβλεπε ο Ξενοφώντας πολλούς Έλληνες οπλίτες και πελταστές και τοξότες και σφεντονήτες και ιππείς, που είχαν αποκτήσει μεγάλες ικανότητες από την άσκησή τους στις μάχες, να είναι συγκεντρωμένοι στον Πόντο, όπου ποτέ δεν ετοιμάστηκε τόσο μεγάλη δύναμη με λίγα χρήματα. Του φάνηκε λοιπόν καλό να φτιάξει μια πολιτεία, κι έτσι να δώσει στην Ελλάδα καινούρια χώρα και δύναμη. [5.6.16] Γιατί είχε τη γνώμη πως αυτή η πόλη θα γίνει μεγάλη, υπολογίζοντας και τον αριθμό των στρατιωτών κι εκείνους που κατοικούσαν τριγύρω στον Πόντο. Έκαμε θυσία γι᾽ αυτόν το σκοπό, προτού το ανακοινώσει στους στρατιώτες, και κάλεσε το Σιλανό τον Αμπρακιώτη που ήταν κάποτε μάντης του Κύρου. [5.6.17] Τούτος όμως φοβήθηκε μήπως γίνουν αυτά και εγκατασταθεί κάπου ο στρατός. Γι᾽ αυτό ανακοινώνει στους στρατιώτες πως ο Ξενοφώντας θέλει να τους εγκαταστήσει εδώ και να χτίσει πόλη, για να κερδίσει για λογαριασμό του δόξα και δύναμη. [5.6.18] Αλλά ο ίδιος ο Σιλανός ήθελε να γυρίσει στην Ελλάδα όσο μπορούσε γρηγορότερα. Γιατί είχε μαζί του φυλαγμένους τρεις χιλιάδες δαρεικούς που πήρε από τον Κύρο, τότε που βγήκε αληθινή η προφητεία του στις θυσίες, ότι για δέκα μέρες δεν θα τον πολεμούσε ο βασιλιάς. [5.6.19] Όταν τ᾽ άκουσαν οι στρατιώτες, άλλοι νόμισαν πως ήταν προτιμότερο να εγκατασταθούν εκεί, οι περισσότεροι όμως δεν το ήθελαν. Τότε ο Τιμασίωνας από τη Δάρδανο και ο Θώρακας ο Βοιωτός λένε σε κάποιους Ηρακλειώτες και Σινωπείς εμπόρους, ότι, αν δεν προμηθέψουν χρήματα στους στρατιώτες για να έχουν στο ταξίδι τα απαραίτητα, υπάρχει κίνδυνος να μείνει στον Πόντο μια τόσο μεγάλη δύναμη. Γιατί ο Ξενοφώντας σκέφτεται —και παρακάλεσε κι εμάς να κάνουμε το ίδιο— μόλις έρθουν τα πλοία, τότε να πει ξαφνικά στο στρατό: [5.6.20] «Στρατιώτες, σας βλέπουμε να βρίσκεστε τώρα σε αμηχανία και για το τί θα γίνει με όσα χρειάζονται στο ταξίδι και για το πώς θα ανακουφίσετε τους δικούς σας, γυρίζοντας στην πατρίδα. Αν όμως θέλετε, διαλέξτε ένα μέρος από τη χώρα που κατοικείται ολόγυρα στον Πόντο, κι εκεί που σας αρέσει αράξτε. Τότε όποιος θέλει μπορεί να γυρίσει στην πατρίδα· κι αν κανένας προτιμά, ας μείνει εδώ. Πλοία υπάρχουν και μ᾽ αυτά μπορείτε να επιτεθείτε ξαφνικά, σε όποιον τόπο θέλετε». [5.6.21] Αυτά που άκουσαν οι έμποροι, τα ανακοίνωσαν στις πόλεις τους. Έστειλε μάλιστα μαζί τους ο Τιμασίωνας, που καταγόταν από τη Δάρδανο, και το συμπατριώτη του τον Ευρύμαχο και το Θώρακα το Βοιωτό, για να πουν τα ίδια πράγματα. Οι Σινωπείς κι οι Ηρακλειώτες, μόλις τ᾽ άκουσαν, στέλνουν απεσταλμένο στον Τιμασίωνα και τον παρακαλούν να πάρει χρήματα και να φροντίσει να φύγει ο στρατός. [5.6.22] Εκείνος τ᾽ άκουσε με ευχαρίστηση και λέει τα παρακάτω σε συγκέντρωση των στρατιωτών: «Δεν πρέπει, στρατιώτες, να σκέφτεστε την εγκατάστασή σας εδώ, ούτε να προτιμάτε τίποτε άλλο περισσότερο από την Ελλάδα. Μαθαίνω όμως ότι μερικοί κάνουν θυσίες γι᾽ αυτόν το σκοπό, χωρίς να σας το ανακοινώσουν. [5.6.23] Εγώ σας υπόσχομαι πως, αν φύγετε από δω με τα καράβια, θα σας δίνω μισθό ένα κυζικηνό στον καθένα το μήνα, αρχίζοντας από την πρωτομηνιά. Και θα σας πάω στην Τρωάδα, απ᾽ όπου με έστειλαν εξορία, και θα έχετε για δική σας την πατρίδα μου. Γιατί με τη θέλησή τους θα με δεχτούν. [5.6.24] Θα σας πάω ακόμα ο ίδιος σε μέρος, απ᾽ όπου θα πάρετε πολλά χρήματα. Μα εκτός απ᾽ αυτά, γνωρίζω καλά την Αιολίδα και τη Φρυγία και την Τρωάδα και ολόκληρη τη χώρα του Φαρνάβαζου, πρώτα πρώτα γιατί κατάγομαι απ᾽ αυτά τα μέρη, έπειτα γιατί έκαμα εκστρατεία εκεί μαζί με τον Κλέαρχο και με το Δερκυλίδα». [5.6.25] Τότε σηκώθηκε ο Θώρακας ο Βοιωτός, που φιλονικούσε με τον Ξενοφώντα για το αξίωμα του στρατηγού, και είπε πως, αν φύγουν από τον Πόντο, θα βρεθούν στη Χερσόνησο, μια χώρα όμορφη και πλούσια. Εκεί θα μπορεί να εγκατασταθεί όποιος θέλει, ενώ όποιος δεν το θέλει, θα γυρίσει στην πατρίδα του. Είναι όμως αστείο, αφού υπάρχει στην Ελλάδα πολλή και γόνιμη γη, να αναζητούν τέτοια στις βαρβαρικές χώρες. [5.6.26] «Ώσπου να φτάσετε πάντως εκεί», είπε, «υπόσχομαι κι εγώ, όπως και ο Τιμασίωνας, πως θα σας πληρώνουμε μισθό». Αυτά βέβαια τα έλεγε, γιατί ήξερε τί υποσχέθηκαν οι Ηρακλειώτες κι οι Σινωπείς στον Τιμασίωνα, για να τον καταφέρουν να φύγουν με τα πλοία.