[4.26.1] Στην Πύλο οι Αθηναίοι είχαν πάντα αποκλεισμένους τους Λακεδαιμονίους της Σφακτηρίας, ενώ οι Πελοποννήσιοι έμεναν στο στρατόπεδό τους. [4.26.2] Ο αποκλεισμός ήταν δύσκολος για τους Αθηναίους επειδή τους έλειπε η τροφή και το νερό. Δεν υπήρχε παρά μόνο μια πηγή, μικρή κι αυτή, στην ακρόπολη της Πύλου. Οι περισσότεροι από τους στρατιώτες έσκαβαν μικρούς λάκκους στα χαλίκια της παραλίας κι έπιναν ό,τι νερό βρίσκαν. [4.26.3] Το στρατόπεδό τους ήταν μικρό και ο στρατός τους στοιβαγμένος, ενώ τα καράβια δεν είχαν πού ν᾽ αράξουν. Τα πληρώματα κατέβαιναν με την σειρά στην στεριά για να φάνε, ενώ τ᾽ άλλα καράβια έμεναν στ᾽ ανοιχτά. [4.26.4] Εκείνο όμως που τους αποθάρρυνε περισσότερο ήταν ότι ο αποκλεισμός διαρκούσε πολύ περισσότερο απ᾽ ό,τι περίμεναν, γιατί νόμιζαν ότι σε λίγες μέρες μέσα, θ᾽ ανάγκαζαν τους εχθρούς να παραδοθούν αφού ήσαν σε νησί έρημο κι έπιναν αρμυρό νερό. [4.26.5] Ο λόγος ήταν ότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν προκηρύξει ότι θα έπαιρνε μεγάλη αμοιβή όποιος κατόρθωνε να μεταφέρει στο νησί αλεύρι, κρασί, τυρί κι οτιδήποτε άλλο τρόφιμο χρήσιμο για τους αποκλεισμένους. Είχαν υποσχεθεί την ελευθερία σε κάθε είλωτα που θα μετέφερε τρόφιμα. [4.26.6] Πολλοί το ριψοκινδύνευαν, και κυρίως οι είλωτες. Ξεκινούσαν από όποιο σημείο τύχαινε της πελοποννησιακής ακτής και, λίγο πριν ξημερώσει, πήγαιναν στο νησί, στην πλευρά που βλέπει στ᾽ ανοιχτά. [4.26.7] Τις περισσότερες φορές περίμεναν να σηκωθεί άνεμος για να ξεκινήσουν και τούτο επειδή τότε μπορούσαν να ξεφύγουν πιο εύκολα από την επιτήρηση των καραβιών, όταν φυσούσε άνεμος από το πέλαγος και εμπόδιζε τον στόλο να φρουρεί γύρω γύρω το νησί. Πήγαιναν στο νησί αψηφώντας την ζημιά που θα πάθαιναν τα πλεούμενά τους —προτού ξεκινήσουν συμφωνούσαν για την αποζημίωση— κι έριχναν έξω τις βάρκες τους στις ακτές του νησιού, στα σημεία όπου μπορούσαν να ξεφορτώσουν, όπου τους περίμεναν οπλίτες για να τους προστατεύουν. Όσοι προσπάθησαν να περάσουν με γαλήνη, πιάστηκαν αιχμάλωτοι. [4.26.8] Από το λιμάνι πήγαιναν στο νησί δύτες κολυμπώντας κάτω από το νερό, σέρνοντας πίσω τους, δεμένα με σκοινί, ασκιά γεμάτα σπόρο παπαρούνας ανακατεμένο με μέλι ή κοπανισμένο λιναρόσπορο. Στην αρχή οι δύτες περνούσαν απαρατήρητοι, αλλά αργότερα οι Αθηναίοι πήραν τα μέτρα τους. [4.26.9] Και οι δύο αντίπαλοι επινοούσαν κάθε είδους τέχνασμα, οι Σπαρτιάτες για να στείλουν τρόφιμα στο νησί, οι Αθηναίοι για να μην αφήνουν να τους ξεφύγει τίποτε. [4.27.1] Όταν πληροφορήθηκαν, στην Αθήνα, ότι το εκστρατευτικό σώμα ταλαιπωρείται και ότι πάνε τρόφιμα στο νησί, άρχισαν ν᾽ ανησυχούν και φοβήθηκαν μην τους προλάβει ο χειμώνας ενώ ακόμα θα πολιορκούν την Σφακτηρία. Έβλεπαν ότι θα ήταν αδύνατον να στείλουν ανεφοδιασμό περιπλέοντας την Πελοπόννησο. Έλειπαν τα πάντα από την Πύλο. Ακόμα και το καλοκαίρι δεν μπορούσαν να στέλνουν όσον ανεφοδιασμό χρειαζόταν. Δεν θα τους ήταν δυνατόν να διατηρήσουν αποτελεσματικό αποκλεισμό, αφού το μέρος ήταν αλίμενο, και, είτε θα σήκωναν την πολιορκία —και τότε θα ήταν θρίαμβος για τους αποκλεισμένους— είτε οι οπλίτες της Σφακτηρίας θα διαφεύγαν με τα πλεούμενα που τους πήγαιναν τα τρόφιμα, παραφυλάγοντας καμιά θαλασσοταραχή. [4.27.2] Εκείνο, όμως, που ανησυχούσε περισσότερο τους Αθηναίους ήταν το ότι οι Λακεδαιμόνιοι θα είχαν τώρα την πεποίθηση ότι θα επιτύχουν και δεν έκαναν πια καμιά πρόταση για ειρήνη και μετανοούσαν επειδή δεν είχαν δεχτεί τις προτάσεις τους. [4.27.3] Ο Κλέων κατάλαβε ότι η δυσαρέσκεια στρεφόταν εναντίον του επειδή είχε εμποδίσει την συνεννόηση και ισχυρίστηκε ότι αυτοί που έφερναν τις ειδήσεις από την Πύλο δεν λένε αλήθεια. Όταν οι αποσταλμένοι αποκρίθηκαν ότι, αν δεν τους πιστεύουν, τότε πρέπει να στείλουν ειδικούς αποσταλμένους επιτόπου, οι Αθηναίοι όρισαν τον ίδιο τον Κλέωνα και τον Θεαγένη. [4.27.4] Ο Κλέων κατάλαβε ότι θ᾽ αναγκαζόταν είτε να επιβεβαιώσει τα όσα έλεγαν εκείνοι τους οποίους είχε κατηγορήσει, είτε να βγει ψεύτης, λέγοντας τα αντίθετα. Έβλεπε ότι οι Αθηναίοι ήσαν πρόθυμοι να ενισχύσουν τον αποκλεισμό, στέλνοντας κι άλλες δυνάμεις, και τους είπε ότι δεν έπρεπε, για να μην χαθεί καιρός, να στείλουν αντιπροσώπους αλλά ότι, αφού πίστευαν ότι οι πληροφορίες είναι σωστές, έπρεπε να κάνουν επίθεση με τον στόλο εναντίον της Σφακτηρίας. [4.27.5] Δείχνοντας τον μισητό αντίπαλό του, τον Νικία του Νικηράτου που ήταν στρατηγός, κατηγόρησε τους στρατηγούς λέγοντας ότι, αν ήσαν άνδρες, έπρεπε να πάνε με την κατάλληλη προετοιμασία στην Σφακτηρία κι εύκολα θα αιχμαλώτιζαν τους Σπαρτιάτες. Αυτό θα έκανε ο ίδιος, είπε, αν ήταν στρατηγός. [4.28.1] Οι Αθηναίοι άρχισαν τότε να θορυβούν εναντίον του Κλέωνος και τον ρωτούσαν γιατί δεν εκστρατεύει ο ίδιος, αφού βρίσκει το εγχείρημα τόσο εύκολο, και τότε ο Νικίας, τον οποίο είχε κατηγορήσει, του είπε ότι, όσο εξαρτάται από τους στρατηγούς, είναι πρόθυμοι να του δώσουν όσες δυνάμεις θέλει, και ν᾽ αναλάβει την επιχείρηση. [4.28.2] Ο Κλέων νόμισε, στην αρχή, ότι ο Νικίας δεν μιλούσε σοβαρά και είπε πως το δεχόταν, αλλά όταν κατάλαβε ότι ο αντίπαλός του ήταν έτοιμος να του παραδώσει την αρχηγία, προσπάθησε να υποχωρήσει, λέγοντας ότι δεν ήταν αυτός στρατηγός αλλά ο Νικίας. Είχε αρχίσει ν᾽ ανησυχεί γιατί δεν είχε ποτέ φανταστεί ότι ο Νικίας θα του παραχωρούσε την θέση του. [4.28.3] Αλλά ο Νικίας επέμεινε και, παίρνοντας τους Αθηναίους μάρτυρες, είπε πως παραιτείται απ᾽ την στρατηγία για την επιχείρηση της Πύλου. Και τότε, όπως συνηθίζει να κάνει ο όχλος, όσο προσπαθούσε ο Κλέων να αποφύγει την στρατηγία, ανακαλώντας τα όσα είχε πει, τόσο παρακινούσαν τον Νικία να του παραδώσει το αξίωμά του και φώναζαν του Κλέωνος να φύγει στην εκστρατεία. [4.28.4] Έτσι, μη έχοντας τρόπο να ξεφύγει από τα όσα ο ίδιος είχε πει, δέχτηκε να φύγει. Ανέβηκε στο βήμα και είπε ότι δεν τον φοβίζουν οι Λακεδαιμόνιοι και ότι θα φύγει χωρίς να πάρει ούτε έναν Αθηναίο στρατιώτη, αλλά μόνο τους οπλίτες από την Ίμβρο και την Λήμνο που ήσαν στην Αθήνα, τους πελταστές που είχαν έρθει ενίσχυση από τον Αίνο και τετρακόσιους τοξότες από άλλα μέρη. Με τις δυνάμεις αυτές, είπε, και με τον στρατό που βρισκόταν στην Πύλο, μέσα σε είκοσι μέρες ή θα έφερνε πίσω ζωντανούς τους Λακεδαιμονίους ή θα τους σκότωνε επιτόπου. [4.28.5] Τα φαντασμένα αυτά λόγια προκάλεσαν και μερικά γέλια. Οι φρονιμότεροι, όμως, ήσαν ικανοποιημένοι ότι ένα από τα δύο θα γινόταν οπωσδήποτε. Ή θα γλίτωναν από τον Κλέωνα —και αυτό θεωρούσαν πιθανότερο— ή αν διαψεύδονταν οι προβλέψεις τους, τότε θα αιχμαλώτιζαν τους Λακεδαιμονίους. |