[3.29.1] Μόλις απόχτησε τις τρεις χιλιάδες έχασε κάθε δισταγμό — ένιωθε πιο πλούσιος όχι μόνο από τους χωρικούς της περιοχής, αλλά κι από τον κόσμο ολάκερο. Πήγε λοιπόν ευθύς στη Χλόη, της διηγήθηκε τ᾽ όνειρο, της έδειξε το σακούλι, και παραγγέλνοντάς της να φυλάει τα κοπάδια ώσπου να γυρίσει έτρεξε μ᾽ όλη του τη δύναμη στον Δρύα. Τον βρήκε ν᾽ αλωνίζει στάρι με τη Νάπη, και του μίλησε πολύ θαρρετά για το γάμο: [3.29.2] «Δώσε μου εμένα τη Χλόη γυναίκα. Εγώ και φλογέρα ξέρω να παίζω καλά, κι αμπέλια να κλαδεύω, και δέντρα να φυτεύω. Ξέρω και να οργώνω τη γη και να λιχνίζω αντίθετα στον άνεμο. Όσο για το πώς βόσκω τα πρόβατα, μάρτυράς μου η Χλόη. Παράλαβα πενήντα γίδες και τις διπλασίασα. Ανάστησα κι ωραίους τράγους, ενώ άλλοτε δανειζόμασταν ξένους για τις γίδες μας. [3.29.3] Κι έπειτα είμαι νέος, και σας στάθηκα πάντα καλός γείτονας. Κι ακόμα με βύζαξε γίδα, όπως προβατίνα βύζαξε τη Χλόη. Και χώρια που τόσο ξεπερνάω τους άλλους στα προσόντα, ούτε και στα δώρα θα μείνω πίσω. [3.29.4] Εκείνοι θα σου δώσουν γίδες και πρόβατα και δυο ψωροαγελάδες και στάρι που δεν είναι μήτε για να ταΐσεις τις κότες — ενώ εγώ δίνω τούτες τις τρεις χιλιάδες. Μονάχα μην το μάθει κανένας, ούτε κι ο ίδιος ο πατέρας μου ο Λάμων». Και συνάμα τους παράδωσε τα χρήματα, τους αγκάλιασε και τους φίλησε. [3.30.1] Αυτοί, που μήτε στ᾽ όνειρό τους δεν είχαν δει τέτοιο ποσό, του έταξαν αμέσως να του δώσουν τη Χλόη κι υποσχέθηκαν να πείσουν το Λάμωνα. [3.30.2] Η Νάπη έμεινε αυτού, βάζοντας τις αγελάδες να γυρίζουν έτσι που τα δοκάνια ν᾽ αλωνίζουνε τα στάχυα. Στο μεταξύ ο Δρύας, αφού έκρυψε το σακούλι στο ίδιο μέρος όπου είχε φυλαγμένα τα φασκιά, πήγε γοργά στο Λάμωνα και τη Μυρτάλη με τον ολότελα πρωτάκουστο σκοπό να τους ζητήσει γαμπρό. [3.30.3] Τους βρήκε κι εκείνους να μετράνε το κριθάρι που λίγο πριν είχαν λιχνίσει, κι ήταν κακόκεφοι επειδή με το ζόρι έβγαινε τόσο, όσο είχαν σπείρει. Τους είπε, για παρηγοριά, ότι το παράπονο ήταν γενικό. [3.30.4] Κατόπι τους γύρεψε τον Δάφνη για τη Χλόη, λέγοντας ότι ενώ άλλοι του ᾽διναν πολλά, από κείνους όχι μόνο τίποτα δε ζητούσε, παρά και κάτι θα τους έδινε από τα δικά του — γιατί τα παιδιά είχαν μεγαλώσει κοντά-κοντά, και στη βοσκή είχαν αγαπηθεί τόσο που δεν ήταν εύκολο να χωρίσουν, κι ήταν πια αρκετά μεγάλα για να κοιμηθούν μαζί. [3.30.5] Αυτά κι άλλα πολλά έλεγε ο Δρύας, ξέροντας ότι αν τους έπειθε θα κέρδιζε τις τρεις χιλιάδες. Ο Λάμων δεν μπορούσε πια να προφασιστεί μήτε τη φτώχεια του, μιας κι οι άλλοι δεν ήταν ξιπασμένοι, μήτε την ηλικία του Δάφνη που ήταν κιόλας παλικαράκι. Την αλήθεια —ότι θεωρούσε το γάμο κατώτερο για τον Δάφνη— δεν την ξεστόμισε, παρά έμεινε λίγη ώρα αμίλητος κι ύστερα αποκρίθηκε τούτα: [3.31.1] «Καλά κάνετε να προτιμάτε τους γείτονες από τους ξένους, και να μην κρίνετε τον πλούτο ανώτερο από την τίμια φτώχεια. Ο Παν κι οι Νύμφες ας σας ευλογήσουν γι᾽ αυτό! [3.31.2] Όσο για μένα, τον θέλω κι ο ίδιος τούτο το γάμο — γιατί δε θα ᾽μουνα στα συγκαλά μου, τώρα που γερνάω και έχω ανάγκη από πιο πολλή βοήθεια στη δουλειά, αν δεν το ᾽χα για μεγάλο καλό να συμπεθερέψω με το σπίτι σας. [3.31.3] Άλλωστε η Χλόη είναι περιζήτητη νύφη, τέτοιο νέο κι όμορφο κορίτσι που είναι, σ᾽ όλα της προκομμένη. Επειδή ωστόσο είμαι δούλος και τίποτα απ᾽ ό,τι έχω δε μου ανήκει, πρέπει να το μάθει το αφεντικό μου και να δώσει τη συγκατάθεσή του. Ας αναβάλουμε λοιπόν το γάμο ως το φθινόπωρο, [3.31.4] γιατί αυτοί που μας έρχονται από την πόλη λένε πως εκείνο τον καιρό θα τον έχουμε δω. Τότε θα γίνουν άντρας και γυναίκα· στο μεταξύ ας αγαπιούνται σαν αδέρφια. Τούτο μόνο να ξέρεις, Δρύα: το παιδί που ζητάς είναι πιο τρανό από μας». Μ᾽ αυτά τα λόγια τον φίλησε, τον φίλεψε ένα ποτό —ήταν κιόλας μεσημέρι— και τον ξεπροβόδισε, με πολλές ευγένειες, ως λίγο πιο πέρα. |