[9.58.1] Ο Μαρδόνιος, μόλις πληροφορήθηκε πως οι Έλληνες σηκώθηκαν κι έφυγαν με τη νύχτα, κι είδε τον τόπο έρημο, κάλεσε τον Θώρακα τον Λαρισαίο και τους αδερφούς του Ευρύπυλο και Θρασυδαίο κι έλεγε: [9.58.2] «Τί θα πείτε τώρα εσείς, παιδιά του Αλεύα, αντικρίζοντας αυτή την ερημιά; Γιατί εσείς, οι γείτονές τους, λέγατε πως οι Λακεδαιμόνιοι δεν εγκαταλείπουν το πεδίο της μάχης, αλλά ότι είναι τα πρώτα παλικάρια στον πόλεμο· τους είδατε όμως λίγο πιο πριν ν᾽ αφήνουν τη θέση τους και να παίρνουν άλλη, και τώρα όλοι βλέπουμε πως στο σκοτάδι της νύχτας που πέρασε δραπέτευσαν· κι έτσι αποκάλυψαν, την ώρα που ήταν ν᾽ αναμετρηθούν σε μάχη με τους τωόντι πρώτους πολεμιστές, ότι, τιποτένιοι αυτοί, βρήκαν θαυμαστές τούς τιποτένιους Έλληνες. [9.58.3] Εσείς βέβαια, που δεν ξέρετε τί θα πει Πέρσες, έχετε την απόλυτη κατανόησή μου να τους παινεύετε, γιατί τέλος πάντων κάτι έχετε δει από μέρους τους· αλλά εκείνος που μ᾽ αφήνει άναυδο και με το παραπάνω είναι ο Αρτάβαζος, να κατατρομάξει με τους Λακεδαιμονίους και, κατατρομαγμένος, να βγει να διατυπώσει την πιο δειλή γνώμη, ότι πρέπει να σηκώσουμε το στρατόπεδο και να πάμε στην πόλη των Θηβαίων, για να πολιορκηθούμε· έννοια του, θα φροντίσω να τη μάθει ο βασιλιάς. [9.58.4] Αλλά γι᾽ αυτά θα γίνει λόγος άλλη ώρα· τώρα όμως δεν πρέπει να τους αφήσουμε να κάνουν αυτές τις κινήσεις, αλλά να τους καταδιώξουμε ωσότου να τους βάλουμε στο χέρι, για να τιμωρηθούν για όλα τα κακά που έκαναν στους Πέρσες». [9.59.1] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά τα λόγια οδηγούσε με γοργό βήμα τους Πέρσες, που διάβηκαν τον Ασωπό παίρνοντας καταπόδι τους Έλληνες, με την ιδέα πως το έβαλαν στη φευγάλα· η επίθεσή του στρεφόταν εναντίον των Λακεδαιμονίων και των Τεγεατών μονάχα· γιατί τους Αθηναίους, που κατηφόρισαν και βάδιζαν στην πεδιάδα, τους έκρυβαν τα υψώματα. [9.59.2] Κι οι ηγεμόνες των άλλων βαρβαρικών σωμάτων, βλέποντας τους Πέρσες να ᾽χουν ριχτεί στην καταδίωξη των Ελλήνων, ύψωσαν αμέσως όλοι τους τις πολεμικές σημαίες και άρχισαν την καταδίωξη όσο κρατούσαν τα πόδια του καθενός τους· στις γραμμές τους επικρατούσε σύγχυση, καμιά πειθαρχία και καμιά τάξη. Κι αυτοί απ᾽ τη μεριά τους ορδές ορδές ρίχνονταν με αλαλαγμούς, σαν να ᾽ταν με τη μια ν᾽ αρπάξουν τη νίκη απ᾽ τους Έλληνες. [9.60.1] Κι ο Παυσανίας, καθώς το ιππικό τούς χτυπούσε, με καβαλάρη που έστειλε στους Αθηναίους λέει τα εξής: «Άνδρες Αθηναίοι, βρισκόμαστε μπροστά στον κρισιμότερο αγώνα — κρίνεται η ελευθερία ή η σκλαβιά της Ελλάδας· και νά που εδώ μας έχουν προδώσει οι σύμμαχοι, κι εμάς τους Λακεδαιμονίους κι εσάς τους Αθηναίους, αφού λιποτάχτησαν στο σκοτάδι της νύχτας που πέρασε. [9.60.2] Τώρα λοιπόν για το τί πρέπει να κάνουμε αποδώ και πέρα έχουμε πάρει την απόφασή μας: να υπερασπιζόμαστε ο ένας τον άλλο πολεμώντας μ᾽ όποιο τρόπο μπορούμε πιο αντρειωμένα. Λοιπόν, αν σ᾽ εσάς πρώτα εξορμούσε το ιππικό, είχαμε καθήκον εμείς και οι Τεγεάτες (που, στις ίδιες γραμμές μαζί μας, δεν προδίνουν την Ελλάδα) να σπεύδαμε σε βοήθειά σας· τώρα όμως, μια κι όλο το ιππικό κατευθύνθηκε εναντίον μας, εσείς έχετε υποχρέωση να σπεύσετε να βοηθήσετε την πτέρυγα που δέχεται τη μεγαλύτερη πίεση, για να την υπερασπιστείτε. [9.60.3] Αν πάλι σας έτυχε κάτι που σας κάνει ανήμπορους να βοηθήσετε, εξασφαλίστε την ευγνωμοσύνη μας στέλνοντάς μας τους τοξότες. Γιατί αναγνωρίζουμε πως, όσο κρατά αυτός ο πόλεμος, δεν έχετε το ταίρι σας στο ζήλο που δείχνετε, κι έτσι θ᾽ ανταποκριθείτε και σ᾽ αυτή μας την έκκληση». [9.61.1] Οι Αθηναίοι, όταν πήραν αυτό το μήνυμα, κίνησαν βιαστικά να βοηθήσουν και να τους υπερασπιστούν μ᾽ όλες τους τις δυνάμεις· κι είχαν κιόλας μπει στο δρόμο, όταν δέχονται την επίθεση των Ελλήνων που ήταν με το μέρος του βασιλιά κι είχαν παραταχθεί αντιμέτωποί τους, κι έτσι τους ήταν πια αδύνατο να σπεύσουν σε βοήθεια· γιατί η επίθεση που δέχονταν τους έφερνε σε δύσκολη θέση. [9.61.2] Έτσι λοιπόν απέμειναν μόνοι τους οι Λακεδαιμόνιοι και οι Τεγεάτες που η δύναμή τους, μαζί με τους ελαφρά οπλισμένους, ήταν πενήντα χιλιάδες οι πρώτοι, και τρεις χιλιάδες οι Τεγεάτες (γιατί αυτοί σε καμιά περίπτωση δεν αποχωρίζονταν απ᾽ τους Λακεδαιμονίους)· κι έκαναν θυσίες, μια κι είχαν σκοπό να έρθουν στα χέρια με τον Μαρδόνιο και τον στρατό που είχε μαζί του. [9.61.3] Και νά που οι θυσίες δεν έδιναν ενθαρρυντικά προμηνύματα και στο μεταξύ πολλοί απ᾽ αυτούς σκοτώνονταν και πολλοί περισσότεροι τραυματίζονταν· γιατί οι Πέρσες έκαναν φράχτη με τα γέρρα τους κι έριχναν με τα τόξα τους βροχή τα βέλη, αφειδώλευτα· κι έτσι οι Σπαρτιάτες περνούσαν δύσκολες στιγμές, ενώ οι θυσίες δεν έφερναν αποτέλεσμα· τότε ήταν που ο Παυσανίας σήκωσε τα μάτια του προς το ναό της Ήρας των Πλαταιέων κι έκανε επίκληση στη θεά, παρακαλώντας τη με κανένα τρόπο να μη διαψεύσει τις ελπίδες τους. [9.62.1] Κι ενόσω αυτός έκανε ακόμη την επίκλησή του, οι Τεγεάτες ξεπετάχτηκαν πρώτοι απ᾽ τις γραμμές τους και βάδιζαν εναντίον των βαρβάρων· κι αμέσως μετά την προσευχή του Παυσανία οι Σπαρτιάτες κάνοντας θυσίες πήραν ενθαρρυντικά προμηνύματα· κι όταν επιτέλους τα πήραν, βάδιζαν κι αυτοί εναντίον των Περσών κι οι Πέρσες τους αντιμετώπιζαν ρίχνοντας βέλη. [9.62.2] Η πρώτη μάχη λοιπόν δόθηκε γύρω απ᾽ τον φράχτη με τα γέρρα· κι όταν αυτός έπεσε, τότε πια γινόταν αγώνας αδυσώπητος και για πολλή ώρα ακριβώς δίπλα στο ναό της Δήμητρας, ώσπου έφτασαν σε μάχη σώμα με σώμα· γιατί οι βάρβαροι έπιαναν με τα χέρια τους τα δόρατα και τα κατατσάκιζαν. [9.62.3] Λοιπόν οι Πέρσες δεν υστερούσαν σε παλικαριά και σε σωματική δύναμη, αλλά δεν είχαν βαρύ οπλισμό κι επιπρόσθετα, τους έλειπε η γνώση και δεν κάτεχαν την τέχνη του πολέμου όσο οι αντίπαλοί τους. Λοιπόν, έτσι που ξεπετιούνταν μπροστά απ᾽ τις γραμμές τους, ένας ένας και δέκα δέκα, άλλοτε περισσότεροι κι άλλοτε λιγότεροι, σχηματίζοντας πυκνές ανθρώπινες μάζες εισχωρούσαν στις γραμμές των Σπαρτιατών κι έβρισκαν το θάνατο. [9.63.1] Κι εκεί που τύχαινε να βρίσκεται ο ίδιος ο Μαρδόνιος, που πολεμούσε καβάλα σ᾽ άσπρο άλογο και περιστοιχιζόταν από τα πρώτα παλικάρια, τους χίλιους επίλεκτους Πέρσες, εκεί οι Σπαρτιάτες δέχτηκαν τη μεγαλύτερη πίεση. Λοιπόν, για όση ώρα ο Μαρδόνιος ήταν ζωντανός, οι δικοί του κρατούσαν τις θέσεις τους και κρατώντας μέτωπο στον εχθρό σκότωναν πολλούς Λακεδαιμονίους· [9.63.2] απ᾽ τη στιγμή όμως που σκοτώθηκε ο Μαρδόνιος και το τάγμα που τον περιστοίχιζε, κι ήταν το πιο δυνατό, γονάτισε, τότε λοιπόν το ᾽βαλαν στα πόδια και οι άλλοι και υποχώρησαν μπροστά στους Λακεδαιμονίους· γιατί το μεγαλύτερο μειονέκτημά τους ήταν η σκευή, καθώς ήταν χωρίς θωράκιση· δηλαδή αγωνίζονταν, απροστάτευτοι αυτοί, με εχθρούς βαριά οπλισμένους. [9.64.1] Τότε ήρθε η ώρα να δώσει ο Μαρδόνιος δίκαιη πληρωμή για τον φόνο του Λεωνίδα, σύμφωνα με τον χρησμό που δόθηκε στους Λακεδαιμονίους· κι απ᾽ όλες τις νίκες που είδαμε στον καιρό μας την πιο λαμπρή την κερδίζει ο Παυσανίας, ο γιος του Κλεομβρότου, γιου του Αναξανδρίδα [9.64.2] (τα ονόματα των προγόνων του απ᾽ τον Αναξανδρίδα και πάνω έχουν αναφερθεί στη γενεαλογία του Λεωνίδα· γιατί συμβαίνει να είναι οι ίδιοι). Λοιπόν, βρίσκει το θάνατο ο Μαρδόνιος απ᾽ το χέρι του Αριμνήστου, φημισμένου παλικαριού της Σπάρτης, που πολύ καιρό ύστερ᾽ απ᾽ τα Μηδικά, επικεφαλής τριακοσίων πολεμιστών στη μάχη στη Στενύκλαρο μ᾽ όλο το στρατό των Μεσσηνίων, σκοτώθηκε κι ο ίδιος κι οι τριακόσιοι του. [9.65.1] Κι οι Πέρσες, όταν οι Λακεδαιμόνιοι τους έτρεψαν σε φυγή στις Πλαταιές, το ᾽βαλαν στα πόδια με απόλυτη σύγχυση προς το στρατόπεδό τους και το ξύλινο τείχος που έστησαν στο έδαφος των Θηβών. [9.65.2] Και νά κάτι που κατά τη γνώμη μου είναι θαύμα· ενώ η μάχη δόθηκε δίπλα στο άλσος της Δήμητρας, δεν είδαν κανένα Πέρση ούτε να μπαίνει στο τέμενος ούτε να πεθαίνει μέσα σ᾽ αυτό, κι οι περισσότεροι έπεσαν γύρω απ᾽ το λατρευτικό κέντρο της, έξω απ᾽ την ιερή γη της. Η άποψή μου είναι, αν δικαιούμαστε να έχουμε κάποια άποψη για ό,τι έχει να κάνει με τη θρησκεία, ότι η ίδια η θεά δεν τους δεχόταν, επειδή πυρπόλησαν το ναό της στην Ελευσίνα. |