[2.4.1] »Σήμερα λοιπόν, καθώς μπαίνω προς το μεσημέρι, βλέπω κάτω απ᾽ τις ροδιές και τις μυρτιές ένα παιδί να βαστάει ρόδια και μυρτόκλαδα. Ήταν άσπρο σαν το γάλα και πυρρόξανθο σαν τη φωτιά, κι άστραφτε σα να ᾽χε μόλις λουστεί. Γυμνό κι ολομόναχο, έπαιζε λες κι ήταν δικός του ο κήπος να τον καρπολογάει. [2.4.2] Εγώ χύμηξα πάνω του να τον πιάσω, από φόβο μήπως ο ξετσίπωτος μου σπάσει τις μυρτιές και τις ροδιές. Αυτός ωστόσο, ευκίνητος, μου ξέφευγε δίχως δυσκολία — πότε έτρεχε ανάμεσα στις τριανταφυλλιές, πότε χωνόταν στις παπαρούνες, σαν περδικούλα. [2.4.3] Πολλές φορές έχω δυσκολευτεί κυνηγώντας κατσίκια του γάλακτος, κι άλλες φορές μ᾽ έχουν κουράσει νιογέννητα μοσχάρια — αλλά τούτο το πονηρό πλάσμα ήταν άπιαστο. Όταν απόκαμα πια, γέρος καθώς είμαι, στηρίχτηκα στο ραβδί μου και προσέχοντας μην ξεφύγει τον ρώτησα ποιανού γείτονα παιδί είναι και τί δουλειά έχει να καρπολογάει ξένον κήπο. [2.4.4] Εκείνος δε μου ᾽δωσε καμιάν απόκριση, παρά στάθηκε κοντά μου και γελώντας πολύ γλυκά μου ᾽ριχνε μυρτόκλαδα — και δεν ξέρω πώς με ξελόγιασε και μου πέρασε ο θυμός. Τον παρακάλεσα λοιπόν να ᾽ρθει στην αγκαλιά μου δίχως φόβο πια, παίρνοντας όρκο στις μυρτιές μου ότι θα τον άφηνα ξανά και θα του ᾽δινα και μήλα και ρόδα — κι αν μου χάριζε ένα μόνο φιλί θα ᾽χε παντοτινά την άδεια να καρπολογάει τα δέντρα και να κόβει λουλούδια. [2.5.1] »Τότε έσκασε στα γέλια κι είπε με μια φωνή, που μήτε χελιδόνι βγάζει μήτ᾽ αηδόνι, μήτε και κύκνος φτασμένος στα δικά μου χρόνια: “Καθόλου δε με πειράζει να με φιλήσεις, Φιλητά, γιατί μ᾽ αρέσει να με φιλάνε πιο πολύ κι απ᾽ ό,τι θα σου άρεσε εσένα να ξανανιώσεις. Σκέψου ωστόσο, αν ταιριάζει τέτοιο δώρο στα χρόνια σου — [2.5.2] γιατί όσο γέρος κι αν είσαι, άμα με φιλήσεις μια φορά δε θα πάψεις να με κυνηγάς. Κι εμένα δε με πιάνει ούτε γεράκι, ούτε αετός, ούτε και πουλί πιο γοργόφτερο κι από κείνα, αν υπάρχει. Γιατί εγώ παιδί δεν είμαι, κι ας μοιάζω για παιδί. Είμαι πιο γέρος κι από τον Κρόνο, κι από τον ίδιο τον αιώνιο Χρόνο. [2.5.3] Σε ξέρω από τότε που ήσουν νέο παλικάρι κι έβοσκες το κοπάδι σου σκορπισμένο σ᾽ εκείνα τα βαλτολίβαδα. Στο πλάι σου ήμουν όταν καθόσουν σ᾽ εκείνες τις βελανιδιές κι έπαιζες φλογέρα, τον καιρό που ήσουν ερωτευμένος με την Αμαρυλλίδα — όμως εσύ δε μ᾽ έβλεπες, κι ας στεκόμουνα πολύ κοντά στο κορίτσι. Νά που σου την έδωσα γυναίκα, και σου ᾽κανε παιδιά που γίνανε καλοί ζευγάδες και γελαδάρηδες. [2.5.4] Τώρα φροντίζω σα βοσκός τον Δάφνη και τη Χλόη, κι ευθύς ως τους φέρω τον ένα κοντά στον άλλον, τα ξημερώματα, έρχομαι στον κήπο σου όπου χαίρομαι τα λουλούδια και τα δέντρα και λούζομαι σε τούτες τις πηγές. Νά γιατί είν᾽ όμορφα τα λουλούδια και τα δέντρα — γιατί ποτίζονται με το νερό που με λούζει. [2.5.5] Κοίτα να δεις αν έσπασε κανένα από τα δέντρα σου, αν λείπει καρπός, αν πατήθηκε ρίζα από λουλούδι, αν θόλωσε καμιά πηγή! Και να χαίρεσαι, γιατί είσαι ο μόνος άνθρωπος που του δόθηκε στα γεράματα να δει τούτο το παιδί!” [2.6.1] »Μ᾽ αυτά τα λόγια πήδηξε σαν αηδονάκι πάνω στις μυρτιές, και σκαρφαλώνοντας από κλαρί σε κλαρί μέσα από τα φύλλα ανέβηκε στην κορφή. Είδα πως είχε και φτερά στους ώμους, κι ανάμεσα στους ώμους και στα φτερά μικρό δοξάρι — κι ύστερα χάθηκαν κι αυτά κι ο ίδιος. [2.6.2] Κι εξόν αν του κάκου έχουν ασπρίσει τα μαλλιά μου, ή αν λιγόστεψαν τα λογικά μου με τα χρόνια, στον Έρωτα είστε αφιερωμένοι, παιδιά μου, κι ο Έρωτας σας φροντίζει». |