[2.27.1] «Άνθρωποι δίχως ιερό και όσιο! Τρελαθήκατε να τολμήσετε τέτοια πράματα; Φέρατε πόλεμο σε περιοχή που μου είναι αγαπητή, αρπάξατε κοπάδια από αγελάδες, γίδες και πρόβατα που προστάτευα. [2.27.2] Σύρατε από βωμό ένα κορίτσι, που ο Έρωτας θέλει να την κάνει θρύλο, δίχως να ντραπείτε μήτε τις Νύμφες που σας έβλεπαν μήτε εμένα τον Πάνα. Όσο λοιπόν ταξιδεύετε με τέτοια λάφυρα, ούτε τη Μήθυμνα θα ξαναδείτε, ούτε από τούτη τη φλογέρα θα γλιτώσετε που σας έβαλε σε τέτοια ταραχή· [2.27.3] θα σας βουλιάξω να σας φάνε τα ψάρια, αν δε δώσεις αμέσως πίσω στις Νύμφες και τη Χλόη και τα κοπάδια της, γίδες και πρόβατα. Σήκω λοιπόν και βγάλε στη στεριά το κορίτσι μαζί μ᾽ αυτά που είπα, και τότε θα σε οδηγήσω και σένα στο ταξίδι σου κι εκείνη στο δρόμο της». [2.28.1] Ο Βρύαξις (έτσι λεγόταν ο στρατηγός) πετάχτηκε πολύ ταραγμένος, σύναξε τους κυβερνήτες των καραβιών και πρόσταξε ν᾽ αποζητήσουν αμέσως τη Χλόη ανάμεσα στους αιχμαλώτους. [2.28.2] Εκείνοι δεν άργησαν να τη βρουν και να του τη φέρουν, γιατί καθόταν στεφανωμένη με την κουκουναριά. Κρίνοντας πως και τούτο ήταν σημάδι, σχετικό μ᾽ αυτά που ᾽χε δει στ᾽ όνειρό του, την έβγαλε στη στεριά πάνω στην ίδια τη ναυαρχίδα του. [2.28.3] Ευθύς ως πάτησε η Χλόη τη γης, ακούστηκε και πάλι από το βράχο ήχος φλογέρας — όχι όμως πια πολεμόχαρος και τρομαχτικός, αλλά τσοπάνικος σαν εκείνον που οδηγεί τα κοπάδια στη βοσκή. Τότε τα πρόβατα βγήκαν τρεχάτα, δίχως να γλιστράνε τα πόδια τους πάνω στη σανίδα, κι οι γίδες μ᾽ ακόμα μεγαλύτερη σιγουριά μιας κι ήταν συνηθισμένες να σκαρφαλώνουν στα κατσάβραχα. [2.29.1] Τα ζώα περικύκλωσαν τη Χλόη σα χορός, πηδώντας και βελάζοντας, λες κι ήθελαν να δείξουν τη χαρά τους. Ωστόσο οι γίδες των άλλων βοσκών, καθώς και τα πρόβατα κι οι αγελάδες, έμεναν στις θέσεις τους στ᾽ αμπάρια των πλοίων, σα να μην τα φώναζεν εκείνα η μελωδία. [2.29.2] Την ώρα που όλοι ζητωκραύγαζαν τον Πάνα, κατάπληκτοι με το θαύμα, είδαν τα μάτια τους ακόμα πιο απίστευτα πράματα και στη στεριά και στη θάλασσα: [2.29.3] τα πλοία των Μηθυμνιωτών να ξεκινάνε πριν ακόμα σηκωθούν οι άγκυρες, και μπροστά στη ναυαρχίδα να προχωράει ένα δελφίνι πηδηχτό μέσ᾽ απ᾽ τα κύματα· ταυτόχρονα, μπροστά στις γίδες και τα πρόβατα πήγαινε γλυκύτατος σκοπός φλογέρας, δίχως κανένας να βλέπει ποιός έπαιζε — και τα γιδοπρόβατα, χαρούμενα με το τραγούδι, περπατούσαν κι έβοσκαν συνάμα. [2.30.1] Ήταν πάνω-κάτω η ώρα για τη δεύτερη βοσκή όταν ο Δάφνης αντίκρισε, από ένα ψηλό παρατηρητήριο, τα κοπάδια και τη Χλόη. Βγάζοντας τότε μεγάλη φωνή «Ω Νύμφες! Ω Παν!» όρμησε κάτω στην πεδιάδα, αγκάλιασε τη Χλόη κι έπεσε λιπόθυμος· [2.30.2] χρειάστηκαν τα φιλιά της Χλόης κι η ζεστή αγκαλιά της για να τον συνεφέρουν. Κατόπι πήγε στη συνηθισμένη του βελανιδιά, κάθισε στον κορμό και τη ρώτησε πώς κατάφερε να ξεφύγει από τόσους εχθρούς. [2.30.3] Τότε εκείνη του τα διηγήθηκε όλα: πώς οι γίδες εμφανίστηκαν στεφανωμένες με κισσό, πώς τα πρόβατα ούρλιαξαν, πώς στο κεφάλι της άνθισε κουκουναριά· τί νύχτα τρόμου πέρασε με την πυρκαγιά στη στεριά, τον κρότο στη θάλασσα, τη φλογέρα με τους δυο ήχους — τον πολεμικό και τον ειρηνικό· και πώς, ενώ δεν ήξερε το δρόμο, την οδήγησε μουσική. [2.30.4] Ο Δάφνης κατάλαβε, χάρη στ᾽ όνειρο που του ᾽χαν στείλει οι Νύμφες, ότι στον Πάνα τα χρωστούσαν τούτα, και με τη σειρά του της διηγήθηκε κι αυτός όσα είχε δει κι ακούσει και πώς, ενώ κόντευε να πεθάνει, τον έσωσαν οι Νύμφες. [2.30.5] Έπειτα την έστειλε να φέρει τον Δρύα, το Λάμωνα και τους άλλους, καθώς κι ό,τι χρειάζεται για θυσία. Στο μεταξύ ο ίδιος έπιασε την καλύτερη απ᾽ όλες τις γίδες, τη στεφάνωσε με κισσό —έτσι όπως τις είχαν δει οι εχθροί— κι αφού έχυσε γάλα στα κέρατά της τη θυσίασε στις Νύμφες· κατόπι την κρέμασε, την έγδαρε και τους αφιέρωσε την προβιά. |