Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (5.5.7-5.5.23)

[5.5.7] Ἐν τούτῳ ἔρχονται ἐκ Σινώπης πρέσβεις, φοβούμενοι περὶ τῶν Κοτυωριτῶν τῆς τε πόλεως (ἦν γὰρ ἐκείνων καὶ φόρον ἐκείνοις ἔφερον) καὶ περὶ τῆς χώρας, ὅτι ἤκουον δῃουμένην. καὶ ἐλθόντες εἰς τὸ στρατόπεδον ἔλεγον· προηγόρει δὲ Ἑκατώνυμος δεινὸς νομιζόμενος εἶναι λέγειν· [5.5.8] Ἔπεμψεν ἡμᾶς, ὦ ἄνδρες στρατιῶται, ἡ τῶν Σινωπέων πόλις ἐπαινέσοντάς τε ὑμᾶς ὅτι νικᾶτε Ἕλληνες ὄντες βαρβάρους, ἔπειτα δὲ καὶ ξυνησθησομένους ὅτι διὰ πολλῶν τε καὶ δεινῶν, ὡς ἡμεῖς ἠκούσαμεν, πραγμάτων σεσωσμένοι πάρεστε. [5.5.9] ἀξιοῦμεν δὲ Ἕλληνες ὄντες καὶ αὐτοὶ ὑφ᾽ ὑμῶν ὄντων Ἑλλήνων ἀγαθὸν μέν τι πάσχειν, κακὸν δὲ μηδέν· οὐδὲ γὰρ ἡμεῖς ὑμᾶς οὐδὲν πώποτε ὑπήρξαμεν κακῶς ποιοῦντες. [5.5.10] Κοτυωρῖται δὲ οὗτοι εἰσὶ μὲν ἡμέτεροι ἄποικοι, καὶ τὴν χώραν ἡμεῖς αὐτοῖς ταύτην παραδεδώκαμεν βαρβάρους ἀφελόμενοι· διὸ καὶ δασμὸν ἡμῖν φέρουσιν οὗτοι τεταγμένον καὶ Κερασούντιοι καὶ Τραπεζούντιοι· ὥστε ὅ τι ἂν τούτους κακὸν ποιήσητε ἡ Σινωπέων πόλις νομίζει πάσχειν. [5.5.11] νῦν δὲ ἀκούομεν ὑμᾶς εἴς τε τὴν πόλιν βίᾳ παρεληλυθότας ἐνίους σκηνοῦν ἐν ταῖς οἰκίαις καὶ ἐκ τῶν χωρίων βίᾳ λαμβάνειν ὧν ἂν δέησθε οὐ πείθοντας. [5.5.12] ταῦτ᾽ οὖν οὐκ ἀξιοῦμεν· εἰ δὲ ταῦτα ποιήσετε, ἀνάγκη ἡμῖν καὶ Κορύλαν καὶ Παφλαγόνας καὶ ἄλλον ὅντινα ἂν δυνώμεθα φίλον ποιεῖσθαι.
[5.5.13] Πρὸς ταῦτα ἀναστὰς Ξενοφῶν ὑπὲρ τῶν στρατιωτῶν εἶπεν· Ἡμεῖς δέ, ὦ ἄνδρες Σινωπεῖς, ἥκομεν ἀγαπῶντες ὅτι τὰ σώματα διεσωσάμεθα καὶ τὰ ὅπλα· οὐ γὰρ ἦν δυνατὸν ἅμα τε χρήματα ἄγειν καὶ φέρειν καὶ τοῖς πολεμίοις μάχεσθαι. [5.5.14] καὶ νῦν ἐπεὶ εἰς τὰς Ἑλληνίδας πόλεις ἤλθομεν, ἐν Τραπεζοῦντι μὲν (παρεῖχον γὰρ ἡμῖν ἀγοράν) ὠνούμενοι εἴχομεν τὰ ἐπιτήδεια, καὶ ἀνθ᾽ ὧν ἐτίμησαν ἡμᾶς καὶ ξένια ἔδωκαν τῇ στρατιᾷ, ἀντετιμῶμεν αὐτούς, καὶ εἴ τις αὐτοῖς φίλος ἦν τῶν βαρβάρων, τούτων ἀπειχόμεθα· τοὺς δὲ πολεμίους αὐτῶν ἐφ᾽ οὓς αὐτοὶ ἡγοῖντο κακῶς ἐποιοῦμεν ὅσον ἐδυνάμεθα. [5.5.15] ἐρωτᾶτε δὲ αὐτοὺς ὁποίων τινῶν ἡμῶν ἔτυχον· πάρεισι γὰρ ἐνθάδε οὓς ἡμῖν ἡγεμόνας διὰ φιλίαν ἡ πόλις ξυνέπεμψεν. [5.5.16] ὅποι δ᾽ ἂν ἐλθόντες ἀγορὰν μὴ ἔχωμεν, ἄν τε εἰς βάρβαρον γῆν ἄν τε εἰς Ἑλληνίδα, οὐχ ὕβρει ἀλλὰ ἀνάγκῃ λαμβάνομεν τὰ ἐπιτήδεια. [5.5.17] καὶ Καρδούχους καὶ Ταόχους καὶ Χαλδαίους καίπερ βασιλέως οὐχ ὑπηκόους ὄντας ὅμως καὶ μάλα φοβεροὺς ὄντας πολεμίους ἐκτησάμεθα διὰ τὸ ἀνάγκην εἶναι λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια, ἐπεὶ ἀγορὰν οὐ παρεῖχον. [5.5.18] Μάκρωνας δὲ καίπερ βαρβάρους ὄντας, ἐπεὶ ἀγορὰν οἵαν ἐδύναντο παρεῖχον, φίλους τε ἐνομίζομεν εἶναι καὶ βίᾳ οὐδὲν ἐλαμβάνομεν τῶν ἐκείνων. [5.5.19] Κοτυωρίτας δέ, οὓς ὑμετέρους φατὲ εἶναι, εἴ τι αὐτῶν εἰλήφαμεν, αὐτοὶ αἴτιοί εἰσιν· οὐ γὰρ ὡς φίλοι προσεφέροντο ἡμῖν, ἀλλὰ κλείσαντες τὰς πύλας οὔτε εἴσω ἐδέχοντο οὔτε ἔξω ἀγορὰν ἔπεμπον· ᾐτιῶντο δὲ τὸν παρ᾽ ὑμῶν ἁρμοστὴν τούτων αἴτιον εἶναι. [5.5.20] ὃ δὲ λέγεις βίᾳ παρελθόντας σκηνοῦν, ἡμεῖς ἠξιοῦμεν τοὺς κάμνοντας εἰς τὰς στέγας δέξασθαι· ἐπεὶ δὲ οὐκ ἀνέῳγον τὰς πύλας, ᾗ ἡμᾶς ἐδέχετο αὐτὸ τὸ χωρίον ταύτῃ εἰσελθόντες ἄλλο μὲν οὐδὲν βίαιον ἐποιήσαμεν, σκηνοῦσι δ᾽ ἐν ταῖς στέγαις οἱ κάμνοντες τὰ αὑτῶν δαπανῶντες, καὶ τὰς πύλας φρουροῦμεν, ὅπως μὴ ἐπὶ τῷ ὑμετέρῳ ἁρμοστῇ ὦσιν οἱ κάμνοντες ἡμῶν, ἀλλ᾽ ἐφ᾽ ἡμῖν ᾖ κομίσασθαι ὅταν βουλώμεθα. [5.5.21] οἱ δὲ ἄλλοι, ὡς ὁρᾶτε, σκηνοῦμεν ὑπαίθριοι ἐν τῇ τάξει, παρεσκευασμένοι, ἂν μέν τις εὖ ποιῇ, ἀντ᾽ εὖ ποιεῖν, ἂν δὲ κακῶς, ἀλέξασθαι. [5.5.22] ἃ δὲ ἠπείλησας ὡς, ἢν ὑμῖν δοκῇ, Κορύλαν καὶ Παφλαγόνας ξυμμάχους ποιήσεσθε ἐφ᾽ ἡμᾶς, ἡμεῖς δέ, ἢν μὲν ἀνάγκη ᾖ, πολεμήσομεν καὶ ἀμφοτέροις· ἤδη γὰρ καὶ ἄλλοις πολλαπλασίοις ὑμῶν ἐπολεμήσαμεν· ἂν δὲ δοκῇ ἡμῖν καὶ φίλον ποιεῖσθαι τὸν Παφλαγόνα [5.5.23] (ἀκούομεν δὲ αὐτὸν καὶ ἐπιθυμεῖν τῆς ὑμετέρας πόλεως καὶ χωρίων τῶν ἐπιθαλαττίων), πειρασόμεθα ξυμπράττοντες αὐτῷ ὧν ἐπιθυμεῖ φίλοι γίγνεσθαι.

[5.5.7] Στο μεταξύ έρχονται από τη Σινώπη απεσταλμένοι, που φοβήθηκαν για την πόλη των Κοτυωριτών (γιατί τους ανήκε και μάλιστα τους πλήρωνε φόρο) και για τη χώρα τους, επειδή άκουγαν πως οι Έλληνες τη λεηλατούσαν. Όταν έφτασαν στο στρατόπεδο, άρχισαν να μιλούν, και την υπόθεση την υπεράσπιζε ο Εκατώνυμος, που είχε τη φήμη ικανού ρήτορα. [5.5.8] «Μας έστειλε, στρατιώτες, η πόλη των Σινωπέων, πρώτα πρώτα για να σας παινέσουμε που είστε Έλληνες και νικάτε τους βαρβάρους, κι ύστερα για να σας συγχαρούμε, που, όπως μάθαμε, σωθήκατε ύστερ᾽ από πολλά και φοβερά βάσανα, και τώρα βρίσκεστε κοντά μας. [5.5.9] Έχουμε όμως την απαίτηση, αφού είμαστε Έλληνες και μεις και σεις, να μη μας κάνετε κανένα κακό, παρά αντίθετα να μας καλομεταχειρίζεστε. Γιατί ούτε εμείς σας βλάψαμε ποτέ ως τώρα. [5.5.10] Έπειτα τούτοι δω οι Κοτυωρίτες είναι άποικοί μας και αυτήν τη χώρα εμείς την πήραμε από τους βαρβάρους και τους την παραδώσαμε. Γι᾽ αυτό μας πληρώνουν έναν ορισμένο φόρο, όπως και οι Κερασούντιοι κι οι Τραπεζούντιοι. Έτσι αν κάνετε σ᾽ αυτούς κάτι κακό, η πόλη των Σινωπέων έχει τη γνώμη πως τα παθαίνει η ίδια. [5.5.11] Αλλά τώρα μαθαίνουμε πως μερικοί από σας μπήκατε με τη βία μες στην πόλη και μένετε στα σπίτια και αρπάζετε βίαια από τις διάφορες περιοχές όσα χρειάζεστε. [5.5.12] Έχουμε λοιπόν την απαίτηση να μη γίνονται αυτά. Γιατί αν εξακολουθήσετε να τα κάνετε, θα αναγκαστούμε να πιάσουμε φιλίες με τον Κορύλα και τους Παφλαγόνες και με όποιους άλλους μπορέσουμε».
[5.5.13] Σ᾽ απάντηση σηκώθηκε ο Ξενοφώντας και είπε για λογαριασμό των στρατιωτών: «Εμείς, Σινωπείς, ήρθαμε δω ευχαριστημένοι, που γλιτώσαμε τη ζωή μας και τα όπλα μας. Γιατί ήταν αδύνατο να λεηλατούμε και παράλληλα να πολεμούμε ενάντια στους εχθρούς. [5.5.14] Και τώρα που φτάσαμε στις ελληνικές πόλεις, στην Τραπεζούντα μάς πρόσφεραν τρόφιμα να ψωνίζουμε, κι έτσι τα προμηθευόμασταν αγοράζοντάς τα. Όσο για τις τιμές που μας έκαμαν και τα δώρα που χάρισαν στους στρατιώτες, τους τιμούσαμε κι εμείς, κι αν κανένας από τους βαρβάρους ήταν φίλος τους, δεν τον πειράζαμε. Αντίθετα, εκείνους που ήταν εχθροί τους, μας οδηγούσαν οι ίδιοι ενάντιά τους και τους κακοποιούσαμε όσο μπορούσαμε. [5.5.15] Αυτούς ρωτήστε να σας πουν πώς τους φερθήκαμε. Γιατί βρίσκονται εδώ εκείνοι που τους έστειλε μαζί μας η πόλη για οδηγούς, δείχνοντάς μας έτσι τη φιλία της. [5.5.16] Όταν όμως πάμε κάπου και δεν υπάρχουν τρόφιμα ν᾽ αγοράσουμε, είτε σε βαρβαρική είτε σε ελληνική χώρα, τότε τ᾽ αρπάζουμε από ανάγκη κι όχι από αυθάδεια. [5.5.17] Γι᾽ αυτό και τους Καρδούχους και τους Ταόχους και τους Χαλδαίους, παρόλο που δεν ήταν υποταγμένοι στο μεγάλο βασιλιά κι ήταν πολύ φοβεροί, όμως τους κάναμε εχθρούς, επειδή ήμασταν υποχρεωμένοι ν᾽ αρπάζουμε τα τρόφιμα, μια και δεν μας τα πρόσφεραν να τ᾽ αγοράσουμε. [5.5.18] Ενώ τους Μάκρωνες, παρόλο που ήταν βάρβαροι, τους θεωρούσαμε φίλους μας και δεν παίρναμε τίποτα δικό τους με τη βία, γιατί μας έδιναν τρόφιμα ν᾽ αγοράσουμε όσα μπορούσαν. [5.5.19] Όσο για τους Κοτυωρίτες, που λέτε πως είναι δικοί σας, αν τους έχουμε αρπάξει κάτι, οι ίδιοι είναι αίτιοι. Γιατί δεν μας φέρθηκαν σαν φίλοι, παρά έκλεισαν τις πύλες και ούτε μέσα στην πόλη μας δέχονταν, ούτε έξω από τα τείχη έστελναν τρόφιμα ν᾽ αγοράσουμε. Κι έλεγαν πως αίτιος για όλα αυτά ήταν ο αρμοστής που στείλατε σεις στα Κοτύωρα. [5.5.20] Όσο για κείνο που είπες, δηλαδή πως μερικοί μπήκαν με τη βία και μένουν μέσα στα σπίτια, εμείς ζητήσαμε επίμονα να δεχτούν τους άρρωστους. Επειδή όμως δεν άνοιγαν τις πύλες, γι᾽ αυτό από το μέρος που ήταν εύκολο να μπούμε στην πόλη, από κει μπήκαμε, χωρίς να κάνουμε καμιά πράξη βίας. Τώρα οι άρρωστοί μας μένουν μέσα στα σπίτια, ξοδεύουν όμως από τα δικά τους, και φυλάμε τις πύλες για να μη βρίσκονται οι ανήμποροι στην εξουσία του αρμοστή σας, παρά να είναι στο χέρι μας να τους μεταφέρουμε, άμα το θελήσουμε. [5.5.21] Εμείς οι υπόλοιποι, όπως βλέπετε, μένουμε στο ύπαιθρο στην παράταξή μας, έτοιμοι, αν κανένας μας ευεργετεί να του ξεπληρώσουμε την ευεργεσία, κι αν μας βλάφτει, να τον αποκρούσουμε. [5.5.22] Σχετικά πάλι με τις φοβέρες που έκαμες, πως δηλαδή, αν το νομίσετε απαραίτητο θα κάμετε συμμάχους τον Κορύλα και τους Παφλαγόνες για να μας χτυπήσετε, να ξέρεις πως εμείς στην ανάγκη θα σας πολεμήσουμε και τους δυο. Γιατί ως τώρα κάναμε πόλεμο ενάντια σε άλλους πολύ περισσότερούς σας. Αν το κρίνουμε όμως χρήσιμο να κάνουμε φίλο και τον αρχηγό των Παφλαγόνων [5.5.23] —που μαθαίνουμε πως θέλει να πάρει την πόλη σας και τους παραθαλάσσιους τόπους—, θα προσπαθήσουμε να γίνουμε φίλοι του βοηθώντας τον να εκτελέσει την επιθυμία του».