[1.28.1] Τέτοιες χαρές τους έδινε το καλοκαίρι. Μες στο φθινόπωρο όμως, τον καιρό που μέστωνε το σταφύλι, ήρθανε ληστές από την Τύρο (με καΐκι της Κάρου, για να μη φαίνονται για βάρβαροι), βγήκαν στον κάμπο με σπαθιά και θώρακες στο στέρνο και βάλθηκαν ν᾽ αρπάζουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους: μυρωδάτο κρασί, άφθονο στάρι, κερήθρες με μέλι, καθώς και μερικές αγελάδες απ᾽ το κοπάδι του Δόρκωνος. [1.28.2] Έπιασαν και τον Δάφνη, που τριγύριζε μονάχος στο γιαλό. (Η Χλόη, σαν κορίτσι που ήταν, φοβόταν την αποκοτιά των τσοπάνηδων και συνήθιζε να βγάζει τα πρόβατα του Δρύα λίγο αργότερα.) Σαν είδαν τέτοιο όμορφο μεγαλοκαμωμένο αγόρι, που άξιζε παραπάνω από το πλιάτσικο στα υποστατικά, δε νοιάστηκαν για τίποτ᾽ άλλο —μήτε για τις γίδες μήτε για τ᾽ άλλα υποστατικά— παρά τον κατέβασαν στο καΐκι, σαστισμένο και φωνάζοντας με κλάματα δυνατά τη Χλόη. [1.28.3] Ό,τι είχαν λύσει το παλαμάρι, πιάσει τα κουπιά κι ανοιχτεί στο πέλαγο όταν έβγαλε η Χλόη το κοπάδι της, φέρνοντας και μια καινούρια φλογέρα δώρο για τον Δάφνη. Βλέποντας τις γίδες ανάστατες κι ακούγοντας τον Δάφνη να την κράζει όλο και πιο δυνατά παράτησε τα πρόβατα, πέταξε τη φλογέρα κι έτρεξε να ζητήσει βοήθεια από τον Δόρκωνα. [1.29.1] Τούτος κείτονταν βουτηγμένος στα αίματα από τ᾽ άγρια χτυπήματα των ληστών, και μόλις που ανάσαινε ακόμα. Σαν είδε τη Χλόη, ο αλλοτινός του έρωτας του ᾽δωσε ξανά μια σπίθα ζωής και της είπε: «Εγώ, Χλόη, όπου να ᾽ναι θα πεθάνω. Θέλησα να υπερασπιστώ τις αγελάδες, κι οι αθεόφοβοι οι ληστές μ᾽ έσφαξαν σα να ᾽μουνα ο ίδιος βόδι. [1.29.2] Εσύ τώρα σώσε τον Δάφνη σου, εκδικήσου με και τιμώρησέ τους. Έχω μάθει τις αγελάδες ν᾽ ακούνε τον ήχο της φλογέρας και ν᾽ ακολουθάνε το σκοπό της, όσο μακριά κι αν βόσκουν. Σύρε λοιπόν, πάρε τούτη τη φλογέρα και παίξε εκείνο το σκοπό που έμαθα κάποτε στον Δάφνη κι ο Δάφνης σε σένα. Τ᾽ άλλα θα τα φροντίσουν η φλογέρα κι όσες αγελάδες είν᾽ εκεί. [1.29.3] Σου χαρίζω και την ίδια τη φλογέρα, που μ᾽ αυτήν μετρήθηκα και νίκησα πολλούς γελαδάρηδες και γιδοβοσκούς. Εσύ πάλι, γι᾽ αντάλλαγμα, φίλησέ με όσο ζω ακόμα και κλάψε με σαν πεθάνω — κι όταν δεις άλλον να βόσκει τις αγελάδες θυμήσου με». [1.30.1] Τόσα είπε ο Δόρκων, τη φίλησε στερνή φορά, και μ᾽ αυτά τα λόγια και με το φιλί ξεψύχησε. Η Χλόη πήρε τη φλογέρα, την έβαλε στο στόμα της και φύσηξε μ᾽ όλη της τη δύναμη — κι οι αγελάδες την άκουσαν, αναγνώρισαν το σκοπό και πήδηξαν όλες μαζί μουκανίζοντας στη θάλασσα. [1.30.2] Με τ᾽ απότομο πήδημά τους από το ένα πλευρό του καϊκιού, και τη βουτιά τους που έκανε τα νερά να μεριάσουν, αναποδογύρισε το καΐκι και βούλιαξε μέσα στα κύματα. Όσοι ήταν μέσα βρέθηκαν στη θάλασσα, δίχως όμως να ᾽χουν όλοι τις ίδιες πιθανότητες να σωθούν: [1.30.3] γιατί οι ληστές ήταν ζωσμένοι τα σπαθιά και φορούσαν και θωράκιση λεπιδωτή στο στέρνο κι άλλη ως κάτω από τα γόνατα, ενώ ο Δάφνης ήταν ξυπόλητος, γιατί έβοσκε στον κάμπο, και μισόγυμνος γιατί έκανε ακόμα πολλή ζέστη. [1.30.4] Εκείνους λοιπόν, αφού κολύμπησαν λίγη ώρα, τους τράβηξε ο οπλισμός τους στο βυθό, ενώ ο Δάφνης δε δυσκολεύτηκε να βγάλει το ρούχο του. Το κολύμπι τον κούρασε βέβαια, γιατί ως τότε δεν είχε κολυμπήσει παρά μόνο σε ποτάμια· [1.30.5] όμως η ίδια η δύσκολη περίσταση τον έκανε να βρει τη λύση: χύμηξε καταμεσής στις αγελάδες, άρπαξε δυονών τα κέρατα με τα δυο του χέρια κι αυτές τον έσυραν ανάμεσά τους δίχως κόπο και δυσκολία καμιά, λες και οδηγούσε αμάξι. [1.30.6] (Η αγελάδα είναι καλύτερη κι από τον άνθρωπο στο κολύμπι, όπου την ξεπερνάνε μόνο τα θαλασσοπούλια και τα ίδια τα ψάρια. Αγελάδα που κολυμπάει δεν πνίγεται εύκολα, εξόν αν μαλακώσουν τα νύχια της απ᾽ το νερό και πέσουν· απόδειξη, το πόσοι θαλασσινοί τόποι ονομάζονται «βοϊδοπεράματα».) |