[8.130.1] Λοιπόν αυτή την τύχη είχαν εκείνοι που συνόδευσαν τιμητικά τον βασιλιά. Τώρα, το ναυτικό του Ξέρξη, όσο είχε σωθεί, μόλις, φεύγοντας απ᾽ τη Σαλαμίνα, έπιασε στεριά στην Ασία, κι αφού μετέφερε τον βασιλιά και τον στρατό του απ᾽ τη Χερσόνησο στην Άβυδο, παραχείμαζε στην Κύμη. Κι όταν πρόβαλε λαμπρή η άνοιξη, νωρίς συγκεντρωνόταν στη Σάμο· μάλιστα, κάμποσα καράβια είχαν παραχειμάσει εκεί· το μεγαλύτερο μέρος των πολεμιστών που ήταν πάνω στα καράβια ήταν Πέρσες και Μήδοι. [8.130.2] Καθήκοντα ναυάρχων ανέλαβαν ο Μαρδόντης, ο γιος του Βαγαίου, και ο Αρταΰντης, ο γιος του Αρταχαίου· συναρχηγός τους ήταν κι ένας ανεψιός αυτού του Αρταΰντη, που ο ίδιος τον προσέλαβε συμπληρωματικά, ο Ιθαμίτρης. Κι έτσι που είχαν δεχτεί σκληρό πλήγμα, δεν έκαναν βήμα πιο μπροστά, κατά τα δυτικά, εξάλλου δεν τους πίεζε κανείς για κάτι τέτοιο, αλλά αγκυροβολημένοι στη Σάμο φρουρούσαν την Ιωνία, μήπως σηκώσει επανάσταση, έχοντας καράβια, μαζί με τα ιωνικά, τριακόσια. [8.130.3] Και βέβαια οι προβλέψεις τους ήταν πως οι Έλληνες δε θα έφταναν στην Ιωνία, αλλά πως θα ήταν ευχαριστημένοι να φρουρούν τη χώρα τους· στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν από το ότι δεν τους καταδίωξαν όταν έφευγαν απ᾽ τη Σαλαμίνα, αλλά πήγαν στο καλό πολύ ευχαριστημένοι. Λοιπόν, σ᾽ ό,τι είχε να κάνει με επιχειρήσεις στη θάλασσα, το ηθικό τους ήταν πεσμένο, πίστευαν όμως πως στη στεριά ο Μαρδόνιος θα πετύχει μεγάλη νίκη. [8.130.4] Κι όσο ήταν στη Σάμο, απ᾽ τη μια σκέφτονταν αν μπορούσαν να κάνουν κάποιο κακό στους εχθρούς, κι απ᾽ την άλλη έβαζαν αυτί, για ν᾽ ακούσουν ποιά τύχη θα είχαν οι επιχειρήσεις του Μαρδονίου. [8.131.1] Απ᾽ το άλλο μέρος, τους Έλληνες τους αφύπνισε και ο ερχομός της άνοιξης και η παρουσία του Μαρδονίου στη Θεσσαλία. Λοιπόν το πεζικό δεν άρχισε να συγκεντρώνεται ακόμα, αλλά ο στόλος έφτασε στην Αίγινα, συνολικά εκατόν δέκα καράβια. [8.131.2] Στρατηγός και ναύαρχος ήταν ο Λεωτυχίδας, γιος του Μενάρη, γιου του Αγησιλάου, γιου του Ιπποκρατίδα, γιου του Λεωτυχίδα, γιου του Αναξιλάου, γιου του Αρχιδάμου, γιου του Αναξανδρίδα, γιου του Θεοπόμπου, γιου του Νικάνδρου, γιου του Χαριλάου, γιου του Ευνόμου, γιου του Πολυδέκτη, γιου του Πρύτανη, γιου του Ευρυφώντα, γιου του Προκλή, γιου του Αριστοδάμου, γιου του Αριστομάχου, γιου του Κλεοδαίου, γιου του Ύλλου, γιου του Ηρακλή, και ανήκε στη δεύτερη βασιλική οικογένεια. [8.131.3] Όλοι οι παραπάνω, εκτός απ᾽ τους εφτά που στον κατάλογό μου αναφέρονται πρώτοι αμέσως μετά τον Λεωτυχίδα, οι άλλοι ανέβηκαν στον βασιλικό θρόνο της Σπάρτης. Στρατηγός των Αθηναίων ήταν ο Ξάνθιππος, ο γιος του Αρίφρονος. [8.132.1] Κι όταν τα καράβια στο σύνολό τους κατέπλευσαν στην Αίγινα, έφτασαν αγγελιοφόροι των Ιώνων στο στρατόπεδο των Ελλήνων· λίγο πιο πριν οι ίδιοι έφτασαν στη Σπάρτη και παρακαλούσαν τους Λακεδαιμονίους να ελευθερώσουν την Ιωνία· [8.132.2] ανάμεσά τους ήταν κι ο Ηρόδοτος, ο γιος του Βασιλείδη· αυτοί οργάνωσαν συνωμοσία και σχεδίαζαν να θανατώσουν τον Στράττη, τον τύραννο της Χίου· στην αρχή ήταν εφτά, κι όταν ξεσκεπάστηκε η συνωμοσία τους, καθώς ένας απ᾽ τους συνωμότες κοινολόγησε την επιχείρησή τους, έτσι λοιπόν οι υπόλοιποι έξι βγήκαν κρυφά απ᾽ τη Χίο κι έφτασαν στη Σπάρτη κι εντέλει, τότε, στην Αίγινα, παρακαλώντας τους Έλληνες να βάλουν πλώρη για να παν στην Ιωνία· κι αυτοί τους συνόδευσαν μόλις ώς τη Δήλο, [8.132.3] επειδή αποκεί και πέρα όλα τα μέρη προκαλούσαν τρόμο στους Έλληνες, γιατί και οι περιοχές τούς ήταν άγνωστες και πίστευαν πως ολόκληρη εκείνη η χώρα είναι γεμάτη στρατό· και με τη φαντασία τους έκαναν τη Σάμο ν᾽ απέχει όσο και οι Ηράκλειες στήλες. Και με την τροπή που πήραν τα πράματα, ούτε οι βάρβαροι, με το φόβο που είχαν πάρει, τολμούσαν ν᾽ ανοιχτούν στο πέλαγος προς τα δυτικά πιο πέρα απ᾽ τη Σάμο, ούτε οι Έλληνες, παρόλα τα παρακάλια των Χίων, προς τ᾽ ανατολικά πιο πέρα απ᾽ τη Δήλο. Ο φόβος φύλαγε το διάστημα που τους χώριζε. [8.133.1] Λοιπόν οι Έλληνες αρμένιζαν για τη Δήλο, ενώ ο Μαρδόνιος παραχείμαζε εκεί, κατά τα μέρη της Θεσσαλίας. Κι όταν ήταν να κινήσει απ᾽ εκεί, έστειλε να κάνει το γύρο των μαντείων έναν που καταγόταν από τον Εύρωμο κι ονομαζόταν Μυς, με την εντολή να πορευθεί για να ζητήσει χρησμό σε κάθε τόπο που μπορούσαν οι Πέρσες να έχουν πρόσβαση. Τώρα, τί ήθελε να μάθει απ᾽ τα μαντεία κι έδωσε αυτές τις εντολές, δεν μπορώ να το πω· γιατί δεν άκουσα τίποτα από κανένα· προσωπικά όμως πιστεύω πως θα ᾽στειλε για τις επιχειρήσεις που τον απασχολούσαν κι όχι για κάτι άλλο. [8.134.1] Λοιπόν πράγματι αυτός ο Μυς και στη Λεβάδεια πήγε κι έπεισε με χρήματα έναν εντόπιο να κατεβεί στη σπηλιά του Τροφωνίου, και επισκέφτηκε τις Άβες της Φωκίδας για το μαντείο τους· λοιπόν, όταν έφτασε στις Θήβες, πρώτο σταθμό του, από τη μια πήρε χρησμό απ᾽ τον Ισμήνιο Απόλλωνα (και στο μαντείο του, όπως στην Ολυμπία, μπορεί να πάρει κανείς χρησμό από τα ιερά σφάγια), κι από την άλλη έστειλε να κοιμηθεί στο μαντείο του Αμφιαράου, πείθοντάς τον με χρήματα, έναν ξένο κι όχι Θηβαίο. [8.134.2] Γιατί κανένας Θηβαίος δεν έχει τη δυνατότητα να πάρει χρησμό απ᾽ αυτό το μαντείο, και νά ποιός ο λόγος· τους προκάλεσε ο Αμφιάραος, με χρησμό που τους έδωσε, να διαλέξουν το έν᾽ από τα δυο, χάνοντας όμως κάθε δικαίωμα στο άλλο: να τους παραστέκει ή ως μάντης ή ως συμπολεμιστής· κι αυτοί προτίμησαν να τον έχουν συμπολεμιστή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κανένας Θηβαίος δεν έχει τη δυνατότητα να κοιμηθεί μες σ᾽ αυτό το μαντείο. [8.135.1] Τότε, όπως αφηγούνται οι Θηβαίοι, έγινε ένα καταπληκτικό, κατά τη γνώμη μου, θαύμα· δηλαδή ο Μυς αυτός από τον Εύρωμο, κάνοντας το γύρο των μαντείων, έφτασε και στο τέμενος του Πτώου Απόλλωνος. Βέβαια Πτώο λέγεται αυτό το λατρευτικό κέντρο, ανήκει όμως στους Θηβαίους· βρίσκεται πάνω απ᾽ τη λίμνη Κωπαΐδα σε βουνό, πολύ πολύ κοντά στην πόλη Ακραιφία. [8.135.2] Όταν λοιπόν, λένε, αυτός που αναφέραμε τ᾽ όνομά του, ο Μυς, έφτασε σ᾽ αυτό το κέντρο λατρείας, τον συνόδευαν τρεις Θηβαίοι αντιπρόσωποι της πόλης τους, για να καταγράψουν τα όσα ήταν να χρησμοδοτήσει ο θεός, οπότε ξαφνικά ο ιερέας του μαντείου δίνει τον χρησμό σε βαρβαρική γλώσσα. [8.135.3] Κι οι Θηβαίοι που τον συνόδευαν έμειναν με το στόμα ανοιχτό ακούοντας, αντί ελληνικά, βαρβαρική γλώσσα και δεν ήξεραν τί να κάνουν μ᾽ αυτό που συνέβαινε· αλλά ο Μυς από τον Εύρωμο άρπαξε απ᾽ τα χέρια τους το πινάκιο που κρατούσαν και πήρε να γράφει τα όσα έλεγε ο ιερέας του μαντείου· και λένε, τους είπε ότι ο χρησμός ήταν στη γλώσσα των Καρών· τον κατέγραψε και πήρε βιαστικά το δρόμο για τη Θεσσαλία. [8.136.1] Κι ο Μαρδόνιος, αφού διάβασε τους χρησμούς, ό,τι τέλος πάντων έλεγαν αυτοί, έστειλε κατόπιν αγγελιοφόρο στην Αθήνα τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα, το γιο του Αμύντα, επειδή από τη μια συνδεόταν με συγγένεια με τους Πέρσες (συγκεκριμένα, την αδερφή του Αλεξάνδρου, τη Γυγαίη, θυγατέρα του Αμύντα, την παντρεύτηκε ο Πέρσης Βουβάρης, κι αυτή του χάρισε τον Αμύντα που έζησε στην Ασία έχοντας τ᾽ όνομα του παππού του απ᾽ το μέρος της μητέρας του· σ᾽ αυτόν ο βασιλιάς έκανε δώρο τα εισοδήματα μιας μεγάλης πόλης της Φρυγίας, των Αλαβάστρων)· κι από την άλλη έστελνε ο Μαρδόνιος στους Αθηναίους τον Αλέξανδρο, γιατί τον πληροφόρησαν πως ήταν πρόξενος και ευεργέτης της πόλης τους. [8.136.2] Γιατί πίστευε πως έτσι έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να προσθέσει στους συμμάχους του τους Αθηναίους, ακούοντας πως και βέβαια ήταν λαός πολυάριθμος και γενναίος, όπως επίσης ήξερε πως τα παθήματα που τους βρήκαν στη ναυμαχία ήταν προπάντων των Αθηναίων κατόρθωμα. [8.136.3] Είχε λοιπόν βάσιμες ελπίδες πως, αν τους πάρει στη συμμαχία του, θα επικρατούσε εύκολα στη θάλασσα —και σ᾽ αυτό δεν έπεφτε έξω— ενώ στο πεζικό πίστευε πως είχε μεγάλη υπεροχή· και λογάριαζε πως μ᾽ αυτό τον τρόπο οι δυνάμεις του θα έβαζαν κάτω τις ελληνικές· δεν αποκλείεται μάλιστα και οι χρησμοί αυτό το μήνυμα να του έστειλαν, συμβουλεύοντάς τον να κάνει συμμάχους τους Αθηναίους· λοιπόν τους άκουσε κι έστελνε τον αγγελιοφόρο του. |