[8.56.1] Κι οι Έλληνες που ήταν στη Σαλαμίνα, μόλις τους ήρθε η αγγελία για το πώς εξελίχτηκε η επιχείρηση στην Ακρόπολη των Αθηναίων, θορυβήθηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε μερικοί στρατηγοί ούτε που περίμεναν να επικυρωθεί η απόφαση για το θέμα που τους απασχολούσε, αλλά όρμησαν στα καράβια τους και σήκωναν πανιά για ν᾽ απομακρυνθούν ολοταχώς· κι όσοι απ᾽ αυτούς έμειναν στη θέση τους, επικύρωσαν την απόφαση να δώσουν ναυμαχία μπροστά στον Ισθμό. Έπεσε η νύχτα κι αυτοί με τη διάλυση της σύσκεψης έμπαιναν στα καράβια τους. [8.57.1] Τότε, την ώρα που ο Θεμιστοκλής έφτανε στο καράβι του, τον ρώτησε ο Μνησίφιλος, Αθηναίος πολίτης, ποιά απόφαση είχε παρθεί. Κι όταν πληροφορήθηκε απ᾽ αυτόν πως είχαν αποφασίσει να βάλουν πλώρη απ᾽ εκεί για τον Ισθμό και να δώσουν ναυμαχία μπροστά στην Πελοπόννησο, του είπε: [8.57.2] «Ε λοιπόν, τώρα πια, αν σηκώσουν τα καράβια απ᾽ τη Σαλαμίνα, για ποιά πατρίδα θα δώσεις ναυμαχία, για να τη σώσεις; γιατί ο καθένας τους θα βάλει πλώρη για την πόλη του κι ούτε ο Ευρυβιάδης ούτε κάποιος άλλος θα μπορέσει να τους συγκρατήσει, ώστε να μη διασκορπιστεί εδώ κι εκεί ο στόλος· κι από τις άστοχες βουλές θα χαθεί η Ελλάδα· αλλά, αν υπάρχει κάποιος χειρισμός, προσπάθησε ν᾽ ανατρέψεις την απόφαση που έχει παρθεί, αν βρεις τρόπο να πείσεις τον Ευρυβιάδη ν᾽ αλλάξει γνώμη, ώστε να μείνουμε εδώ». [8.58.1] Η συμβουλή αυτή ενθουσίασε τον Θεμιστοκλή και, χωρίς ν᾽ αποκριθεί σ᾽ αυτά, τράβηξε προς το καράβι του Ευρυβιάδη. Φτάνοντας λοιπόν είπε πως θέλει να συναντηθούν για κάποιο κοινό ζήτημα. Κι εκείνος τον καλούσε να μπει στο καράβι και να του πει ό,τι ήθελε. [8.58.2] Τότε ο Θεμιστοκλής κάθισε δίπλα του και του λέει καταλεπτώς όλα εκείνα που άκουσε απ᾽ τον Μνησίφιλο, παρουσιάζοντάς τα ως δικές του σκέψεις και προσθέτοντας και άλλα πολλά, ώσπου τον έπεισε να δεχτεί το αίτημά του, να βγει απ᾽ το καράβι και να συγκαλέσει συμβούλιο των στρατηγών. [8.59.1] Κι όταν τέλος συγκεντρώθηκαν, πριν καν ο Ευρυβιάδης ανακοινώσει το λόγο για τον οποίο συγκέντρωσε τους στρατηγούς, ο Θεμιστοκλής μιλούσε ασταμάτητα, έτσι που τον πίεζε αδήριτη ανάγκη. Κι ενώ αυτός αγόρευε, ο στρατηγός της Κορίνθου Αδείμαντος, ο γιος του Ωκύτη, είπε: «Θεμιστοκλή, στους αγώνες, αυτούς που ξεκινούν πριν δοθεί το παράγγελμα, τους δίνουν μια με το ραβδί». Κι αυτός, απολογούμενος, είπε: «Όμως κι αυτοί που μένουν παραπίσω χάνουν το στεφάνι της νίκης». [8.60.1] Αυτή την ήπια απάντηση έδωσε τότε στον Κορίνθιο· στον Ευρυβιάδη πάλι δεν έλεγε πια τίποτε απ᾽ εκείνα που είχαν ειπωθεί προηγουμένως (πως, αν σηκώσουν πανιά απ᾽ τη Σαλαμίνα, θα δραπετεύσουν εδώ κι εκεί)· γιατί τώρα, με τους συμμάχους μπροστά, θα ήταν εκ μέρους του μεγάλη απρέπεια να κάνει τον κατήγορο· [8.60α.1] αλλά ανέπτυσσε άλλη επιχειρηματολογία, μιλώντας έτσι: «Στα χέρια σου κρατάς τη σωτηρία της Ελλάδας, αν πειστείς σ᾽ εμένα να δώσεις ναυμαχία παραμένοντας εδώ και δεν πειστείς σ᾽ όσα λεν αυτοί, κι οδηγήσεις τα καράβια σ᾽ άλλη θέση, προς τον Ισθμό. Λοιπόν άκουσε και το ένα και το άλλο και αντιπαράθεσέ τα: αν έρθεις στα χέρια με τον εχθρό στη θάλασσα του Ισθμού, θα ναυμαχήσεις σε ανοιχτό πέλαγος που δεν προσφέρεται καθόλου σε μας που έχουμε καράβια πιο αργοκίνητα και λιγότερα στον αριθμό· κι απ᾽ την άλλη θα χάσεις τη Σαλαμίνα και τα Μέγαρα και την Αίγινα, ακόμα και στην περίπτωση που όλα τ᾽ άλλα θα μας έρθουν δεξιά. Και το ναυτικό τους θα το ακολουθήσει το πεζικό κι έτσι θα ᾽σαι εσύ ο ίδιος που θα τους κουβαλήσεις στην Πελοπόννησο και θα διακυβεύσεις τη σωτηρία ολόκληρης της Ελλάδας. [8.60β.1] Αντίθετα, αν κάνεις αυτά που σου λέγω εγώ, δες ποιά πλεονεκτήματα θα πετύχεις· πρώτα πρώτα, αν εμείς που έχουμε λίγα καράβια συγκρουστούμε με πολλά σε στενή θάλασσα, κι αν η έκβαση της σύγκρουσης είναι αυτή που συνήθως συμβαίνει, η νίκη μας θα είναι μεγάλη· γιατί η ναυμαχία σε στενό ευνοεί εμάς, ενώ στ᾽ ανοιχτά εκείνους. Εξάλλου σώζεται κι η Σαλαμίνα, όπου βρήκαν καταφύγιο τα παιδιά και οι γυναίκες μας. Επίσης μ᾽ αυτή την επιλογή έχεις και τούτο, που εσείς το βάζετε πάνω απ᾽ όλα: μένοντας εδώ θ᾽ αγωνιστείς για την Πελοπόννησο δίνοντας ναυμαχία, όπως αν την έδινες στον Ισθμό, κι επιπλέον, αν είσαι γνωστικός, δε θα κουβαλήσεις τον εχθρό στην Πελοπόννησο. [8.60γ.1] Τέλος, αν γίνουν αυτά που προσδοκώ και νικήσουμε στη ναυμαχία, δε θα σας έρθουν οι βάρβαροι στον Ισθμό ούτε θα προελάσουν πιο πέρα απ᾽ την Αττική, αλλά θα τραπούν σε άταχτη φυγή, ενώ εμείς θα ᾽χουμε το κέρδος να μείνουν στα χέρια μας τα Μέγαρα κι η Αίγινα κι η Σαλαμίνα — μάλιστα πήραμε χρησμό πως σ᾽ αυτήν θα θριαμβεύσουμε πάνω στους εχθρούς μας. Λοιπόν, γενικά των ανθρώπων που σκέφτονται λογικά συνήθως πραγματοποιούνται οι επιδιώξεις· για όσους όμως δε σκέφτονται λογικά, ούτε ο θεός θέλει να συνταχθεί με τις γνώμες των ανθρώπων». [8.61.1] Ενώ ο Θεμιστοκλής έλεγε αυτά, του επιτέθηκε και πάλι ο Αδείμαντος ο Κορίνθιος, προτρέποντάς τον να μη μιλά, ένας άνθρωπος που δεν έχει πατρίδα, και μη επιτρέποντας στον Ευρυβιάδη να θέσει σε ψηφοφορία πρόταση ανθρώπου που δεν έχει πόλη· δηλαδή προκαλούσε τον Θεμιστοκλή πρώτα να δείξει πόλη κι ύστερα να εκθέτει γνώμες σε συνεδρίαση· και του τα έριχνε αυτά κατά πρόσωπο, γιατί είχε αλωθεί η Αθήνα και βρισκόταν στα χέρια του εχθρού. [8.61.2] Τότε λοιπόν ο Θεμιστοκλής περίλαβε κι εκείνον και τους Κορινθίους με πολλές κακολογίες κι έκανε φανερό με τα λόγια του πως οι Αθηναίοι έχουν και πόλη και χώρα μεγαλύτερη από εκείνων, για όσο καιρό έχουν διακόσια καράβια αρματωμένα· γιατί ποιά ελληνική πόλη θα μπορούσε να τους αποκρούσει, αν έκαναν έφοδο εναντίον της; [8.62.1] Κι ενώ δήλωνε αυτά, πέρασε στον Ευρυβιάδη μιλώντας πιο απότομα: «Εσύ να μείνεις εδώ και μένοντας θ᾽ αποδείξεις την πολεμική αρετή σου· ειδεμή, θα ρίξεις την Ελλάδα στον γκρεμό· γιατί όλο το βάρος του πολέμου μάς το σηκώνουν τα καράβια· πείσου λοιπόν στα λόγια μου. [8.62.2] Αν όμως δεν το κάνεις αυτό, εμείς, έτσι όπως είμαστε, παίρνουμε μαζί μας τους δικούς μας και μετακομίζουμε στη Σίρη, στην Ιταλία, που απ᾽ τον παλιό κιόλας καιρό είναι δική μας και οι χρησμοί λένε ότι πρέπει να χτιστεί εκεί αποικία δική μας· κι όσο για σας, όταν μείνετε μόνοι χάνοντας τέτοιους συμμάχους, θα θυμηθείτε τα λόγια μου». [8.63.1] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την ομιλία του Θεμιστοκλή ο Ευρυβιάδης μεταπείστηκε· κατά τη γνώμη μου, ήταν γιατί φοβήθηκε πάρα πολύ μήπως οι Αθηναίοι τούς εγκαταλείψουν, αν αυτοί οδηγούσαν τα καράβια τους πίσω, στον Ισθμό· γιατί, απ᾽ τη στιγμή που οι Αθηναίοι θα τους εγκατέλειπαν, οι υπόλοιποι δε θα ήταν σε θέση να δώσουν ναυμαχία. Ασπάστηκε λοιπόν αυτή τη γνώμη, να μείνουν και να δώσουν ναυμαχία εκεί. [8.64.1] Έτσι λοιπόν αυτοί που βρίσκονταν στη Σαλαμίνα, ύστερ᾽ από διαξιφισμούς με λόγια, μια και ο Ευρυβιάδης πήρε απόφαση, προετοιμάζονταν να ναυμαχήσουν εκεί. Ξημέρωσε και καθώς πρόβαλε ο ήλιος έγινε σεισμός και στη στεριά και στη θάλασσα. [8.64.2] Αποφάσισαν λοιπόν να προσευχηθούν στους θεούς και να καλέσουν τους Αιακίδες για συμμάχους. Πήραν λοιπόν την απόφαση και ἅμ᾽ ἔπος ἅμ᾽ ἔργον· δηλαδή προσευχήθηκαν σ᾽ όλους τους θεούς κι ύστερα καλούσαν να τους έρθουν βοηθοί απ᾽ το νησί στο οποίο βρίσκονταν, τη Σαλαμίνα, ο Αίας κι ο Τελαμών, ενώ για τον Αιακό και τους υπόλοιπους Αιακίδες έστελναν καράβι στην Αίγινα. |