[3.17.1] Δίχως την παραμικρή υποψία γι᾽ αυτά που ήταν να γίνουν, ο Δάφνης σηκώθηκε, πήρε τη γκλίτσα του και ακολούθησε τη Λυκαίνιον. Τούτη πήγαινε μπροστά, οδηγώντας τον όσο πιο μακριά μπορούσε από τη Χλόη. Σαν έφτασαν στο πυκνότερο μέρος του δάσους τον έβαλε να καθίσει κοντά σε μια πηγή και του είπε: «Δάφνη, αγαπάς τη Χλόη. Το ξέρω απ᾽ τις Νύμφες, [3.17.2] που μου παρουσιάστηκαν τη νύχτα στ᾽ όνειρό μου και μου διηγήθηκαν τα χτεσινά σου δάκρυα· αυτές με πρόσταξαν να σε σώσω, εξηγώντας σου πώς γίνεται ο έρωτας. Δεν είναι φιλιά κι αγκάλιασμα κι όσα κάνουν τα κριάρια κι οι τράγοι — είν᾽ ένα είδος πηδήματα πιο γλυκά από κείνα, γιατί η απόλαυσή τους βαστάει πιο πολλή ώρα. [3.17.3] Αν θέλεις λοιπόν να τελειώσουν τα βάσανά σου και να γνωρίσεις τις χαρές που αποζητάς, έλα —θα ᾽σαι καλόδεχτος μαθητής μου— και για το χατίρι των Νυμφών θα σε δασκαλέψω». [3.18.1] Ο Δάφνης δεν κρατιόταν από τον ενθουσιασμό. Σαν πρωτάρης γιδοβοσκός που ήτανε, νέος κι ερωτευμένος, έπεσε στα πόδια της ικετεύοντάς τη να του μάθει το γρηγορότερο την τέχνη, πώς να κάνει ό,τι ποθεί με τη Χλόη. [3.18.2] Και μάλιστα, σα να ᾽ταν να διδαχτεί κάτι αληθινά σπουδαίο και θεϊκό, της υποσχέθηκε να της δώσει ένα μικρό γίδι, τρυφερά τυριά από παχύ γάλα, καθώς και την ίδια τη γίδα. [3.18.3] Απαντώντας τέτοια τσοπάνικη απλοχεριά εκεί που δεν την περίμενε, η Λυκαίνιον άρχισε την εκπαίδευση του Δάφνη με τον ακόλουθο τρόπο: του είπε να καθίσει στο πλάι της έτσι όπως ήταν, και να τη φιλάει όπως κι όσο το συνήθιζε· συνάμα, φιλώντας τη, να την αγκαλιάσει και να πλαγιάσει χάμω. [3.18.4] Αφού κάθισε εκείνη και τη φίλησε και πλάγιασε, και αυτή τον ένιωσε σφριγηλό κι έτοιμο να δράσει, τον ανασήκωσε από κει που ήταν ξαπλωμένος με το πλευρό, γλίστρησε τεχνικά η ίδια από κάτω του και τον οδήγησε στο δρόμο που ως τότε εκείνος γύρευε. Από κει κι ύστερα δε χρειάστηκε πια να του εξηγήσει όσα του ήταν άγνωστα — η ίδια η φύση τον δίδαξε τί είχε να κάνει. [3.19.1] Όταν τέλειωσε το ερωτικό μάθημα, ο Δάφνης —όλος τσοπάνικη αφέλεια ακόμα— ήταν έτοιμος να τρέξει στη Χλόη και να εφαρμόσει αμέσως όσα είχε διδαχτεί, λες και φοβόταν μήπως αν αργούσε τα ξεχάσει. Η Λυκαίνιον ωστόσο τον κράτησε λέγοντάς του: «Πρέπει να ξέρεις ακόμα και τούτο, Δάφνη. [3.19.2] Εγώ που είμαι γυναίκα τίποτα δεν έπαθα τώρα — άλλος άντρας μού τα ᾽μαθε κάποτε παίρνοντας γι᾽ αμοιβή την παρθενιά μου. Η Χλόη όμως, όταν παλέψει μαζί σου τούτο το πάλεμα, θα σκούξει και θα κλάψει και θα ᾽ναι βουτηγμένη στα αίματα σα να την έχουν σφάξει. [3.19.3] Εσύ μη φοβηθείς ωστόσο το αίμα, αλλά όταν την πιέσεις να γίνει δική σου φέρε τη σε τούτο το μέρος, ώστε κι αν φωνάξει να μην την ακούσουν, αν κλάψει να μην τη δουν, αν ματώσει να πλυθεί στην πηγή. Και να θυμάσαι, ότι εγώ σ᾽ έκανα άντρα πριν από τη Χλόη». |