[6.125.1] Οι Αλκμεωνίδες ήταν βέβαια από πάντα ονομαστή για την αρχοντιά της οικογένεια στην Αθήνα, αλλά από τον Αλκμέωνα και στη συνέχεια από τον Μεγακλή απόχτησαν εκθαμβωτική φήμη. [6.125.2] Γιατί ο πρώτος, ο Αλκμέων, ο γιος του Μεγακλή, συνόδευε και πρόσφερε ανοιχτόκαρδα τις καλές του υπηρεσίες στους Λυδούς που έρχονταν από τις Σάρδεις σαν άνθρωποι του Κροίσου για το μαντείο των Δελφών· όταν λοιπόν ο Κροίσος έμαθε από τους Λυδούς που μετέβαιναν συχνά στο μαντείο ότι ο Αλκμέων τον ευεργετεί, τον κάλεσε στις Σάρδεις· κι όταν έφτασε εκεί, του κάνει δώρο τόσο χρυσάφι, όσο θα μπορούσε να σηκώσει με το σώμα του μια κι έξω. [6.125.3] Κι ο Αλκμέων, ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την προσφορά, νά ποιά καμώματα επιστράτευσε· ντύθηκε μεγάλο χιτώνα κι άφησε να ᾽χει μεγάλο βάθος ο κόρφος του, φόρεσε στα πόδια του αρβύλες, το μεγαλύτερο νούμερο που βρήκε, και κατευθύνθηκε στο θησαυροφυλάκιο όπου τον οδηγούσαν. [6.125.4] Και ρίχτηκε πάνω σε σωρό με ψήγματα χρυσού· πρώτα πρώτα παραγέμισε το κενό που άφηναν τα πόδια του στις αρβύλες μ᾽ όσο χρυσάφι χωρούσε, κατόπι γέμισε με χρυσάφι όλο τον κόρφο του χιτώνα, πασπάλισε μ᾽ άφθονα ψήγματα τα μαλλιά της κεφαλής του, μ᾽ άλλο χρυσάφι γέμισε το στόμα του και βγήκε απ᾽ το θησαυροφυλάκιο σέρνοντας με δυσκολία τις αρβύλες, κι έμοιαζε μ᾽ οτιδήποτε άλλο παρά με άνθρωπο, αφού και το στόμα του ήταν στουπωμένο και το σώμα του, από την κορφή ώς τα νύχια, εξογκωμένο. [6.125.5] Αντικρίζοντάς τον ο Κροίσος έσκασε στα γέλια, και του δίνει όλο εκείνο το χρυσάφι κι ακόμα του δωρίζει κι άλλα όχι μικρότερης αξίας απ᾽ εκείνο. Έτσι η οικογένεια αυτή απόχτησε μεγάλο πλούτο κι ο Αλκμέων αυτός, ύστερ᾽ απ᾽ αυτά, συντηρούσε άλογα που σέρνουν τέθριππο και μ᾽ αυτά ανακηρύχτηκε ολυμπιονίκης. [6.126.1] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτόν, στην επόμενη γενιά, την οικογένεια αυτή την ανέβασε ψηλά ο Κλεισθένης, ο τύραννος της Σικυώνας, κι έτσι απόχτησε πολύ μεγαλύτερο όνομα στον ελληνικό κόσμο απ᾽ αυτό που είχε προηγουμένως. Δηλαδή ο Κλεισθένης, ο γιος του Αριστωνύμου, γιου του Μύρωνος, γιου του Ανδρέα, απόχτησε θυγατέρα που την ονόμαζαν Αγαρίστη. Αυτήν θέλησε να την παντρέψει με τον άντρα που θα διαπίστωνε πως ήταν ο άριστος ανάμεσα σ᾽ όλους τους Έλληνες. [6.126.2] Λοιπόν σε ολυμπιακούς αγώνες, στους οποίους ανακηρύχτηκε νικητής στο αγώνισμα των τεθρίππων, ο Κλεισθένης έβαλε τον κήρυκά του να προκηρύξει, όποιος από τους Έλληνες θεωρεί τον εαυτό του άξιο να γίνει γαμπρός του Κλεισθένη, να βρίσκεται στη Σικυώνα μέσα σ᾽ εξήντα μέρες ή και νωρίτερα, γιατί ο Κλεισθένης θα έκλεινε το γάμο μέσα σ᾽ ένα χρόνο, που θ᾽ άρχιζε να τρέχει από την εξηκοστή μέρα. [6.126.3] Τότε, όσοι Έλληνες ήταν περήφανοι για τον εαυτό τους και την καταγωγή τους, παρουσιάστηκαν μνηστήρες. Ο Κλεισθένης τούς φιλοξενούσε για τον σκοπό του, μάλιστα έκανε γι᾽ αυτούς και στίβο και παλαίστρα. [6.127.1] Ήρθε λοιπόν από την Ιταλία ο Σμινδυρίδης, ο γιος του Ιπποκράτη, Συβαρίτης, ο άνθρωπος που δεν είχε το δεύτερό του στη χλιδή (ήταν η εποχή που η Σύβαρη βρισκόταν στη μεγάλη της ακμή), κι από τη Σίρη ο Δάμασος, γιος του Αμύρη, του φημισμένου σοφού. [6.127.2] Αυτοί λοιπόν ήρθαν από την Ιταλία, κι απ᾽ το Ιόνιο πέλαγος ο Αμφίμνηστος, ο γιος του Επιστρόφου, από την Επίδαμνο· αυτός ήρθε απ᾽ το Ιόνιο πέλαγος. Κι απ᾽ την Αιτωλία, του Τιτόρμου, που ξεπερνούσε σε σωματική ρώμη όλους τους Έλληνες κι αποσύρθηκε στην πιο απόμακρη γωνιά της Αιτωλίας για να μη βλέπει ανθρώπους, αυτουνού του Τιτόρμου ήρθε ο αδερφός, ο Μάλης. [6.127.3] Κι από την Πελοπόννησο ο Λεωκήδης, ο γιος του Φείδωνος, του τυράννου του Άργους· του Φείδωνος, που όρισε τα μέτρα και τα σταθμά στους Πελοποννησίους κι έκανε την πιο αλαζονική πράξη απ᾽ όλους τους Έλληνες· ήταν αυτός που έδιωξε με τη βία τους Ηλείους ελλανοδίκες κι ανέλαβε ο ίδιος την οργάνωση των ολυμπιακών αγώνων· αυτουνού λοιπόν ο γιος, και ο Αμίαντος, ο γιος του Λυκούργου, από την Τραπεζούντα της Αρκαδίας· κι από την Αζανία, απ᾽ την πόλη Παίο, ο Λαφάνης, ο γιος του Ευφορίωνος, αυτουνού που, όπως διηγούνται στην Αρκαδία, φιλοξένησε στο σπίτι του τους Διοσκούρους κι από τότε φιλοξενούσε όλους τους ανθρώπους· κι από την Ηλεία ο Ονόμαστος, ο γιος του Αγαίου. [6.127.4] Λοιπόν από την Πελοπόννησο ήρθαν οι παραπάνω, κι από την Αθήνα ήρθαν ο Μεγακλής, ο γιος του Αλκμέωνος, αυτουνού που επισκέφθηκε τον Κροίσο, κι ένας δεύτερος, ο Ιπποκλείδης, ο γιος του Τεισάνδρου, που ξεχώριζε ανάμεσα στους Αθηναίους για τον πλούτο και την ομορφιά του. Κι από την Ερέτρια, που εκείνη την εποχή ήταν στην ακμή της, ο Λυσανίας, μόνο αυτός από την Εύβοια. Κι από τη Θεσσαλία, από την Κραννώνα, ήρθε ο Διακτορίδης, από την οικογένεια των Σκοπάδων, κι από τη χώρα των Μολοσσών ο Άλκων. [6.128.1] Τόσοι ήταν οι μνηστήρες· κι όταν έφτασαν την ορισμένη μέρα, ο Κλεισθένης πρώτα πρώτα κατατοπιζόταν για την πατρίδα και την οικογένεια του καθενός τους. Ύστερα, κρατώντας τους κοντά του ένα χρόνο, στάθμιζε τα προτερήματά τους, την ιδιοσυγκρασία τους, την αγωγή και τα φερσίματά τους, με το να τους συναναστρέφεται κι έναν ένα χωριστά και μ᾽ όλους μαζί· τους νεότερους μάλιστα τους οδηγούσε στα γυμναστήρια· προπάντων παρακολουθούσε τη συμπεριφορά τους στα συμπόσια· γιατί όσο καιρό τους κρατούσε κοντά του έκανε τα πάντα και συνάμα τους φιλοξενούσε αρχοντικά· [6.128.2] και κάπως περισσότερο ανάμεσα στους μνηστήρες ήταν της αρεσιάς του αυτοί που ήρθαν απ᾽ την Αθήνα, κι απ᾽ αυτούς οι προτιμήσεις του στρέφονταν στον Ιπποκλείδη, το γιο του Τεισάνδρου, για τα προτερήματά του και γιατί η συγγένειά του με τους Κυψελίδες της Κορίνθου κρατούσε απ᾽ τα παλιά. [6.129.1] Κι όταν ήρθε η επίσημη μέρα του γαμήλιου συμποσίου και της δημόσιας δήλωσης του Κλεισθένη, ποιόν προτίμησε απ᾽ όλους, ο Κλεισθένης θυσίασε εκατό βόδια και τους καλοτραπέζωνε, και τους μνηστήρες της κόρης του κι όλους τους Σικυωνίους. [6.129.2] Κι όταν τέλειωσαν το δείπνο τους, τσακώνονταν μεταξύ τους οι μνηστήρες για τη μουσική και για τ᾽ ανέκδοτα που λέγονται για όλη την παρέα. Και καθώς συνέχιζαν να πίνουν, ο Ιπποκλείδης, που άφηνε πολύ πίσω τους άλλους, έδωσε παραγγελιά στον αυλητή να του παίξει για χορό του καλού κόσμου· ο αυλητής τον άκουσε κι αυτός χόρεψε. Κι έτσι που απολάμβανε το χορό του, ο Κλεισθένης άρχισε να βλέπει με ανήσυχο μάτι όλα όσα γίνονταν. [6.129.3] Κι ύστερα, αφού σταμάτησε λίγο για να πάρει ανάσα, ο Ιπποκλείδης πρόσταξε κάποιον να φέρει μέσα ένα τραπέζι, κι όταν ήρθε το τραπέζι ανέβηκε απάνω και χόρεψε πρώτα κάνοντας τσαλίμια λακωνικά, κατόπι άλλα, αττικά, και σε τρίτη φάση, στηρίζοντας το κεφάλι του πάνω στο τραπέζι άρχισε να κουνά χορευτικά τα πόδια στον αέρα. [6.129.4] Στην πρώτη και τη δεύτερη φάση του χορού του, ο Κλεισθένης, αηδιάζοντας με τον Ιπποκλείδη κι αποκλείοντάς τον πια από το γάμο εξαιτίας του χορού του και της αδιαντροπιάς του, συγκρατιόταν ακόμα, μη θέλοντας να ξεσπάσει φανερά εναντίον του. Όταν όμως τον είδε να κάνει αυτά τα τσαλίμια με τα σκέλη, δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί και είπε: «Γιε του Τεισάνδρου, με το χορό σου κλότσησες το γάμο σου». Κι ο Ιπποκλείδης αποκρίθηκε: «Οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ». [6.130.1] Το γνωστό αυτό ρητό προέρχεται από το παραπάνω περιστατικό. Κι ο Κλεισθένης ζήτησε να γίνει σιωπή και μίλησε έτσι που να τον ακούν όλοι: «Κύριοι, μνηστήρες της κόρης μου, εγώ έχω επαινετικά λόγια για όλους σας κι ολωνών σας, αν ήταν μπορετό, θα έκανα την καρδιά· γιατί κανέναν δεν ξεχωρίζω ως ανώτερο από τους άλλους κι ούτε τους υπόλοιπους τους θεωρώ κατώτερους· [6.130.2] πώς να γίνει όμως, δεν μπορείς να εκπληρώσεις τις προσδοκίες όλων, όταν η κοπέλα για την οποία βγάζεις βουλή είναι μία· έτσι σ᾽ όσους αποκλείονται απ᾽ αυτό το γάμο, δίνω στον καθένα δώρο ένα τάλαντο ασήμι για την τιμή που μου κάνατε να ζητήσετε σε γάμο την κόρη μου και που αφήσατε τα σπιτικά σας για καιρό· τώρα, αρραβωνιάζω την κόρη μου την Αγαρίστη με το γιο του Αλκμέωνος, τον Μεγακλή, να την πάρει σύμφωνα με τους αθηναϊκούς νόμους». Ο Μεγακλής δήλωσε πως δέχεται τον αρραβώνα κι έτσι ο Κλεισθένης οριστικοποίησε τον γάμο. [6.131.1] Αυτό λοιπόν ήταν το περιστατικό της εκλογής ανάμεσα στους μνηστήρες κι έτσι το όνομα των Αλκμεωνιδών έγινε ξακουστό σ᾽ όλη την Ελλάδα. Από τον γάμο αυτό γεννιέται ο Κλεισθένης που χώρισε σε φυλές τους Αθηναίους κι εγκαθίδρυσε τη δημοκρατία τους, παίρνοντας τ᾽ όνομά του από τον Σικυώνιο πατέρα της μητέρας του· [6.131.2] ο Μεγακλής λοιπόν αποχτά αυτόν και τον Ιπποκράτη, κι ο Ιπποκράτης απόχτησε τον δεύτερο Μεγακλή και τη δεύτερη Αγαρίστη (που πήρε τ᾽ όνομά της από την Αγαρίστη του Κλεισθένη)· αυτή παντρεύτηκε τον Ξάνθιππο, το γιο του Αρίφρονος, κι ενώ ήταν έγκυος είδε όνειρο στον ύπνο της, της φάνηκε δηλαδή πως γέννησε λιοντάρι· κι ύστερ᾽ από λίγες μέρες χάρισε στον Ξάνθιππο αγόρι, τον Περικλή. |