Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (1.46.1-1.52.1)

[1.46.1] Κροῖσος δὲ ἐπὶ δύο ἔτεα ἐν πένθεϊ μεγάλῳ κατῆστο τοῦ παιδὸς ἐστερημένος· μετὰ δὲ ἡ Ἀστυάγεος τοῦ Κυαξάρεω ἡγεμονίη καταιρεθεῖσα ὑπὸ Κύρου τοῦ Καμβύσεω καὶ τὰ τῶν Περσέων πρήγματα αὐξανόμενα πένθεος μὲν Κροῖσον ἀπέπαυσε, ἐνέβησε δὲ ἐς φροντίδα, εἴ κως δύναιτο, πρὶν μεγάλους γενέσθαι τοὺς Πέρσας, καταλαβεῖν αὐτῶν αὐξανομένην τὴν δύναμιν. [1.46.2] μετὰ ὦν τὴν διάνοιαν ταύτην αὐτίκα ἀπεπειρᾶτο τῶν μαντηίων τῶν τε ἐν Ἕλλησι καὶ τοῦ ἐν Λιβύῃ, διαπέμψας ἄλλους ἄλλῃ, τοὺς μὲν ἐς Δελφοὺς ἰέναι, τοὺς δὲ ἐς Ἄβας τὰς Φωκέων, τοὺς δὲ ἐς Δωδώνην· οἱ δέ τινες ἐπέμποντο παρά τε Ἀμφιάρεων καὶ παρὰ Τροφώνιον, οἱ δὲ τῆς Μιλησίης ἐς Βραγχίδας· [1.46.3] ταῦτα μέν νυν τὰ Ἑλληνικὰ μαντήια ἐς τὰ ἀπέπεμψε μαντευσόμενος Κροῖσος· Λιβύης δὲ παρὰ Ἄμμωνα ἀπέστειλε ἄλλους χρησομένους. διέπεμπε δὲ πειρώμενος τῶν μαντηίων ὅ τι φρονέοιεν, ὡς εἰ φρονέοντα τὴν ἀληθείην εὑρεθείη, ἐπείρηταί σφεα δεύτερα πέμπων εἰ ἐπιχειρέοι ἐπὶ Πέρσας στρατεύεσθαι. [1.47.1] ἐντειλάμενος δὲ τοῖσι Λυδοῖσι τάδε ἀπέπεμπε ἐς τὴν διάπειραν τῶν χρηστηρίων, ἀπ᾽ ἧς ἂν ἡμέρης ὁρμηθέωσι ἐκ Σαρδίων, ἀπὸ ταύτης ἡμερολογέοντας τὸν λοιπὸν χρόνον ἑκατοστῇ ἡμέρῃ χρᾶσθαι τοῖσι χρηστηρίοισι, ἐπειρωτῶντας ὅ τι ποιέων τυγχάνοι ὁ Λυδῶν βασιλεὺς Κροῖσος ὁ Ἀλυάττεω· ἅσσα δ᾽ ἂν ἕκαστα τῶν χρηστηρίων θεσπίσῃ, συγγραψαμένους ἀναφέρειν παρ᾽ ἑωυτόν. [1.47.2] ὅ τι μέν νυν τὰ λοιπὰ τῶν χρηστηρίων ἐθέσπισε, οὐ λέγεται πρὸς οὐδαμῶν· ἐν δὲ Δελφοῖσι ὡς ἐσῆλθον τάχιστα ἐς τὸ μέγαρον οἱ Λυδοὶ χρησόμενοι τῷ θεῷ καὶ ἐπειρώτων τὸ ἐντεταλμένον, ἡ Πυθίη ἐν ἑξαμέτρῳ τόνῳ λέγει τάδε·
[1.47.3] οἶδα δ᾽ ἐγὼ ψάμμου τ᾽ ἀριθμὸν καὶ μέτρα θαλάσσης,
καὶ κωφοῦ συνίημι καὶ οὐ φωνεῦντος ἀκούω.
ὀδμή μ᾽ ἐς φρένας ἦλθε κραταιρίνοιο χελώνης
ἑψομένης ἐν χαλκῷ ἅμ᾽ ἀρνείοισι κρέεσσιν,
ᾗ χαλκὸς μὲν ὑπέστρωται, χαλκὸν δ᾽ ἐπίεσται.
[1.48.1] ταῦτα οἱ Λυδοὶ θεσπισάσης τῆς Πυθίης συγγραψάμενοι οἴχοντο ἀπιόντες ἐς τὰς Σάρδις. ὡς δὲ καὶ ὧλλοι οἱ περιπεμφθέντες παρῆσαν φέροντες τοὺς χρησμούς, ἐνθαῦτα ὁ Κροῖσος ἕκαστα ἀναπτύσσων ἐπώρα τῶν συγγραμμάτων. τῶν μὲν δὴ οὐδὲν προσίετό μιν· ὁ δὲ ὡς τὸ ἐκ Δελφῶν ἤκουσε, αὐτίκα προσεύχετό τε καὶ προσεδέξατο, νομίσας μοῦνον εἶναι μαντήιον τὸ ἐν Δελφοῖσι, ὅτι οἱ ἐξευρήκεε τὰ αὐτὸς ἐποίησε. [1.48.2] ἐπείτε γὰρ δὴ διέπεμψε παρὰ τὰ χρηστήρια τοὺς θεοπρόπους, φυλάξας τὴν κυρίην τῶν ἡμερέων ἐμηχανᾶτο τοιάδε· ἐπινοήσας τὰ ἦν ἀμήχανον ἐξευρεῖν τε καὶ ἐπιφράσασθαι, χελώνην καὶ ἄρνα κατακόψας ὁμοῦ ἥψεε αὐτὸς ἐν λέβητι χαλκέῳ χάλκεον ἐπίθημα ἐπιθείς. [1.49.1] τὰ μὲν δὴ ἐκ Δελφῶν οὕτω τῷ Κροίσῳ ἐχρήσθη· κατὰ δὲ τὴν Ἀμφιάρεω τοῦ μαντηίου ὑπόκρισιν οὐκ ἔχω εἰπεῖν ὅ τι τοῖσι Λυδοῖσι ἔχρησε ποιήσασι περὶ τὸ ἱρὸν τὰ νομιζόμενα (οὐ γὰρ ὦν οὐδὲ τοῦτο λέγεται) ἄλλο γε ἢ ὅτι καὶ τοῦτον ἐνόμισε μαντήιον ἀψευδὲς ἐκτῆσθαι. [1.50.1] μετὰ δὲ ταῦτα θυσίῃσι μεγάλῃσι τὸν ἐν Δελφοῖσι θεὸν ἱλάσκετο· κτήνεά τε γὰρ τὰ θύσιμα πάντα τρισχίλια ἔθυσε, κλίνας τε ἐπιχρύσους καὶ ἐπαργύρους καὶ φιάλας χρυσέας καὶ εἵματα πορφύρεα καὶ κιθῶνας νήσας πυρὴν μεγάλην κατέκαιε, ἐλπίζων τὸν θεὸν μᾶλλόν τι τούτοισι ἀνακτήσεσθαι· Λυδοῖσί τε πᾶσι προεῖπε θύειν πάντα τινὰ αὐτῶν τοῦτο ὅ τι ἔχοι ἕκαστος. [1.50.2] ὡς δὲ ἐκ τῆς θυσίης ἐγένετο, καταχεάμενος χρυσὸν ἄπλετον ἡμιπλίνθια ἐξ αὐτοῦ ἐξήλαυνε, ἐπὶ μὲν τὰ μακρότερα ποιέων ἑξαπάλαστα, ἐπὶ δὲ τὰ βραχύτερα τριπάλαστα, ὕψος δὲ παλαιστιαῖα, ἀριθμὸν δὲ ἑπτακαίδεκα καὶ ἑκατόν, καὶ τούτων ἀπέφθου χρυσοῦ τέσσερα, τρίτον ἡμιτάλαντον ἕκαστον ἕλκοντα, τὰ δὲ ἄλλα ἡμιπλίνθια λευκοῦ χρυσοῦ, σταθμὸν διτάλαντα. [1.50.3] ἐποιέετο δὲ καὶ λέοντος εἰκόνα χρυσοῦ ἀπέφθου, ἕλκουσαν σταθμὸν τάλαντα δέκα. οὗτος ὁ λέων, ἐπείτε κατεκαίετο ὁ ἐν Δελφοῖσι νηός, κατέπεσε ἀπὸ τῶν ἡμιπλινθίων (ἐπὶ γὰρ τούτοισι ἵδρυτο) καὶ νῦν κεῖται ἐν τῷ Κορινθίων θησαυρῷ, ἕλκων σταθμὸν ἕβδομον ἡμιτάλαντον· ἀπετάκη γὰρ αὐτοῦ τέταρτον ἡμιτάλαντον. [1.51.1] ἐπιτελέσας δὲ ὁ Κροῖσος ταῦτα ἀπέπεμπε ἐς Δελφοὺς καὶ τάδε ἄλλα ἅμα τοῖσι· κρητῆρας δύο μεγάθεϊ μεγάλους, χρύσεον καὶ ἀργύρεον, τῶν ὁ μὲν χρύσεος ἔκειτο ἐπὶ δεξιὰ ἐσιόντι ἐς τὸν νηόν, ὁ δὲ ἀργύρεος ἐπ᾽ ἀριστερά. [1.51.2] μετεκινήθησαν δὲ καὶ οὗτοι ὑπὸ τὸν νηὸν κατακαέντα, καὶ ὁ μὲν χρύσεος κεῖται ἐν τῷ Κλαζομενίων θησαυρῷ, ἕλκων σταθμὸν εἴνατον ἡμιτάλαντον καὶ ἔτι δυώδεκα μνέας, ὁ δὲ ἀργύρεος ἐπὶ τοῦ προνηΐου τῆς γωνίης, χωρέων ἀμφορέας ἑξακοσίους· ἐπικίρναται γὰρ ὑπὸ Δελφῶν Θεοφανίοισι. [1.51.3] φασὶ δέ μιν Δελφοὶ Θεοδώρου τοῦ Σαμίου ἔργον εἶναι, καὶ ἐγὼ δοκέω· οὐ γὰρ τὸ συντυχὸν φαίνεταί μοι ἔργον εἶναι. καὶ πίθους τε ἀργυρέους τέσσερας ἀπέπεμψε, οἳ ἐν τῷ Κορινθίων θησαυρῷ ἑστᾶσι, καὶ περιρραντήρια δύο ἀνέθηκε, χρύσεόν τε καὶ ἀργύρεον, τῶν τῷ χρυσέῳ ἐπιγέγραπται Λακεδαιμονίων φάμενον εἶναι ἀνάθημα, οὐκ ὀρθῶς λέγοντες· [1.51.4] ἔστι γὰρ καὶ τοῦτο Κροίσου, ἐπέγραψε δὲ τῶν τις Δελφῶν Λακεδαιμονίοισι βουλόμενος χαρίζεσθαι, τοῦ ἐπιστάμενος τὸ οὔνομα οὐκ ἐπιμνήσομαι. ἀλλ᾽ ὁ μὲν παῖς, δι᾽ οὗ τῆς χειρὸς ῥέει τὸ ὕδωρ, Λακεδαιμονίων ἐστί, οὐ μέντοι τῶν γε περιρραντηρίων οὐδέτερον. [1.51.5] ἄλλα τε ἀναθήματα οὐκ ἐπίσημα πολλὰ ἀπέπεμψε ἅμα τούτοισι ὁ Κροῖσος καὶ χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα, καὶ δὴ καὶ γυναικὸς εἴδωλον χρύσεον τρίπηχυ, τὸ Δελφοὶ τῆς ἀρτοκόπου τῆς Κροίσου εἰκόνα λέγουσι εἶναι. πρὸς δὲ καὶ τῆς ἑωυτοῦ γυναικὸς τὰ ἀπὸ τῆς δειρῆς ἀνέθηκε ὁ Κροῖσος καὶ τὰς ζώνας. [1.52.1] ταῦτα μὲν ἐς Δελφοὺς ἀπέπεμψε, τῷ δὲ Ἀμφιάρεῳ, πυθόμενος αὐτοῦ τήν τε ἀρετὴν καὶ τὴν πάθην, ἀνέθηκε σάκος τε χρύσεον πᾶν ὁμοίως καὶ αἰχμὴν στερεὴν πᾶσαν χρυσέην, τὸ ξυστὸν τῇσι λόγχῃσι ἐὸν ὁμοίως χρύσεον· τὰ ἔτι καὶ ἀμφότερα ἐς ἐμὲ ἦν κείμενα ἐν Θήβῃσι, καὶ Θηβέων ἐν τῷ νηῷ τοῦ Ἰσμηνίου Ἀπόλλωνος.

[1.46.1] Ο Κροίσος δύο ολόκληρα χρόνια έμεινε άπρακτος μέσα σε μεγάλο πένθος για το χαμό του παιδιού του. Ύστερα όμως η ηγεμονία του Αστυάγη, γιου του Κυαξάρη, που την αφάνισε ο Κύρος, γιος του Καμβύση, και τα περσικά πράγματα, που όλο και πήγαιναν μπροστά, έβαλαν τέλος στο πένθος του και τον έκαναν να σκεφτεί μήπως μπορούσε, πριν γίνουν μεγάλοι οι Πέρσες, να σταματήσει τη δύναμή τους πάνω στην αύξησή της. [1.46.2] Με αυτή τη σκέψη στο μυαλό του ζήτησε αμέσως να δοκιμάσει τα ελληνικά μαντεία κι αυτό που ήταν στη Λιβύη, και έστειλε ανθρώπους του άλλους αλλού: Μερικούς να πάνε στους Δελφούς, κάποιους στις Άβες της Φωκίδος κι άλλους στη Δωδώνη· μερικοί να τραβήξουν για το ιερό του Αμφιάραου και του Τροφώνιου, και άλλοι για τις Βραγχίδες της χώρας των Μιλησίων. [1.46.3] Αυτά είναι τα ελληνικά μαντεία, όπου ο Κροίσος έστειλε ανθρώπους του για να πάρει χρησμό. Στη Λιβύη ήταν το ιερό του Άμμωνα, όπου πήγαν αποσταλμένοι του να ρωτήσουν για λογαριασμό του. Ο λόγος που έστελνε ο Κροίσος ανθρώπους του σ᾽ αυτά τα μέρη ήταν που ήθελε να δοκιμάσει τα μαντεία πόσο σοφά ήταν, με την ιδέα πως αν βρεθεί να ξέρουν την αλήθεια, τότε να έστελνε για δεύτερη φορά και να ρωτήσει αν έπρεπε να επιχειρήσει εκστρατεία εναντίον των Περσών.
[1.47.1] Νά με ποιά εντολή έστελνε τους Λυδούς για τη δοκιμασία αυτή των χρηστηρίων: από την ημέρα που θα ξεκινούσαν από τις Σάρδεις, από αυτή λογαριάζοντας του λοιπού τις μέρες, στην εκατοστή να ζητήσουν χρησμό από τα μαντεία, ρωτώντας τί ακριβώς κάνει τότε ο βασιλιάς των Λυδών, ο Κροίσος, ο γιος του Αλυάττη. Κι ό,τι μαντεύσει καθένα από τα χρηστήρια, να ζητήσουν να τους το γράψουν και να το αναφέρουν στον ίδιο. [1.47.2] Τί μάντεψαν λοιπόν τα χρηστήρια κανείς δεν ξέρει να το πει. Στους Δελφούς όμως, ευθύς ως οι Λυδοί μπήκαν στο άδυτο για να ζητήσουν από το θεό χρησμό και έκαναν την ερώτησή τους σύμφωνα με την εντολή που είχαν, η Πυθία σε εξάμετρο λέγει τα ακόλουθα:
[1.47.3] Ηξεύρω εγώ τον αριθμόν της άμμου και τα μέτρα της θαλάσσης.
Νοώ τον βουβόν και τον ακούω, χωρίς να ομιλεί.
Ήλθεν εις τας αισθήσεις μου οσμή σκληροδέρμου χελώνης,
η οποία βράζει ομού με αρνίσια κρέατα εις χάλκινον αγγείον.
Υποκάτω αυτής είναι χαλκός και άνωθεν πάλιν χαλκός.
[1.48.1] Αυτά σα μάντεψε η Πυθία, οι Λυδοί τα κατέγραψαν και ύστερα σηκώθηκαν και έφυγαν για τις Σάρδεις. Όταν έφτασαν εκεί από τα διάφορα μέρη και οι άλλοι αποσταλμένοι, φέρνοντας μαζί τους τους χρησμούς, τότε ο Κροίσος άνοιγε ένα προς ένα τα γραφτά τους και εξέταζε τί έλεγαν. Από τα άλλα κανένα δεν τον σταμάτησε· ευθύς όμως ως άκουσε τί έλεγε ο δελφικός χρησμός, αμέσως προσκύνησε και παραδέχτηκε την αλήθεια του, έτσι που πείστηκε πως μόνο αληθινό μαντείο είναι των Δελφών, αφού του βρήκε τί έκανε αυτός. [1.48.2] Γιατί σαν σκόρπισε ο Κροίσος στα διάφορα μαντεία τους ανθρώπους του για να ρωτήσουν το θεό, φύλαξε την ορισμένη μέρα και νά τί μηχανεύτηκε· σκέφτηκε πράγμα που ήταν αδύνατο να το βρει κανείς και να το βάλει ο νους του: έκοψε σε κομμάτια μια χελώνα και ένα αρνί και τα έβαλε ο ίδιος να βράσουν μαζί σε χάλκινο λεβέτι που το αποσκέπασε με χάλκινο καπάκι.
[1.49.1] Από τους Δελφούς αυτός ο χρησμός δόθηκε στον Κροίσο. Για την απάντηση που έδωκε το μαντείο του Αμφιάραου, δεν ξέρω να πω τί χρησμοδότησε στους Λυδούς, όταν επιτέλεσαν τα νόμιμα γύρω από το ιερό (γιατί ούτε κι αυτός ο χρησμός παραδίδεται)· τίποτε άλλο σχετικά δεν έχω να πω, παρά ότι ο Κροίσος έκρινε πως και του Αμφιάραου το μαντείο λέει την αλήθεια.
[1.50.1] Ύστερα από αυτά ο Κροίσος θέλησε με μεγάλες θυσίες να κερδίσει με το μέρος του το θεό των Δελφών. Θυσίασε λοιπόν ζωντανά, τρεις χιλιάδες από κάθε είδους σφάγια, μάζεψε σε σωρό κρεβάτια επίχρυσα και επάργυρα, χρυσά ποτήρια, ρούχα πορφυρά και χιτώνες, και άναψε με αυτά φωτιά μεγάλη και τα έκαιε, ελπίζοντας πως έτσι θα κερδίσει ευκολότερα την εύνοια του θεού. Μα και σε όλους τους Λυδούς παράγγειλε να προσφέρουν όλοι ανεξαιρέτως κάτι πολύτιμο για την πυρά, καθένας τους ό,τι είχε. [1.50.2] Αμέσως μετά τη θυσία είπε και έλιωσαν πάρα πολύ χρυσάφι και έκανε από αυτό μισά πλιθιά, που ήταν το μήκος του έξι παλάμες, το πλάτος τους τρεις, το ύψος τους μια παλάμη, εκατόν δέκα επτά τον αριθμό. Από αυτά τέσσερα ήταν από καθαρό χρυσάφι που το καθένα τους ζύγιζε δυόμισι τάλαντα, τα άλλα ήταν από μίγμα χρυσού και αργύρου και ζύγιζαν δύο τάλαντα. [1.50.3] Είπε ακόμη ο Κροίσος και έφτιασαν ομοίωμα ενός λιονταριού από καθαρό χρυσάφι, που ζύγιζε δέκα τάλαντα. Αυτό το λιοντάρι μετά την πυρπόληση του ναού στους Δελφούς, έπεσε πάνω από τα μισά πλιθιά (γιατί εκεί επάνω ήταν στημένο) και τώρα βρίσκεται στο θησαυρό των Κορινθίων και ζυγίζει εξίμισι τάλαντα· γιατί έλιωσαν από το χρυσάφι του τρεισήμισι τάλαντα.
[1.51.1] Όταν τα αποτέλειωσε αυτά ο Κροίσος, τα έστειλε στους Δελφούς και μαζί τους και άλλα, τα εξής: δύο πελώριους κρατήρες, έναν χρυσό και έναν από ασήμι, που ο χρυσός ήταν στημένος μπαίνοντας στο ναό στα δεξιά, ενώ ο ασημένιος στα αριστερά. [1.51.2] Μετακινήθηκαν όμως κι αυτοί τότε που πυρπολήθηκε ο ναός, και ο χρυσός κρατήρας βρίσκεται τώρα στο θησαυρό των Κλαζομενίων ζυγίζοντας οκτώμισι τάλαντα και δώδεκα μνες, ενώ ο ασημένιος στη γωνιά του πρόναου, και χωρά εξακόσιους αμφορείς· μέσα σ᾽ αυτόν ανακατεύουν στους Δελφούς το κρασί με νερό στη γιορτή των Θεοφανίων. [1.51.3] Λεν στους Δελφούς πως το έργο είναι του Θεοδώρου από τη Σάμο, και το πιστεύω· γιατί δε νομίζω ότι είναι τυχαίο έργο. Έστειλε ακόμη ο Κροίσος και τέσσερα πιθάρια από ασήμι, που είναι στημένα στο θησαυρό των Κορινθίων, και αφιέρωσε και δύο περιρραντήρια, ένα χρυσό και ένα ασημένιο· στο χρυσό υπάρχει επιγραφή που λέει πως πρόκειται για ανάθημα των Λακεδαιμονίων — δεν είναι αλήθεια, γιατί κι αυτό είναι του Κροίσου· [1.51.4] όσο για την επιγραφή, την έγραψε κάποιος στους Δελφούς που ήθελε να κάνει χάρη των Λακεδαιμονίων· ξέρω πολύ καλά το όνομά του, αλλά δε θα το κοινολογήσω. Το νέο αγόρι, που από το χέρι του τρέχει νερό, αυτό ναι είναι των Λακεδαιμονίων, από τα περιρραντήρια όμως κανένα. [1.51.5] Έστειλε μαζί μ᾽ αυτά κι άλλα αναθήματα ο Κροίσος όχι πολύ σπουδαία, και κροντήρια για σπονδές ασημένια με φόρμα κυκλική και ακόμη ένα χρυσό άγαλμα κάποιας γυναίκας, τρεις πήχεις ψηλό, που στους Δελφούς λένε πως είναι ομοίωμα εκείνης που του ζύμωνε το ψωμί. Κοντά σ᾽ αυτά αφιέρωσε ο Κροίσος και της γυναίκας του τα περιδέραια και τις ζώνες της.
[1.52.1] Αυτά έστειλε στους Δελφούς· ενώ στο ιερό του Αμφιάραου, όταν έμαθε την αρετή και τα παθήματά του, αφιέρωσε μια ασπίδα ολόχρυση και ένα δόρυ ατόφια ολόχρυσο, που και το κοντάρι του και η αιχμή του ήταν επίσης από χρυσάφι. Και τα δύο αυτά αφιερώματα βρίσκονταν ακόμη και στα δικά μου χρόνια στη Θήβα, και μάλιστα στο ναό των Θηβαίων τον αφιερωμένο στον Ισμήνιο Απόλλωνα.