[7.26.1] Κι ενώ αυτοί καταγίνονταν με τις αγγαρείες που τους ανατέθηκαν, τον ίδιο καιρό όλο το πεζικό συγκεντρωμένο, ξεκινώντας από τα Κρίταλλα της Καππαδοκίας, πορευόταν μαζί με τον Ξέρξη προς τις Σάρδεις· γιατί αυτή η πόλη ορίστηκε τόπος συγκέντρωσης όλου του στρατού της ξηράς που ήταν να πορευτεί μαζί με τον Ξέρξη. [7.26.2] Τώρα, ποιός από τους σατράπες παρουσιάζοντας στρατό καλύτερα εξοπλισμένο πήρε τα δώρα που είχε υποσχεθεί ο βασιλιάς, δεν μπορώ να το πω· γιατί δεν ξέρω αν έκαναν καν αυτή τη σύγκριση. [7.26.3] Διάβηκαν λοιπόν τον ποταμό Άλυ και πέρασαν στη Φρυγία· κατόπι, διασχίζοντάς την πορεύτηκαν κι έφτασαν στις Κελαινές, όπου αναβλύζουν τα νερά του ποταμού Μαιάνδρου, κι ενός άλλου που δεν είναι μικρότερος από τον Μαίανδρο, που τυχαίνει να ᾽χει το όνομα Καταρράκτης· αυτός, έχοντας τις πηγές του ακριβώς μέσα στην αγορά των Κελαινών, χύνει τα νερά του στον Μαίανδρο· στην αγορά αυτή είναι κρεμασμένο ψηλά και το ασκί από το δέρμα του σιληνού Μαρσύα, για τον οποίο οι Φρύγες διηγούνται πως τον έγδαρε και κρέμασε ψηλά το τομάρι του ο Απόλλων. [7.27.1] Σ᾽ αυτή την πόλη καθόταν και περίμενε τον Ξέρξη ο Πύθιος, ο γιος του Άτυ, ο Λυδός, και πρόσφερε φιλοξενία σ᾽ ολόκληρο το εκστρατευτικό σώμα με την πιο μεγαλόπρεπη ανοιχτοχεριά, όπως και στον ίδιο το βασιλιά· κι έδινε την υπόσχεση πως με τη θέλησή του έδινε χρήματα για την εκστρατεία. [7.27.2] Και καθώς ο Πύθιος υποσχόταν να προσφέρει χρήματα, ο Ξέρξης ρώτησε τους Πέρσες της συνοδείας του ποιός ήταν αυτός ο Πύθιος και πόσα χρήματα έχει, ώστε να δίνει τέτοια υπόσχεση. Κι αυτοί του αποκρίθηκαν: «Βασιλιά μου, αυτός είναι που έκανε δώρο στον πατέρα σου το χρυσό πλατάνι και το κλήμα· αυτός που και σήμερα είναι ο πλουσιότερος στον κόσμο, απ᾽ όσο ξέρουμε, μετά από σένα». [7.28.1] Ο Ξέρξης στάθηκε απορημένος μ᾽ αυτή την τελευταία πληροφορία και κατόπι ρώτησε ο ίδιος τον Πύθιο πόση να ᾽ταν η περιουσία του. Κι αυτός αποκρίθηκε: «Βασιλιά μου, ούτε θα σου το κρατήσω κρυφό ούτε θα προφασιστώ πως δεν ξέρω την περιουσία μου, αντίθετα την ξέρω καλά και θα σου την εκθέσω με ακρίβεια. [7.28.2] Γιατί, μόλις έμαθα πως ξεκίνησες να κατεβείς στην ελληνική θάλασσα, θέλοντας να σου δώσω χρήματα για τον πόλεμο έκανα καταμέτρηση κι οι λογαριασμοί μού έδειξαν ότι έχω δυο χιλιάδες τάλαντα ασήμι και τέσσερα εκατομμύρια, παρά εφτά χιλιάδες, χρυσούς στατήρες δαρεικούς. [7.28.3] Αυτά σου τα κάνω δώρο· όσο για μένα, κρατώ τα εισοδήματα από τους δούλους και τα χτήματα, που καλύπτουν τις ανάγκες μου». Ο Ξέρξης ευχαριστήθηκε από την απάντηση και είπε: [7.29.1] «Φίλε μου Λυδέ, από την ώρα που βγήκα από την Περσία ώς σήμερα δε συνάντησα άνθρωπο που με τη θέλησή του φιλοξένησε το στρατό μου ή που παρουσιάστηκε μπροστά μου κι αυθόρμητα προθυμοποιήθηκε να συνεισφέρει χρήματα για τον πόλεμο, έξω από σένα. Τώρα εσύ και μεγαλόπρεπα φιλοξένησες το στρατό μου και μου υπόσχεσαι πολλά χρήματα. [7.29.2] Λοιπόν, για όλ᾽ αυτά, σου δίνω αυτές τις τιμητικές διακρίσεις: σε ονομάζω φίλο μου και θα συμπληρώσω το ποσό των τεσσάρων εκατομμυρίων στατήρων σου βάζοντας τις εφτά χιλιάδες από τα δικά μου, ώστε να μη λείπουν από τα τέσσερα εκατομμύρια οι εφτά χιλιάδες, αλλά με το συμπληρωματικό ποσό που σου δίνω να γίνει στρογγυλό το άθροισμα. [7.29.3] Και κράτησε την περιουσία σου, όση σου ανήκει, και σ᾽ όλη τη ζωή σου μείνε αυτός που είσαι· γιατί ούτε στο παρόν ούτε στο μέλλον θα μετανιώσεις γι᾽ αυτή σου τη συμπεριφορά». |