Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΛΟΓΓΟΣ
Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (2.20.1-2.23.5)
[2.20.1] Ὁ δὲ εὐθὺς τῆς ἐπιούσης ἀναγόμενος αὐτερέταις στρατιώταις ἐπέπλει τοῖς παραθαλασσίοις τῶν Μιτυληναίων ἀγροῖς. Καὶ πολλὰ μὲν ἥρπαζε ποίμνια, πολὺν δὲ σῖτον καὶ οἶνον, ἄρτι πεπαυμένου τοῦ τρυγητοῦ, καὶ ἀνθρώπους δὲ οὐκ ὀλίγους, ὅσοι τούτων ἐργάται. [2.20.2] Ἐπέπλευσε καὶ τοῖς τῆς Χλόης ἀγροῖς καὶ τοῦ Δάφνιδος, καὶ ἀπόβασιν ὀξεῖαν θέμενος λείαν ἤλαυνε τὰ ἐν ποσίν. Ὁ μὲν Δάφνις οὐκ ἔνεμε τὰς αἶγας ἀλλ᾽ ἐς τὴν ὕλην ἀνελθὼν φυλλάδα χλωρὰν ἔκοπτεν, ὡς ἔχοι τοῦ χειμῶνος παρέχειν τοῖς ἐρίφοις τροφήν· ὥστε ἄνωθεν θεασάμενος τὴν καταδρομὴν ἐνέκρυψεν αὑτὸν στελέχει κοίλῳ ξηρᾶς ὀξύης· [2.20.3] ἡ δὲ Χλόη παρῆν ταῖς ἀγέλαις καὶ διωκομένη καταφεύγει πρὸς τὰς Νύμφας ἱκέτις καὶ ἐδεῖτο φείσασθαι καὶ ὧν ἔνεμε καὶ αὐτῆς διὰ τὰς θεάς. Ἀλλ᾽ ἦν οὐδὲν ὄφελος· οἱ γὰρ Μηθυμναῖοι πολλὰ τῶν ἀγαλμάτων κατακερτομήσαντες καὶ τὰς ἀγέλας ἤλασαν κἀκείνην ἤγαγον ὥσπερ αἶγα ἢ πρόβατον παίοντες λύγοις. |
[2.20.1] Ο στρατηγός ξεκίνησεν ευθύς την άλλη μέρα, χρησιμοποιώντας τους ίδιους τους στρατιώτες του στα κουπιά, κι έβαλε πλώρη για τα παραθαλάσσια κτήματα των Μυτιληνιών. Εκεί άρχισαν ν᾽ αρπάζουν πλήθος κοπάδια και στάρι, καθώς και κρασί, μιας κι είχε μόλις τελειώσει ο τρύγος· έπιαναν και κάμποσους ανθρώπους που δούλευαν στα χωράφια. [2.20.2] Τράβηξαν και προς τα υποστατικά του Δάφνη και της Χλόης, αποβιβάστηκαν αιφνιδιαστικά και βάλθηκαν να κουρσεύουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Ο Δάφνης δεν έβοσκε εκείνη την ώρα τις γίδες, παρά είχε ανεβεί στο δάσος να κόψει φρέσκες φυλλωσιές να τις έχει τροφή, το χειμώνα, για τα γίδια· έτσι είδε από ψηλά την επιδρομή και κρύφτηκε στον κούφιο κορμό μιας ξερής οξιάς. [2.20.3] Η Χλόη πάλι, που ήταν με τα κοπάδια, έτρεξε κυνηγημένη να ζητήσει καταφύγιο στις θεές της σπηλιάς, ικετεύοντας τους διώκτες της να λυπηθούν, για χάρη των Νυμφών, και κείνη και τα ζώα που έβοσκε. Του κάκου όμως: οι Μηθυμνιώτες κατακορόιδεψαν τ᾽ αγάλματα, πήραν τα κοπάδια κι έσυραν και την ίδια τη Χλόη σα να ᾽ταν γίδι ή πρόβατο, χτυπώντας τη με βέργες. |