Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Θεμιστοκλῆς (18.1-18.9)


[18.1] Καὶ γὰρ ἦν τῇ φύσει φιλοτιμότατος, εἰ δεῖ τεκμαίρεσθαι διὰ τῶν ἀπομνημονευομένων. αἱρεθεὶς γὰρ ναύαρχος ὑπὸ τῆς πόλεως, οὐδὲν οὔτε τῶν ἰδίων οὔτε τῶν κοινῶν κατὰ μέρος ἐχρημάτιζεν, ἀλλὰ πᾶν ἀνεβάλλετο τὸ προσπῖπτον εἰς τὴν ἡμέραν ἐκείνην καθ᾽ ἣν ἐκπλεῖν ἔμελλεν, ἵν᾽ ὁμοῦ πολλὰ πράττων πράγματα καὶ παντοδαποῖς ἀνθρώποις ὁμιλῶν μέγας εἶναι δοκῇ καὶ πλεῖστον δύνασθαι.
[18.2] Τῶν δὲ νεκρῶν τοὺς ἐκπεσόντας ἐπισκοπῶν παρὰ τὴν θάλατταν, ὡς εἶδε περικειμένους ψέλια χρυσᾶ καὶ στρεπτούς, αὐτὸς μὲν παρῆλθε, τῷ δ᾽ ἑπομένῳ φίλῳ δείξας εἶπεν· «ἀνελοῦ σαυτῷ· σὺ γὰρ οὐκ εἶ Θεμιστοκλῆς».
[18.3] Πρὸς δέ τινα τῶν καλῶν γεγονότων Ἀντιφάτην, ὑπερηφάνως αὐτῷ κεχρημένον πρότερον, ὕστερον δὲ θεραπεύοντα διὰ τὴν δόξαν «ὦ μειράκιον» εἶπεν, «ὀψὲ μέν, ἀμφότεροι δ᾽ ὁμοῦ νοῦν ἐσχήκαμεν».
[18.4] Ἔλεγε δὲ τοὺς Ἀθηναίους οὐ τιμᾶν αὐτὸν οὐδὲ θαυμάζειν, ἀλλ᾽ ὥσπερ πλατάνῳ χειμαζομένους μὲν ὑποτρέχειν [κινδυνεύοντας], εὐδίας δὲ περὶ αὐτοὺς γενομένης τίλλειν καὶ κολούειν.
[18.5] Τοῦ δὲ Σεριφίου πρὸς αὐτὸν εἰπόντος ὡς οὐ δι᾽ αὑτὸν ἔσχηκε δόξαν, ἀλλὰ διὰ τὴν πόλιν, «ἀληθῆ λέγεις» εἶπεν· «ἀλλ᾽ οὔτ᾽ ἂν ἐγὼ Σερίφιος ὢν ἐγενόμην ἔνδοξος, οὔτε σὺ Ἀθηναῖος».
[18.6] Ἑτέρου δέ τινος τῶν στρατηγῶν, ὡς ἔδοξέ τι χρήσιμον διαπεπρᾶχθαι τῇ πόλει, θρασυνομένου πρὸς τὸν Θεμιστοκλέα καὶ τὰς ἑαυτοῦ ταῖς ἐκείνου πράξεσιν ἀντιπαραβάλλοντος, ἔφη τῇ ἑορτῇ τὴν ὑστεραίαν ἐρίσαι, λέγουσαν ὡς ἐκείνη μὲν ἀσχολιῶν τε μεστὴ καὶ κοπώδης ἐστίν, ἐν αὐτῇ δὲ πάντες ἀπολαύουσι τῶν παρεσκευασμένων σχολάζοντες· τὴν δ᾽ ἑορτὴν πρὸς ταῦτ᾽ εἰπεῖν· «ἀληθῆ λέγεις· ἀλλ᾽ ἐμοῦ μὴ γενομένης σὺ οὐκ ἂν ἦσθα·» «κἀμοῦ τοίνυν» ἔφη «τότε μὴ γενομένου, ποῦ ἂν ἦτε νῦν ὑμεῖς;»
[18.7] Τὸν δ᾽ υἱὸν ἐντρυφῶντα τῇ μητρὶ καὶ δι᾽ ἐκείνην ἑαυτῷ σκώπτων ἔλεγε πλεῖστον τῶν Ἑλλήνων δύνασθαι· τοῖς μὲν γὰρ Ἕλλησιν ἐπιτάσσειν Ἀθηναίους, Ἀθηναίοις δ᾽ ἑαυτόν, αὑτῷ δὲ τὴν ἐκείνου μητέρα, τῇ μητρὶ δ᾽ ἐκεῖνον.
[18.8] Ἴδιος δέ τις ἐν πᾶσι βουλόμενος εἶναι, χωρίον μὲν πιπράσκων ἐκέλευε κηρύττειν ὅτι καὶ γείτονα χρηστὸν ἔχει· [18.9] τῶν δὲ μνωμένων αὐτοῦ τὴν θυγατέρα τὸν ἐπιεικῆ τοῦ πλουσίου προκρίνας, ἔφη ζητεῖν ἄνδρα χρημάτων δεόμενον μᾶλλον ἢ χρήματα ἀνδρός. ἐν μὲν οὖν τοῖς ἀποφθέγμασι τοιοῦτός τις ἦν.


Αποφθέγματα του Θεμιστοκλή
[18.1] Αλήθεια, ήταν το φυσικό του να κυνηγά τη δόξα, αν πρέπει να κρίνει κανείς από όσα μνημονεύονται γι᾽ αυτόν. Όταν, λόγου χάρη, η πόλη τον είχε εκλέξει ναύαρχο, καμιά υπόθεση ούτε ιδιωτική ούτε δημόσια δεν ενεργούσε την καθεμιά στην ώρα της, παρά κάθε δουλειά που τύχαινε να του παρουσιάζεται, την άφηνε με πολλές αναβολές για την ημέρα εκείνη που ήταν να ταξιδέψει, και το έκανε αυτό, για να τον βλέπουν την τελευταία στιγμή πως ενεργεί συγχρόνως πολλές υποθέσεις μαζί και έρχεται σ᾽ επαφή με λογής λογής ανθρώπους, ώστε να φαίνεται ότι είναι σπουδαίος και έχει πολύ μεγάλη δύναμη.
[18.2] Όταν κάποτε παρατηρούσε κοντά στη θάλασσα τους νεκρούς που τα κύματα τους είχαν ρίξει έξω, και τους είδε να φορούν χρυσά βραχιόλια και περιδέραια, ο ίδιος τα προσπέρασε χωρίς να τους δώσει σημασία, αλλά τα έδειξε στο φίλο του που τον ακολουθούσε και του είπε: «Πάρ᾽ τα για σένα, γιατί εσύ δεν είσαι ο Θεμιστοκλής».
[18.3] {Και σε κάποιον όμορφο νεαρό, τον Αντιφάτη, ο οποίος παλιότερα του συμπεριφερόταν αλαζονικά, αλλά στη συνέχεια έγινε περιποιητικός απέναντί του λόγω της δόξας που είχε αποκτήσει, του είπε: «Έστω κι αργά, κι οι δυο μας βάλαμε μυαλό».}
[18.4] Για τους Αθηναίους πάλι έλεγε πως δεν τον εκτιμούν και δεν τον θαυμάζουν, παρά όπως σ᾽ ένα πλατάνι σε στιγμή κακοκαιρίας και κινδύνου προστρέχουν κάτω από τα κλαδιά του, μα σα γίνει καλός καιρός ολόγυρά τους, το μαδούν και το κόβουν. [18.5] Σ᾽ αυτόν από τη Σέριφο πάλι που του είπε κάποτε πως δεν έχει αποχτήσει δόξα από προσωπική του αξία, παρά χάρη στην πόλη από την οποία κατάγεται, ο Θεμιστοκλής του αποκρίθηκε: «Αλήθεια λες, μα ούτ᾽ εγώ αν ήμουν από τη Σέριφο θα γινόμουν ένδοξος ούτ᾽ εσύ αν ήσουν Αθηναίος».
[18.6] Ακόμη λένε ότι, όταν ένας από τους (νεότερους) στρατηγούς, νομίζοντας πως είχε προσφέρει κάποια χρήσιμη υπηρεσία στην πόλη, μίλησε με θρασύτητα στο Θεμιστοκλή και σύγκρινε τις δικές του πράξεις με τις πράξεις εκείνου, ο Θεμιστοκλής του είπε ένα μύθο: «Κάποτε φιλονίκησε με τη γιορτή η ακόλουθή της μέρα και της έλεγε “εσύ όταν έρχεσαι, μας φέρνεις αναστάτωση και κόπους, ενώ κατά τη διάρκεια τη δική μου οι άνθρωποι χαίρονται τα όσα έχουν ετοιμάσει και ζούν ήσυχα.” Σ᾽ αυτά η γιορτή απάντησε: «αλήθεια λες· μα, αν δεν είχα γίνει εγώ, εσύ δε θα υπήρχες. Και λοιπόν, για να έρθουμε και στα δικά μας, αν τότε δεν είχα γίνει εγώ, που θα ήσαστε τώρα εσείς;»
[18.7] Και για το γιο του που έκανε τη μητέρα του όπως ήθελε και εξαιτίας εκείνης είχε πάρει τον αέρα και του ίδιου, αστειευόταν και έλεγε ότι ο γιος του είχε περισσότερη δύναμη απ᾽ όλους τους Έλληνες, γιατί τους Έλληνες τους κυβερνούν οι Αθηναίοι, τους Αθηναίους αυτός, αυτόν η γυναίκα του και τη γυναίκα του ο γιος τους.
[18.8] Και πάλι, επειδή ήθελε σε όλα να ξεχωρίζει όταν πουλούσε κανένα χτήμα, έδινε παραγγελία να διαλαλήσουν πως εκτός από τα άλλα έχει και καλό γείτονα.
[18.9] Από αυτούς που ζητούσαν τη θυγατέρα του σε γάμο προτίμησε τον πιο φρόνιμο και όχι τον πιο πλούσιο και έλεγε ότι ζητεί άνθρωπο που έχει ανάγκη από χρήματα και όχι χρήματα που έχουν ανάγκη από άνθρωπο. Τέτοιος ήταν ο Θεμιστοκλής, όπως δείχνεται σ᾽ αυτά τα σοφά του λόγια.