Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (44.1-46.5)


[44.1] Αὐτὸς δὲ μετὰ τῆς ἀκμαιοτάτης δυνάμεως εἰς Ὑρκανίαν κατέβαινε, καὶ πελάγους ἰδὼν κόλπον οὐκ ἐλάττονα μὲν τοῦ Πόντου φανέντα, γλυκύτερον δὲ τῆς ἄλλης θαλάττης, σαφὲς μὲν οὐδὲν ἔσχε πυθέσθαι περὶ αὐτοῦ, μάλιστα δ᾽ εἴκασε τῆς Μαιώτιδος λίμνης ἀνακοπὴν εἶναι. [44.2] καίτοι τούς γε φυσικοὺς ἄνδρας οὐκ ἔλαθε τἀληθές, ἀλλὰ πολλοῖς ἔτεσιν ἔμπροσθεν τῆς Ἀλεξάνδρου στρατείας ἱστορήκασιν, ὅτι τεσσάρων κόλπων εἰσεχόντων ἀπὸ τῆς ἔξω θαλάσσης βορειότατος οὗτός ἐστι, τὸ Ὑρκάνιον πέλαγος καὶ Κάσπιον ὁμοῦ προσαγορευόμενον.
[44.3] Ἐνταῦθα τῶν βαρβάρων τινὲς ἀπροσδοκήτως περιτυχόντες τοῖς ἄγουσι τὸν ἵππον αὐτοῦ τὸν Βουκεφάλαν λαμβάνουσιν. [44.4] ὁ δ᾽ ἤνεγκεν οὐ μετρίως, ἀλλὰ κήρυκα πέμψας ἠπείλησε πάντας ἀποκτενεῖν μετὰ τέκνων καὶ γυναικῶν, εἰ τὸν ἵππον αὐτῷ μὴ ἀναπέμψειαν. [44.5] ἐπεὶ δὲ καὶ τὸν ἵππον [αὐτῷ] ἄγοντες ἧκον ‹αὐτῷ› καὶ τὰς πόλεις ἐγχειρίζοντες, ἐχρήσατο φιλανθρώπως πᾶσι καὶ τοῦ ἵππου λύτρα τοῖς λαβοῦσιν ἔδωκεν.
[45.1] Ἐντεῦθεν εἰς τὴν Παρθικὴν ἀναζεύξας καὶ σχολάζων, πρῶτον ἐνεδύσατο τὴν βαρβαρικὴν στολὴν, εἴτε βουλόμενος αὑτὸν συνοικειοῦν τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις, ὡς μέγα πρὸς ἐξημέρωσιν ἀνθρώπων τὸ σύνηθες καὶ ὁμόφυλον, εἴτ᾽ ἀπόπειρά τις ὑφεῖτο τῆς προσκυνήσεως αὕτη τοῖς Μακεδόσι, κατὰ μικρὸν ἀνασχέσθαι τὴν ἐκδιαίτησιν αὐτοῦ καὶ μεταβολὴν ἐθιζομένοις. [45.2] οὐ μὴν τήν γε Μηδικὴν ἐκείνην προσήκατο, παντάπασι βαρβαρικὴν καὶ ἀλλόκοτον οὖσαν, οὐδ᾽ ἀναξυρίδας οὐδὲ κάνδυν οὐδὲ τιάραν ἔλαβεν, ἀλλ᾽ ἐν μέσῳ τινὰ τῆς Περσικῆς καὶ τῆς Μηδικῆς μειξάμενος εὖ πως, ἀτυφοτέραν μὲν ἐκείνης, ταύτης δὲ σοβαρωτέραν οὖσαν. [45.3] ἐχρῆτο δὲ τὸ μὲν πρῶτον ἐντυγχάνων τοῖς βαρβάροις καὶ τοῖς ἑταίροις κατ᾽ οἶκον, εἶτα τοῖς πολλοῖς οὕτως ἐξελαύνων καὶ χρηματίζων ἑωρᾶτο. [45.4] καὶ λυπηρὸν μὲν ἦν τοῖς Μακεδόσι τὸ θέαμα, τὴν δ᾽ ἄλλην αὐτοῦ θαυμάζοντες ἀρετὴν ᾤοντο δεῖν ἔνια τῶν πρὸς ἡδονὴν αὐτῷ καὶ δόξαν ἐπιχωρεῖν· [45.5] ὅς γε πρὸς ἅπασι τοῖς ἄλλοις ἔναγχος τόξευμα μὲν εἰς τὴν κνήμην λαβών, ὑφ᾽ οὗ τῆς κερκίδος ‹τὸ› ὁστέον ἀποθραυσθὲν ἐξέπεσε, λίθῳ δὲ πληγεὶς πάλιν εἰς τὸν τράχηλον, ὥστε καὶ ταῖς ὄψεσιν ἀχλὺν ὑποδραμεῖν παραμείνασαν οὐκ ὀλίγον χρόνον, [45.6] ὅμως οὐκ ἐπαύετο χρώμενος ἑαυτῷ πρὸς τοὺς κινδύνους ἀφειδῶς, ἀλλὰ καὶ τὸν Ὀρεξάρτην διαβὰς ποταμόν, ὃν αὐτὸς ᾤετο Τάναϊν εἶναι, καὶ τοὺς Σκύθας τρεψάμενος, ἐδίωξεν ἐπὶ σταδίους ἑκατόν, ἐνοχλούμενος ὑπὸ διαρροίας.
[46.1] Ἐνταῦθα δὲ πρὸς αὐτὸν ἀφικέσθαι τὴν Ἀμαζόνα οἱ πολλοὶ λέγουσιν, ὧν καὶ Κλείταρχός ἐστι καὶ Πολύκλειτος καὶ Ὀνησίκριτος καὶ Ἀντιγένης καὶ Ἴστρος. [46.2] Ἀριστόβουλος δὲ καὶ Χάρης ὁ εἰσαγγελεύς, πρὸς δὲ τούτοις Ἑκαταῖος ὁ Ἐρετριεὺς καὶ Πτολεμαῖος καὶ Ἀντικλείδης καὶ Φίλων ὁ Θηβαῖος καὶ Φίλιππος ὁ Θεαγγελεὺς καὶ Φίλιππος ὁ Χαλκιδεὺς καὶ Δοῦρις ὁ Σάμιος πλάσμα φασὶ γεγονέναι τοῦτο. [46.3] καὶ μαρτυρεῖν αὐτοῖς ἔοικεν Ἀλέξανδρος· Ἀντιπάτρῳ γὰρ ἅπαντα γράφων ἀκριβῶς, τὸν μὲν Σκύθην φησὶν αὐτῷ διδόναι τὴν θυγατέρα πρὸς γάμον, Ἀμαζόνος δ᾽ οὐ μνημονεύει. [46.4] λέγεται δὲ πολλοῖς χρόνοις Ὀνησίκριτος ὕστερον ἤδη βασιλεύοντι Λυσιμάχῳ τῶν βιβλίων τὸ τέταρτον ἀναγινώσκειν, ἐν ᾧ γέγραπται περὶ τῆς Ἀμαζόνος· τὸν οὖν Λυσίμαχον ἀτρέμα μειδιάσαντα «καὶ ποῦ» φάναι «τότ᾽ ἤμην ἐγώ;» [46.5] ταῦτα μὲν οὖν ἄν τις οὔτ᾽ ἀπιστῶν ἧττον οὔτε πιστεύων μᾶλλον Ἀλέξανδρον θαυμάσειε.


[44.1] Ο ίδιος κατέβαινε προς την Υρκανία με το πιο ισχυρό μέρος της δύναμής του. Είδε εκεί έναν κόλπο στο ανοιχτό πέλαγος, που κατά την εκτίμησή του δεν ήταν μικρότερος από τον Εύξεινο Πόντο αλλά πιο γλυκός από την άλλη θάλασσα. Δεν κατόρθωσε όμως να μάθει τίποτε συγκεκριμένο γι᾽ αυτόν· κατέληξε ωστόσο στο συμπέρασμα ότι ήταν το πίσω τμήμα της λίμνης Μαιώτιδας. [44.2] Και όμως οι φυσικοί γνώριζαν την αλήθεια και πολλά χρόνια πριν από την εκστρατεία του Αλέξανδρου έχουν αναφέρει ότι από τους τέσσερις κόλπους τους εισχωρούντες στη στεριά από την έξω θάλασσα αυτός είναι ο βορειότερος, που λέγεται Υρκάνιο ή Κάσπιο πέλαγος. [44.3] Εδώ κάποιοι βάρβαροι συνάντησαν απροσδόκητα αυτούς που έφερναν το άλογό του, τον Βουκεφάλα, και τον πήραν μαζί τους. [44.4] Ο Αλέξανδρος το έφερε βαριά. Έστειλε κήρυκα και τους απείλησε ότι θα τους σκότωνε όλους μαζί με τα παιδιά και τις γυναίκες τους, αν δεν του έστελναν πίσω το άλογο. [44.5] Επειδή ήρθαν φέρνοντάς του το άλογο και παραδίδοντας τις πόλεις τους, συμπεριφέρθηκε προς όλους φιλικά και μάλιστα έδωσε λύτρα σ᾽ αυτούς που είχαν πάρει το άλογό του.
[45.1] Από εδώ ξεκίνησε για τη χώρα των Πάρθων και, καθώς αναπαυόταν, φόρεσε για πρώτη φορά τη βαρβαρική στολή, είτε επειδή επιθυμούσε να εξοικειωθεί με τις ντόπιες συνήθειες, γιατί κατά τη γνώμη του η συνήθεια και η φυλετική συγγένεια συνέβαλλαν κατά πολύ στον εξανθρωπισμό, είτε αυτό ήταν η αρχή μιας προσπάθειας ώστε να τον προσκυνήσουν σιγά σιγά οι Μακεδόνες, συνηθίζοντας λίγο λίγο να ανέχονται τον διαφορετικό τρόπο ζωής και την αλλαγή του. [45.2] Ωστόσο δεν φόρεσε βέβαια εκείνη τη μηδική στολή, την τελείως βαρβαρική και αλλόκοτη, ούτε έβαλε περισκελίδες ούτε χειριδωτό μανδύα και στέμμα, αλλά συνδύασε με μέτρο κάποια στοιχεία της περσικής και της μηδικής, τα λιγότερο εντυπωσιακά από την πρώτη και τα πιο αυστηρά από τη δεύτερη. [45.3] Στην αρχή τη χρησιμοποιούσε όταν συναντούσε τους βαρβάρους και τους φίλους του στα καταλύματά του· στη συνέχεια όμως εμφανιζόταν έτσι και στον λαό, όταν έβγαινε έξω και συζητούσε. [45.4] Το θέαμα ήταν λυπηρό για τους Μακεδόνες, αλλά επειδή θαύμαζαν γενικά την αρετή του, πίστευαν ότι έπρεπε να κάνουν ορισμένες υποχωρήσεις μπροστά στην ευχαρίστηση και στη δόξα του. [45.5] Εκτός από όλα τα άλλα είχε τραυματιστεί πρόσφατα με βέλος στην κνήμη, γεγονός που είχε ως συνέπεια να σπάσει ένα κομμάτι από την κερκίδα και να πέσει· ξαναχτυπήθηκε με πέτρα στον τράχηλο, με αποτέλεσμα να μεσολαβήσει κάποια ελαφρά σκοτοδίνη για μεγάλο διάστημα. [45.6] Ωστόσο δεν σταματούσε να ρίχνεται στους κινδύνους συνεχώς. Και αφού πέρασε τον ποταμό Ορεξάρτη, που ο ίδιος πίστευε ότι ήταν ο Τάναϊς, έτρεψε σε φυγή τους Σκύθες και τους καταδίωξε για εκατό στάδια, μολονότι ενοχλούνταν από διάρροια.
[46.1] Οι περισσότεροι, μεταξύ των οποίων είναι οι Κλείταρχος, Πολύκλειτος, Ονησίκριτος, Αντιγένης και Ίστρος, λένε ότι είχε έρθει προς αυτόν η Αμαζόνα. [46.2] Ο Αριστόβουλος όμως και ο Χάρης, που παρουσίαζε τους ξένους στον Αλέξανδρο, καθώς και οι Εκαταίος από την Ερέτρια, Πτολεμαίος, Αντικλείδης, Φίλων από τη Θήβα, Φίλιππος ο Θεαγγελέας, Φίλιππος από τη Χαλκίδα και Δούρης από τη Σάμο λένε ότι αυτό ήταν αποκύημα της φαντασίας. [46.3] Τη γνώμη τους φαίνεται να επιβεβαιώνει και ο Αλέξανδρος. Πράγματι, ενώ έγραφε στον Αντίπατρο τα πάντα λεπτομερώς, ανέφερε βέβαια ότι ο Σκύθης τού έδινε τη θυγατέρα του σε γάμο, αλλά για την Αμαζόνα δεν έκανε μνεία. [46.4] Λένε ότι πολλά χρόνια αργότερα ο Ονησίκριτος διάβασε στον Λυσίμαχο, που ήταν ήδη βασιλιάς, το τέταρτο από τα βιβλία του, στο οποίο είχε γράψει σχετικά με την Αμαζόνα. Τότε ο Λυσίμαχος χαμογέλασε ευγενικά και είπε: «και εγώ τότε πού ήμουν;» [46.5] Όσον αφορά σε αυτά, ούτε θα μπορούσε να θαυμάσει κανείς τον Αλέξανδρο λιγότερο, αν δυσπιστούσε, ούτε περισσότερο, αν τα πίστευε.