[3.139.1] Ύστερα απ᾽ αυτά ωστόσο ο βασιλιάς Δαρείος κυριεύει τη Σάμο, την πρώτη απ᾽ όλες τις πόλεις, ελληνικές και βαρβαρικές, για την ακόλουθη αιτία· όταν ο Καμβύσης του Κύρου έκανε την εκστρατεία κατά της Αιγύπτου, στην Αίγυπτο πήγαν και πολλοί Έλληνες, άλλοι βέβαια για να κάνουν εμπόριο, άλλοι που ήταν στον στρατό και άλλοι απλώς για να δουν τη χώρα· ανάμεσα σ᾽ αυτούς ήταν και ο Συλοσών, ο γιος του Αιάκη και αδελφός του Πολυκράτη, εξόριστος από τη Σάμο. [3.139.2] Σ᾽ αυτόν τον Συλοσώντα συνέβη τούτο το ευτύχημα: πήρε έναν κόκκινο μανδύα, τον φόρεσε και βγήκε στην αγορά της Μέμφιδας. Τον είδε ο Δαρείος, σωματοφύλακας του Καμβύση τότε και όχι ακόμη άνθρωπος σημασίας, του άρεσε ο μανδύας και πλησίασε τον Συλοσώντα για να τον αγοράσει. [3.139.3] Βλέποντας ο Συλοσών πόσο πολύ ο Δαρείος επιθυμούσε τον μανδύα, είχε τη θεία φώτιση να του πει: «Τον μανδύα για χρήματα δεν τον πουλάω, όσα κι αν είναι· αφού όμως θέλεις οπωσδήποτε να γίνει δικός σου, σου τον δίνω έτσι». Ο Δαρείος παίνεψε αυτά τα λόγια και πήρε το ρούχο. Ο Συλοσών ωστόσο θεώρησε ότι από χαζομάρα του έχασε τον μανδύα. [3.140.1] Καθώς όμως πέρασε ο καιρός και πέθανε ο Καμβύσης και οι επτά επαναστάτησαν κατά του Μάγου και από τους επτά τη βασιλεία την πήρε ο Δαρείος, μαθαίνει ο Συλοσών ότι η βασιλεία είχε περιέλθει στον άνθρωπο αυτόν που κάποτε στην Αίγυπτο του είχε ζητήσει το ρούχο κι αυτός του το έδωσε. Ανεβαίνει λοιπόν στα Σούσα, στήνεται στην είσοδο των ανακτόρων του βασιλιά και λέει ότι είναι ευεργέτης του βασιλιά· [3.140.2] ο φρουρός της πύλης το ακούει αυτό και το αναγγέλλει στον βασιλιά· ο βασιλιάς τώρα απόρησε και του λέει: «Και ποιός είναι αυτός ο Έλληνας ευεργέτης μου που πρέπει να του χρωστάω χάρη, αφού εγώ μόλις τώρα ανέλαβα την αρχή; Άλλωστε, ώς τώρα δεν μας έχει έρθει κανένας από δαύτους, και μπορώ να πω ότι σε κανέναν Έλληνα δεν έχω υποχρέωση· εν πάση περιπτώσει, φέρ᾽ τον μέσα να δω τί θέλει και τα λέει αυτά». [3.140.3] Φέρνει μέσα ο φρουρός της πύλης τον Συλοσώντα, τον βάζουν στη μέση οι διερμηνείς και αρχίζουν να τον ρωτούν ποιός είναι και τί έχει κάνει για να λέει ότι είναι ευεργέτης του βασιλιά. Είπε λοιπόν ο Συλοσών όλα όσα είχαν γίνει με τον μανδύα και ότι αυτός ήταν που τον είχε δώσει. [3.140.4] Τότε ο Δαρείος απάντησε σ᾽ αυτά τα λόγια: «Άνθρωπέ μου με την τόση γενναιοδωρία, εσύ είσαι εκείνος που όταν δεν είχα καμιά δύναμη, μου χάρισες κάτι, έστω μικρό, κι όμως εμένα η ευγνωμοσύνη μου είναι ίδια σαν κάποιος να μου χάριζε τώρα κάτι μεγάλο. Για αντιγύρισμα σου δίνω άφθονο χρυσάφι και ασήμι, για να μην το μετανιώσεις κάποτε που ευεργέτησες τον Δαρείο του Υστάσπη». [3.140.5] Σ᾽ αυτά τα λόγια λέει ο Συλοσών: «Μη μου δίνεις, βασιλιά μου, ούτε χρυσάφι ούτε ασήμι, μόνο σώσε και δώσε μου πίσω την πατρίδα μου τη Σάμο, που τώρα όπου ο αδελφός μου ο Πολυκράτης είναι σκοτωμένος από τον Οροίτη, την έχει κάποιος δούλος μας — αυτήν δώσε μου, χωρίς σκοτωμούς και αιχμαλωσίες». [3.141.1] Όταν τα άκουσε αυτά ο Δαρείος, έστειλε στρατό με αρχηγό τον Οτάνη, που ήταν ένας από τους επτά, δίνοντάς του την εντολή να φέρει σε πέρας τα όσα είχε ζητήσει ο Συλοσών. Κατέβηκε λοιπόν στη θάλασσα ο Οτάνης και βάλθηκε να προετοιμάζει την εκστρατεία. [3.142.1] Στη Σάμο τώρα την εξουσία την είχε ο Μαιάνδριος του Μαιανδρίου, που είχε πάρει την αρχή διορισμένος επίτροπος από τον Πολυκράτη, και που θέλησε να γίνει ο δικαιότερος απ᾽ όλους τους ανθρώπους, αλλά τα πράγματα δεν του ήρθαν βολικά. [3.142.2] Όταν δηλαδή του αναγγέλθηκε ο θάνατος του Πολυκράτη, ο Μαιάνδριος έκανε τα εξής: πρώτα πρώτα ίδρυσε βωμό του Ελευθέριου Δία, και γύρω στον βωμό όρισε τέμενος, το ίδιο που είναι και σήμερα έξω από την πόλη· ύστερα, όταν αυτό έγινε πια, κάλεσε σε συνέλευση όλους τους πολίτες και τους είπε τα εξής: [3.142.3] «Όπως το γνωρίζετε και οι ίδιοι, μου έχουν ανατεθεί το σκήπτρο και όλη η εξουσία του Πολυκράτη, και άρα έχω πλέον το δικαίωμα να σας κυβερνάω· εγώ όμως ό,τι κατηγορώ στους άλλους, κατά δύναμη δεν θα το πράξω ο ίδιος· γιατί ούτε ο Πολυκράτης μού άρεσε που ήταν δεσπότης ανθρώπων ομοίων του ούτε όποιος άλλος κάνει κάτι παρόμοιο. Ο Πολυκράτης ωστόσο ξεπλήρωσε το πεπρωμένο του, κι εγώ σας μοιράζω την εξουσία και ανακηρύσσω τη δημοκρατία. [3.142.4] Θεωρώ όμως δικαίωμά μου να μου δοθούν τούτα τα προνόμια, δηλαδή από τους θησαυρούς του Πολυκράτη να μου δοθούν έξι τάλαντα, σαν ξεχωριστή ανταμοιβή, και να ανατεθεί σ᾽ εμένα και στους απογόνους μου, για πάντα, η θέση του ιερέα του Ελευθέριου Δία, που εγώ ίδρυσα το ιερό του και που στο όνομά του σας αποδίδω την ελευθερία σας». [3.142.5] Αυτά λοιπόν ανακοίνωσε ο Μαιάνδριος στους Σαμίους, αλλά ένας από αυτούς σηκώθηκε και είπε: «Μα δεν είσαι καν άξιος εσύ να μας κυβερνήσεις, γιατί προέρχεσαι από ταπεινή γενιά και είσαι συμφορά σωστή — θα έπρεπε αντίθετα να λογοδοτήσεις για τα χρήματα που διαχειρίστηκες». [3.143.1] Αυτά είπε εκείνος, και ήταν διακεκριμένος ανάμεσα στους πολίτες, Τελέσαρχος τ᾽ όνομά του. Ο Μαιάνδριος τώρα, αντιλαμβανόμενος ότι αν άφηνε την αρχή, κάποιος άλλος θα γινόταν τύραννος αντί γι᾽ αυτόν, δεν διανοήθηκε καν να την αφήσει, αλλά έφυγε ευθύς για την ακρόπολη, απ᾽ όπου έστελνε και καλούσε έναν έναν τους Σαμίους, δήθεν ότι θα λογοδοτήσει για τα χρήματα, και έτσι τους έπιασε και τους φυλάκισε. [3.143.2] Φυλακίστηκαν λοιπόν αυτοί, αλλά μετά από τούτα τον Μαιάνδριο τον έπιασε αρρώστια. Ο αδελφός του τώρα, Λυκάρητος τ᾽ όνομά του, νόμισε ότι ο Μαιάνδριος θα πέθαινε, και για να γίνει ευκολότερα κύριος της κατάστασης στη Σάμο, σκοτώνει όλους τους κρατούμενους — όπως φάνηκε άλλωστε, δεν ήθελαν να είναι ελεύθεροι. [3.144.1] Όταν λοιπόν οι Πέρσες έφτασαν στη Σάμο φέρνοντας μαζί τους τον Συλοσώντα, όχι μόνο δεν τους πρόβαλε αντίσταση κανένας, αλλά τους είπαν κιόλας οι οπαδοί του Μαιάνδριου και ο ίδιος ο Μαιάνδριος ότι είναι έτοιμοι να κλείσουν συμφωνία και να φύγουν από το νησί. Συναίνεσε σ᾽ αυτή την πρόταση ο Οτάνης, έκλεισε τη συμφωνία, και οι πλέον σημαίνοντες από τους Πέρσες έστησαν θρόνους απέναντι από την ακρόπολη και κάθισαν. [3.145.1] Ο Μαιάνδριος ο τύραννος ωστόσο είχε έναν αδελφό ανισόρροπο, Χαρίλαος τ᾽ όνομά του, που είχε κάνει κάποιο αδίκημα και ήταν ριγμένος στο μπουντρούμι· τότε λοιπόν άκουσε ο Χαρίλαος αυτά που γίνονταν, και προβάλλοντας από το μπουντρούμι, είδε τους Πέρσες να κάθονται ειρηνικά και έβαλε τις φωνές λέγοντας ότι ήθελε τον Μαιάνδριο να του μιλήσει. [3.145.2] Τον άκουσε ο Μαιάνδριος και πρόσταξε να τον λύσουν και να του τον πάνε μπροστά του. Και ευθύς μόλις τον πήγαν, ο Χαρίλαος, βρίζοντάς τον και αποκαλώντας τον δειλό, πάσχιζε να πείσει τον Μαιάνδριο να επιτεθεί στους Πέρσες λέγοντάς του: «Βρε συ, που είσαι ο πιο άνανδρος απ᾽ όλους τους ανθρώπους, εμένα, βρε, που είμαι αδελφός σου, χωρίς να κάνω κανένα άδικο για να μπω στη φυλακή, μ᾽ έριξες στο μπουντρούμι, αλλά τους Πέρσες κάθεσαι και τους κοιτάζεις να σε διώχνουν και να σε πετάνε στον δρόμο χωρίς να τολμάς να τους τιμωρήσεις, κι ας είναι τόσο εύκολο να τους βάλεις στο χέρι; [3.145.3] Αλλά αν εσύ τους φοβάσαι, δώσε μου εμένα τους ξένους στρατιώτες, και θα τους τιμωρήσω εγώ για τον ερχομό τους εδώ· κι όσο για σένα, είμαι έτοιμος να σου εξασφαλίσω την αναχώρησή σου από το νησί». [3.146.1] Αυτά είπε ο Χαρίλαος· ο Μαιάνδριος τώρα δέχτηκε τη συμβουλή του όχι βέβαια, όπως εγώ νομίζω τουλάχιστον, επειδή έφτασε σε τέτοιο σημείο ανοησίας ώστε να πιστεύει ότι η δική του δύναμη θα νικούσε τη δύναμη του βασιλιά, αλλά μάλλον επειδή φθόνησε τον Συλοσώντα αν ήταν να έπαιρνε χωρίς κανέναν κόπο άθικτη την πόλη. [3.146.2] Ήθελε λοιπόν να εξερεθίσει τους Πέρσες ώστε να εξασθενήσει όσο γινόταν η θέση των Σαμίων και έτσι να τους παραδώσει, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι οι Πέρσες, αν συναντούσαν κακομεταχείριση, θα θύμωναν άγρια με τους Σαμίους, και έχοντας υπόψη του ότι για τον εαυτό του υπήρχε σίγουρος τρόπος να φύγει από το νησί όποτε ήθελε — γιατί είχε κατασκευάσει μυστικό λαγούμι που οδηγούσε από την ακρόπολη στη θάλασσα. [3.146.3] Ο ίδιος λοιπόν ο Μαιάνδριος σαλπάρει από τη Σάμο, ενώ ο Χαρίλαος οπλίζει όλους τους ξένους στρατιώτες, ανοίγει διάπλατες τις πύλες και ρίχνεται καταπάνω στους Πέρσες, που όχι μόνο δεν περίμεναν τέτοιο πράγμα αλλά νόμιζαν κιόλας ότι όλα είχαν τακτοποιηθεί. Ρίχτηκαν λοιπόν οι ξένοι στρατιώτες στους Πέρσες και άρχισαν να σκοτώνουν τους σπουδαιότερους ανάμεσά τους κι αυτούς που μεταφέρονταν σε φορεία. [3.146.4] Αυτά λοιπόν έκαναν εκείνοι, αλλά η υπόλοιπη περσική δύναμη ήρθε σε βοήθεια, και οι ξένοι στρατιώτες πιεζόμενοι γύρισαν στην ακρόπολη, όπου και κλείστηκαν. [3.147.1] Ωστόσο ο στρατηγός Οτάνης, βλέποντας το μεγάλο κακό που είχαν πάθει οι Πέρσες, θυμόταν τις εντολές που του είχε δώσει ο Δαρείος όταν τον έστελνε εκεί, να μη σκοτώσει δηλαδή ούτε να πιάσει αιχμάλωτο κανέναν Σάμιο, παρά να παραδώσει το νησί σώο και αβλαβές στον Συλοσώντα, αλλά τις εντολές αυτές φρόντισε να τις λησμονήσει, και έδωσε στον στρατό διαταγή, όποιον πιάνουν, είτε μεγάλος είναι είτε παιδί, άσχετα, να τον σκοτώνουν. [3.147.2] Έτσι, άλλοι από τους στρατιώτες πολιορκούσαν την ακρόπολη, και άλλοι σκότωναν όποιον συναντούσαν μπροστά τους, είτε μέσα σε ιερό βρισκόταν είτε έξω. [3.148.1] Ο Μαιάνδριος πάλι, δραπετεύοντας από τη Σάμο, βάζει πλώρη για τη Λακεδαίμονα, και όταν έφτασε εκεί, ανέβασε απάνω τα όσα είχε πάρει μαζί του φεύγοντας, και έκανε το εξής: έβγαλε έξω τα ασημένια και τα χρυσά ποτήρια, και ενώ οι υπηρέτες του τα καθάριζαν, αυτός την ίδια ώρα έπιασε συζήτηση με τον Κλεομένη του Αναξανδρίδη, που βασίλευε στη Σπάρτη, και τον πήγε στο σπίτι του· ο Κλεομένης τώρα, μόλις είδε τα ποτήρια, έμεινε έκθαμβος και κατάπληκτος· ο άλλος πάλι τον παρακινούσε να πάρει μαζί του όσα ήθελε από δαύτα. [3.148.2] Το είπε δυο και τρεις φορές αυτό ο Μαιάνδριος, και ο Κλεομένης αποδείχθηκε τότε ο δικαιότερος απ᾽ όλους τους ανθρώπους: θεώρησε δηλαδή ότι δεν είχε δικαίωμα να πάρει αυτά που του έδιναν, αλλά κατάλαβε κιόλας ότι ο Μαιάνδριος σε κάποιους άλλους πολίτες θα τα έδινε και έτσι θα έβρισκε βοήθεια, και γι᾽ αυτό πήγε στους εφόρους και είπε ότι το καλύτερο για τη Σπάρτη θα ήταν να φύγει από την Πελοπόννησο ο ξένος Σάμιος για να μην μπορέσει να πείσει είτε τον ίδιο είτε κανένα άλλο από τους Σπαρτιάτες να γίνουν κακοί. Οι έφοροι υπάκουσαν στα λόγια του και έβγαλαν προκήρυξη και έδιωξαν τον Μαιάνδριο. [3.149.1] Όσο για τη Σάμο, οι Πέρσες την ερήμωσαν και την παρέδωσαν στον Συλοσώντα χωρίς ψυχή απάνω της. Ύστερα από καιρό όμως, εξαιτίας κάποιου ονείρου και μιας αρρώστιας που έτυχε να πάθει στα γεννητικά του όργανα, την αποίκισε ο στρατηγός Οτάνης μαζί με άλλους. |