[4.76.1] Κι όσο για τα ξένα έθιμα, κι ετούτοι ούτε να τ᾽ ακούσουν θέλουν· κι αν αυτό ισχύει για τα έθιμα κάθε άλλου λαού, για τα ελληνικά ισχύει απόλυτα, όπως το έδειξαν ολοφάνερα στην περίπτωση του Ανάχαρση και πάλι, για δεύτερη φορά, του Σκύλη. [4.76.2] Δηλαδή, στην πρώτη περίπτωση, ο Ανάχαρσης, αφού περιηγήθηκε πολλές χώρες κι άντλησε απ᾽ αυτές μεγάλη σοφία, ξαναγύριζε στα μέρη των Σκυθών· λοιπόν, καθώς το πλοίο του διέσχιζε τον Ελλήσποντο, έπιασε σκάλα στην Κύζικο· [4.76.3] και —γιατί βρήκε τους Κυζικηνούς να πανηγυρίζουν τη γιορτή της Μητέρας των θεών με ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια— ο Ανάχαρσης έκαμε τάμα στη Μητέρα, αν γυρίσει στην πατρίδα του σώος και αβλαβής, να κάνει θυσία καταπώς έβλεπε να κάνουν οι Κυζικηνοί και να τελέσει ολονυχτία. [4.76.4] Κι όταν έφτασε στη Σκυθία, χώθηκε στην περιοχή που λέγεται Υλαία (κι αυτή βρίσκεται δίπλα στον Αχίλλειο δρόμο, κι είναι από τη μια άκρη ώς την άλλη δασωμένη με δέντρα κάθε λογής), χώθηκε λοιπόν σ᾽ αυτήν ο Ανάχαρσης και τελούσε για χάρη της θεάς τη γιορτή με όλο το τυπικό της, κρατώντας τύμπανο κι έχοντας κρεμασμένα στο στήθος του ειδώλια της θεάς. [4.76.5] Και κάποιος Σκύθης αντικρίζοντάς τον να κάνει αυτά πήγε και τα πρόλαβε στον βασιλιά Σαύλιο. Λοιπόν ετούτος πήγε κι ο ίδιος του και, βλέποντας τον Ανάχαρση να κάνει αυτά, του έριξε βέλος και τον σκότωσε. Ακόμα και σήμερα αν κάποιος ρωτήσει για τον Ανάχαρση, οι Σκύθες λένε πως δεν τον ξέρουν, κι ο λόγος είναι που πήγε κι έμεινε καιρό στην Ελλάδα και οι συνήθειες που κρατούσε ήταν ξενόφερτες. [4.76.6] Κι από τις πληροφορίες που πήρα από τον Τίμνη, τον αντιπρόσωπο του Αριαπείθη, ο Ανάχαρσης ήταν θείος του βασιλιά των Σκυθών Ιδανθύρσου απ᾽ τη μεριά του πατέρα του, και γιος του Γνούρου, του γιου του Λύκου, γιου του Σπαργαπείθη· Ανάχαρση, αν ήσουνα απ᾽ αυτή την οικογένεια, να ξέρεις ότι σε σκότωσε ο αδερφός σου! — γιατί ο Ιδάνθυρσος ήταν γιος του Σαυλίου, κι ο Σαύλιος είναι που σκότωσε τον Ανάχαρση. [4.77.1] Όμως άκουσα κιόλας κάποια διαφορετική ιστορία που λέγεται στην Πελοπόννησο, δηλαδή πως ο Ανάχαρσης στάλθηκε από το βασιλιά των Σκυθών στην Ελλάδα και πήρε ελληνική μόρφωση, κι όταν γύρισε στην πατρίδα του είπε σ᾽ αυτόν που τον έστειλε πως οι Έλληνες δε διαθέτουν τον καιρό τους για ν᾽ αποχτήσουν οποιαδήποτε γνώση, εκτός από τους Λακεδαιμονίους, που είναι, μονάχα αυτοί, σε θέση και να μιλούν και ν᾽ ακούν με σύνεση. [4.77.2] Αλλά αυτή την ιστορία την έπλασαν οι Έλληνες έτσι, για ανέκδοτο, πάντως ο άνθρωπος, όπως είπαμε παραπάνω, σκοτώθηκε. Λοιπόν αυτό το τέλος βρήκε για τα ξενόφερτα έθιμα και τη συναναστροφή του με Έλληνες. [4.78.1] Πέρασαν πάρα πολλά χρόνια από τότε, όταν ο Σκύλης, ο γιος του Αριαπείθη, είχε παρόμοια περιπέτεια μ᾽ αυτόν. Δηλαδή ανάμεσα στ᾽ άλλα παιδιά του ο Αριαπείθης, ο βασιλιάς των Σκυθών, απόχτησε τον Σκύλη· ετούτος γεννήθηκε από γυναίκα Ιστριανή, που δεν είχε καμιά σχέση με τον τόπο, κι αυτή η μητέρα του τού δίδαξε την ελληνική γλώσσα και τα γράμματα. [4.78.2] Κατόπι, ύστερ᾽ από χρόνια, τον Αριαπείθη τον σκότωσε με δόλο ο Σπαργαπείθης, ο βασιλιάς των Αγαθύρσων, κι ο Σκύλης κληρονόμησε και το βασίλειο και τη γυναίκα του πατέρα του, που λεγόταν Οποίη. Λοιπόν, αυτή η Οποίη ήταν από γνήσια σκυθική οικογένεια κι είχε γιο από τον Αριαπείθη, τον Όρικο. [4.78.3] Βασίλευε λοιπόν στους Σκύθες ο Σκύλης, αλλά δεν του άρεζε καθόλου ο τρόπος που ζούσαν οι Σκύθες, ενώ πολύ περισσότερο τον τραβούσαν τα συνήθεια των Ελλήνων, καθότι προς τα εκεί τον οδηγούσε η ανατροφή που είχε πάρει, κι έκανε κάτι τέτοιο: κάθε φορά που έφερνε το στρατό των Σκυθών στην πόλη των Βορυσθενιτών (κι ετούτοι οι Βορυσθενίτες λένε πως κατάγονται από τη Μίλητο), μόλις έφτανε στην πόλη ο Σκύλης, το στρατό του τον άφηνε στα περίχωρα [4.78.4] και ο ίδιος έμπαινε στα τείχη κι έκλεινε τις πύλες· αμέσως τότε πετούσε τη σκυθική φορεσιά και φορούσε ελληνικά ρούχα, κι έτσι ντυμένος περιδιάβαζε στην αγορά χωρίς συνοδεία δορυφόρων ή κάποιου άλλου (κι είχαν μπει φρουροί στις πύλες, μήπως τον δει κανένας Σκύθης ντυμένο μ᾽ αυτά τα ρούχα) και σ᾽ όλα τ᾽ άλλα ζούσε όπως οι Έλληνες, και πρόσφερε λατρεία στους θεούς σύμφωνα με την ελληνική θρησκεία. [4.78.5] Περνούσε εκεί ένα μήνα ή και περισσότερο κι ύστερα ντυνόταν τη σκυθική φορεσιά κι έφευγε. Αυτό το έκανε πολλές φορές, μάλιστα και αρχοντικό έχτισε στον Βορυσθένη και σ᾽ αυτό έφερε τη ντόπια γυναίκα που παντρεύτηκε εκεί. [4.79.1] Και καθώς μ᾽ όλ᾽ αυτά δεν μπορούσε παρά να ᾽χει κακό τέλος, η συμφορά τού ήρθε από μια τέτοια αφορμή: θέλησε να μυηθεί στις τελετές του Βακχείου· και την ώρα που ήταν να καταπιαστεί με την τελετή, παρουσιάστηκε θεϊκό σημάδι καταπληχτικό. [4.79.2] Το μεγάλο και αρχοντικό σπίτι που είχε στην πόλη των Βορυσθενιτών, που και λίγο παραπάνω ανάφερα, είχε μαντρότοιχο με ολόγυρα στημένες σφίγγες και γρύπες από μάρμαρο· εκεί ο θεός έριξε αστροπελέκι. Όλα τα πάντα έγιναν στάχτη, όμως παρ᾽ όλ᾽ αυτά ο Σκύλης τέλεσε τη μυσταγωγία — καθόλου δεν τον σταμάτησε η κακοσημαδιά. [4.79.3] Λοιπόν οι Σκύθες περιγελούν τους Έλληνες που παραδίνονται σε βακχική μανία· γιατί λένε πως είναι παράλογο να παραδέχεσαι για θεό αυτόν που σπρώχνει τους ανθρώπους στη μανία. [4.79.4] Κι όταν μυήθηκε ο Σκύλης στα μυστήρια του Βακχείου, ένας Βορυσθενίτης τού την άναψε λέγοντας στους Σκύθες: «Εμάς λοιπόν περιγελάτε, κύριοι Σκύθες, που κάνουμε τελετές στο Βάκχο κι ο θεός μάς παίρνει τα μυαλά; τώρα αυτός ο θεός πήρε τα μυαλά και του δικού σας βασιλιά κι έχει μέσα του το Βάκχο κι ο θεός τον έκανε μανιακό. Κι αν δε με πιστεύετε, κάντε τον κόπο να ᾽ρθείτε μαζί μου, κι εγώ θα σας τον δείξω». [4.79.5] Τον ακολούθησαν οι προεστοί των Σκυθών, κι ο Βορυσθενίτης τούς ανέβασε κρυφά πάνω σ᾽ έναν πύργο και τους έβαλε να καθίσουν. Κι όταν ο Σκύλης περνούσε αποκεί με το θίασο της βακχικής τελετής και τον είδαν οι Σκύθες σε διονυσιακή μανία, ήταν σαν να τους χτύπησε πολύ μεγάλη συμφορά· βγήκαν έξω και ανακοίνωσαν σ᾽ όλο το στρατό τα όσα είδαν. [4.80.1] Κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτά, όταν ο Σκύλης ξεκίνησε με το στρατό του για τον τόπο του, οι Σκύθες σήκωσαν επανάσταση εναντίον του, αφού ανακήρυξαν αρχηγό τον αδερφό του, τον Οκταμασάδη, γιο της θυγατέρας του Τήρη. [4.80.2] Κι ο Σκύλης, ακούοντας για το κίνημα που γινόταν εναντίον του και την αιτία του, ζήτησε καταφύγιο στη Θράκη. Κι ο Οκταμασάδης, μαθαίνοντας αυτά, εκστράτευσε εναντίον της Θράκης· κι όταν έφτασε στις όχθες του Ίστρου, βγήκαν να τον αντιμετωπίσουν οι Θράκες· αλλά, ενώ όπου να ᾽ταν θα έρχονταν αυτοί στα χέρια, ο Σιτάλκης έστειλε ανθρώπους του στον Οκταμασάδη με τέτοια λόγια: [4.80.3] «Για ποιό λόγο ν᾽ αναμετρηθούμε; Είσαι γιος της αδερφής μου κι έχεις μαζί σου τον αδερφό μου. Παράδωσέ μου τον αυτόν κι εγώ σου παραδίνω τον δικό σου, τον Σκύλη· κι ούτε εσύ να μπεις στον κίνδυνο του πολέμου ούτε εγώ». [4.80.4] Ο Σιτάλκης με τους κήρυκές του έκανε αυτή την πρόταση· γιατί ο Οκταμασάδης είχε μαζί του εξορισμένο αδερφό του Σιτάλκη. Ο Οκταμασάδης λοιπόν λέει ναι σ᾽ αυτά, κι αφού παράδωσε στο Σιτάλκη τον θείο του από τη μεριά της μάνας του, πήρε τον αδερφό του, τον Σκύλη. [4.80.5] Κι ο Σιτάλκης πήρε τον δικό του αδερφό και τον οδήγησε στη χώρα του, όμως ο Οκταμασάδης έκοψε το κεφάλι του Σκύλη επιτόπου. Με τέτοια φροντίδα λοιπόν φυλάνε τα έθιμά τους οι Σκύθες και τέτοιες τιμωρίες επιβάλλουν σε όσους βάζουν πάνω απ᾽ αυτά ξενόφερτες συνήθειες. |