[2.9.1] Τέτοια τους δασκάλεψεν η νύχτα. Την άλλη μέρα, σαν πήγαν τα κοπάδια στη βοσκή, μόλις απάντησαν ο ένας τον άλλον φιλήθηκαν (κάτι που δεν έκαναν πρωτύτερα) κι απλώνοντας τα μπράτσα τους αγκαλιάστηκαν. Το τρίτο φάρμακο ωστόσο, να γδυθούν και να ξαπλώσουν, δίσταζαν να το δοκιμάσουν· απαιτούσε τόλμη που όχι μόνο τα κορίτσια δεν έχουν, αλλά ούτε κι οι νέοι γιδοβοσκοί. [2.9.2] Ξανά λοιπόν ήρθε νύχτα δίχως ύπνο, όπου συλλογίστηκαν όσα είχαν κάνει και μετάνιωσαν για όσα είχαν παραλείψει: «Νά που φιληθήκαμε, και σε τίποτα δεν ωφέλησε. Αγκαλιαστήκαμε, και δεν έκανε σχεδόν διαφορά. Μόνο το πλάγιασμα λοιπόν γιατρεύει τον έρωτα. Πρέπει να το δοκιμάσουμε κι αυτό — πάντως θα ᾽χει πιότερη δύναμη από το φιλί». [2.10.1] Με παρόμοια στο νου τους είδαν, όπως ήταν φυσικό, κι όνειρα ερωτικά με φιλιά κι αγκαλιές — κι όσα δεν είχαν κάνει την ημέρα τα ᾽καναν στον ύπνο τους, πλαγιάζοντας μαζί γυμνοί. [2.10.2] Το άλλο πρωί ξύπνησαν γεμάτοι θεϊκή ορμή, έβγαλαν γοργά τα κοπάδια —τόσο βιάζονταν να φιληθούν— και μόλις ειδώθηκαν έτρεξαν ο ένας στον άλλον χαμογελώντας. [2.10.3] Αντάλλαξαν λοιπόν φιλιά, και κατόπι αγκαλιάστηκαν· το τρίτο φάρμακο μολοτούτο καθυστερούσε, γιατί ούτε ο Δάφνης τολμούσε να το προτείνει ούτε η Χλόη να πάρει την πρωτοβουλία, ώσπου έγινε κι εκείνο τυχαία. [2.11.1] Καθισμένοι κοντά-κοντά σ᾽ έναν κορμό βελανιδιάς γεύονταν τη γλύκα του φιλιού, σφιχταγκαλιασμένοι στόμα με στόμα, και δε χόρταιναν την απόλαυσή του. [2.11.2] Σε μια στιγμή που ο Δάφνης τραβούσε τη Χλόη με πιότερη δύναμη πάνω του, έγειρε κάπως κι εκείνη στο πλάι, κι έγειρε κι αυτός μαζί της για να μη διακόψει το φιλί. Τότε αναγνώρισαν την εικόνα που ᾽χαν δει στ᾽ όνειρό τους, κι έμειναν πολλήν ώρα πλαγιασμένοι κολλητά ο ένας στον άλλον. [2.11.3] Καθώς όμως τίποτα δεν ήξεραν για τα υπόλοιπα, νόμισαν ότι εκεί τέλειωνε η ερωτική ηδονή· έτσι ξόδεψαν του κάκου ολάκερη σχεδόν μέρα, ώσπου ήρθε η ώρα να πάνε πίσω τα κοπάδια — γεμάτοι μίσος για τη νύχτα που τους χώριζε. Δεν αποκλείεται να ᾽χαν προχωρήσει και σε πιο σοβαρά πράματα, αν στο μεταξύ δεν ξέσπαγε χαλασμός σ᾽ όλη εκείνη την περιοχή, με τον ακόλουθο τρόπο. [2.12.1] Μερικοί πλούσιοι νεαροί από τη Μήθυμνα, θέλοντας να διασκεδάσουν τις μέρες του τρύγου με μιαν εκδρομή, αρμάτωσαν ένα μικρό καράβι, έβαλαν τους δούλους τους στα κουπιά και πήγαιναν γιαλό-γιαλό έξω απ᾽ τα παραθαλάσσια κτήματα των Μυτιληνιών. [2.12.2] Εκείνη η παραλία έχει άφθονα φυσικά λιμάνια, όρμους για λουτρά, κήπους και άλση, και τη στολίζουν πολυτελείς επαύλεις· έργα της φύσης ή έργα των ανθρώπων, όλα είν᾽ ευχάριστα για διαμονή. [2.12.3] Ακολουθώντας λοιπόν την παραλία άραζαν κάθε τόσο, και δίχως να βλάπτουν κανένα διασκέδαζαν με διαφόρους τρόπους: πότε έριχναν από προεξοχές βράχων αγκίστρια δεμένα σε καλάμια με λεπτό σπάγγο και ψάρευαν πετρόψαρα· πότε, με σκυλιά και με δίχτυα, έπιαναν λαγούς που ο θόρυβος του τρύγου έδιωχνε από τους αμπελώνες. [2.12.4] Κατόπι σκέφτηκαν να κυνηγήσουν και πουλιά, και με θηλιές έπιασαν αγριόχηνες και πάπιες και αγριόγαλους, συνδυάζοντας έτσι τη διασκέδαση με την καλοφαγία. Ό,τι άλλο είχαν ανάγκη τ᾽ αγόραζαν από τους χωρικούς, πληρώνοντάς το με το παραπάνω: [2.12.5] αυτά που χρειάζονταν ήταν ψωμί και κρασί και στέγη, γιατί δεν το ᾽βρισκαν φρόνιμο μέσα στο φθινόπωρο να διανυκτερεύσουν στη θάλασσα, και τη νύχτα έβγαζαν το καράβι στη στεριά από φόβο μην πιάσει τρικυμία. |