Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Θεμιστοκλῆς (28.1-28.6)


[28.1] Ἐπεὶ δ᾽ οὖν εἰσήχθη πρὸς βασιλέα καὶ προσκυνήσας ἔστη σιωπῇ, προστάξαντος τῷ ἑρμηνεῖ τοῦ βασιλέως ἐρωτῆσαι τίς ἐστι, καὶ τοῦ ἑρμηνέως ἐρωτήσαντος εἶπεν· [28.2] «ἥκω σοι βασιλεῦ Θεμιστοκλῆς ὁ Ἀθηναῖος ἐγὼ φυγάς, ὑφ᾽ Ἑλλήνων διωχθείς, ᾧ πολλὰ μὲν ὀφείλουσι Πέρσαι κακά, πλείω δ᾽ ἀγαθὰ κωλύσαντι τὴν δίωξιν, ὅτε τῆς Ἑλλάδος ἐν ἀσφαλεῖ γεγενημένης παρέσχε τὰ οἰκεῖα σῳζόμενα χαρίσασθαί τι καὶ ὑμῖν. [28.3] ἐμοὶ μὲν οὖν πάντα πρέποντα ταῖς παρούσαις συμφοραῖς ἐστι, καὶ παρεσκευασμένος ἀφῖγμαι δέξασθαί τε χάριν εὐμενῶς διαλλαττομένου καὶ παραιτεῖσθαι μνησικακοῦντος ὀργήν· [28.4] σὺ δὲ τοὺς ἐμοὺς ἐχθροὺς μάρτυρας θέμενος ὧν εὐεργέτησα Πέρσας, νῦν ἀπόχρησαι ταῖς ἐμαῖς τύχαις πρὸς ἐπίδειξιν ἀρετῆς μᾶλλον ἢ πρὸς ἀποπλήρωσιν ὀργῆς. σώσεις μὲν γὰρ ἱκέτην σόν, ἀπολεῖς δ᾽ Ἑλλήνων πολέμιον γενόμενον». [28.5] ταῦτ᾽ εἰπὼν ὁ Θεμιστοκλῆς ἐπεθείασε τῷ λόγῳ, προσδιελθὼν τὴν ὄψιν ἣν εἶδεν ἐν Νικογένους καὶ τὸ μάντευμα τοῦ Δωδωναίου Διός, ὡς κελευσθεὶς πρὸς τὸν ὁμώνυμον τοῦ θεοῦ βαδίζειν, συμφρονήσειε πρὸς ἐκεῖνον ἀναπέμπεσθαι· μεγάλους γὰρ ἀμφοτέρους εἶναί τε καὶ λέγεσθαι βασιλέας. [28.6] ἀκούσας δ᾽ ὁ Πέρσης, ἐκείνῳ μὲν οὐδὲν ἀπεκρίνατο, καίπερ θαυμάσας τὸ φρόνημα καὶ τὴν τόλμαν αὐτοῦ· μακαρίσας δὲ πρὸς τοὺς φίλους ἑαυτὸν ὡς ἐπ᾽ εὐτυχίᾳ μεγίστῃ, καὶ κατευξάμενος αἰεὶ τοῖς πολεμίοις τοιαύτας φρένας διδόναι τὸν Ἀρειμάνιον, ὅπως ἐλαύνωσι τοὺς ἀρίστους ἐξ ἑαυτῶν, θῦσαί τε τοῖς θεοῖς λέγεται καὶ πρὸς πόσιν εὐθὺς τραπέσθαι καὶ νύκτωρ ὑπὸ χαρᾶς διὰ μέσων τῶν ὕπνων ἐκβοῆσαι τρίς· «ἔχω Θεμιστοκλέα τὸν Ἀθηναῖον».


Η παρουσίαση στο βασιλιά των Περσών
[28.1] Επιτέλους ο Θεμιστοκλής οδηγήθηκε στα ανάκτορα και παρουσιάστηκε στο βασιλιά. Τον προσκύνησε και στάθηκε σιωπηλός, ώς τη στιγμή που ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στο διερμηνέα να τον ρωτήσει ποιός είναι· και, όταν ο διερμηνέας τον ρώτησε, ο Θεμιστοκλής είπε: [28.2] «Έρχομαι σ᾽ εσένα, βασιλιά, εγώ ο Θεμιστοκλής ο Αθηναίος, εξορισμένος και διωγμένος από τους Έλληνες. Σ᾽ εμένα χρωστούν οι Πέρσες πολλά κακά, μα περισσότερα καλά, γιατί εμπόδισα την καταδίωξή τους, όταν η Ελλάδα είχε αποφύγει πια τον κίνδυνο και η σωτηρία της πατρίδας μου μού έδωσε την ευκαιρία να προσφέρω και σ᾽ εσάς κάποιαν υπηρεσία. [28.3] Τώρα λοιπόν που βρίσκομαι σ᾽ αυτή τη δύσκολη περίσταση όλα μου επιτρέπονται και έρχομαι προετοιμασμένος να δεχτώ την εύνοιά σου, αν θέλεις να συμφιλιωθείς μαζί μου, ή να κατευνάσω την οργή σου, αν θυμάσαι ακόμη τα κακά που σου έκαμα. [28.4] Αλλά εσύ, βασιλιά, τους εχθρούς μου μπορείς να τους θεωρήσεις σαν τους καλύτερους μάρτυρες των ευεργεσιών που έχω προσφέρει στους Πέρσες και οι συμφορές μου τώρα ας σου δώσουν την ευκαιρία να δείξεις την καλοσύνη σου και όχι να ικανοποιήσεις την οργή σου. Αν με σώσεις, θα σώσεις έναν ικέτη σου, ειδάλλως θα εξοντώσεις έναν άνθρωπο που έγινε εχθρός των Ελλήνων». [28.5] Αφού είπε αυτά ο Θεμιστοκλής, για να επιβεβαιώσει τα λόγια του με τα θεϊκά σημεία που του έτυχαν, διηγήθηκε το όνειρο που είδε στο σπίτι του Νικογένη και το χρησμό του Δωδωναίου Διός, που του έδωσε εντολή να πορευτεί προς τον ομώνυμο του Θεού, απ᾽ όπου συμπέρανε ότι ο Θεός τον στέλνει στο βασιλιά των Περσών, γιατί και οι δύο είναι και λέγονται Μεγάλοι Βασιλείς.
[28.6] Σαν άκουσε αυτά ο Πέρσης μονάρχης, δεν αποκρίθηκε τίποτε στο Θεμιστοκλή, αν και θαύμασε το φρόνημα και την τόλμη του. Μιλώντας όμως ιδιαίτερα στους φίλους του καλοτύχισε τον εαυτό του γι᾽ αυτό που έγινε και που το θεώρησε σα μια πολύ μεγάλη ευτυχία. Ευχήθηκε να δίνει πάντα ο θεός Αρειμάνιος στους εχθρούς του τέτοια μυαλά, ώστε να διώχνουν από την πατρίδα τους τους αρίστους. Και λένε ότι έκαμε θυσία στους θεούς, έπειτα αμέσως γλέντησε σε συμπόσιο και τη νύχτα από τη χαρά του φώναξε δυνατά μέσα στον ύπνο του τρεις φορές: «Κρατώ στα χέρια μου το Θεμιστοκλή τον Αθηναίο!»