[1.120.1] Τον Άρπαγο μ᾽ αυτόν τον τρόπο τον τιμώρησε ο Αστυάγης· τον απασχολούσε όμως και το θέμα του Κύρου, και γι᾽ αυτό κάλεσε τους ίδιους μάγους, που του είχαν ξεδιαλύνει το όνειρο, έτσι όπως είπαμε. Όταν αυτοί ήρθαν, τους ρώτησε ο Αστυάγης πώς του είχαν εξηγήσει το όνειρο. Και εκείνοι είπαν τα ίδια πάλι, εξηγώντας πως θα έπρεπε να βασιλεύσει το παιδί αυτό, αν είχε επιζήσει και δεν είχε θανατωθεί. [1.120.2] Όμως ο Αστυάγης τούς αποκρίνεται μ᾽ αυτά τα λόγια: «Ζει το παιδί και σώθηκε, και στα χωράφια που έμενε, τα παιδιά του χωριού τον έκαναν βασιλιά τους. Και το παιδί προχώρησε κι έκανε όσα κάνουν οι πραγματικοί βασιλιάδες· γιατί αφού πρώτα όρισε δορυφόρους, θυρωρούς, αγγελιοφόρους και όλα τα υπόλοιπα, ήταν ο αρχηγός τους. Λοιπόν, πού νομίζετε τώρα πως πάει το πράγμα;» [1.120.3] Οι μάγοι απάντησαν: «Αν όντως σώθηκε το παιδί κι έγινε βασιλιάς όχι από θεία πρόνοια, πάρε θάρρος που ήρθαν έτσι τα πράγματα, κι έχε ήσυχη την ψυχή σου· γιατί δεύτερη φορά δε θα βασιλεύσει πια. Γιατί καμιά φορά ως και οι προφητείες μας καταλήγουν σε ασήμαντα πράγματα· όσο για τα όνειρα, κι αυτά συμβαίνει να φτάνουν σ᾽ ολότελα ξεθυμασμένη λύση». [1.120.4] Τους αποκρίνεται ο Αστυάγης μ᾽ αυτά τα λόγια: «Και μένα του ίδιου, Μάγοι, εκεί πάει ο νους μου περισσότερο, πως μια και το παιδί ονομάστηκε βασιλιάς, το όνειρο βγήκε πια, και δεν έχω να φοβάμαι τίποτε από το παιδί αυτό. Ωστόσο καλοσκεφθείτε το και συμβουλεύσετέ με ό,τι νομίζετε πως θα ασφαλίσει καλύτερα και τον δικό μου θρόνο και σας». [1.120.5] Απάντησαν σ᾽ αυτά οι μάγοι: «Βασιλιά, και μας τους ίδιους πολύ μας ενδιαφέρει να μείνει η βασιλεία σου ακλόνητη. Γιατί αλλιώτικα πέφτει σε ξένα χέρια, αν περάσει σ᾽ ετούτο το παιδί, που είναι Πέρσης· κι εμείς που είμαστε Μήδοι γινόμαστε δούλοι, και δε θα μας λογαριάζουν καθόλου οι Πέρσες, μια και θα τους είμαστε ξένοι. Αντίθετα, αν εσύ μείνεις βασιλιάς, κρατούμε το μερίδιό μας στην εξουσία και έχουμε από μέρους σου τιμές μεγάλες. Αφού λοιπόν έτσι έχουνε τα πράγματα, πρέπει με κάθε τρόπο να προνοούμε για σένα και τη βασιλεία σου. [1.120.6] Γι᾽ αυτό και τώρα, αν βλέπαμε στο πράγμα κάποιο κίνδυνο, θα σε προειδοποιούσαμε για όλα. Αφού όμως προς το παρόν το όνειρο ξεδιάλυνε σε κάτι ασήμαντο, και εμείς αναθαρρούμε και σένα σου συστήνουμε να κάνεις το ίδιο. Όσο για το παιδί, διώξε το μακριά, να μην το βλέπουνε τα μάτια σου, στην Περσία κοντά σ᾽ εκείνους που το γέννησαν». [1.121.1] Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο Αστυάγης χάρηκε, κάλεσε τον Κύρο και του έλεγε τα εξής: «Παιδί μου, σ᾽ αδίκησα εξαιτίας ενός μάταιου ονείρου που είδα· εσένα όμως σ᾽ έσωσε το ριζικό σου. Πήγαινε λοιπόν με το καλό στους Πέρσες, και εγώ σου δίνω ανθρώπους μου, για να σε συνοδεύσουν. Εκεί όταν φτάσεις, θα βρεις αληθινό πατέρα και μάνα, όχι σαν τον βοσκό τον Μιτραδάτη και τη γυναίκα του». [1.122.1] Μ᾽ αυτά τα λόγια ο Αστυάγης ξεπροβοδά τον Κύρο. Και εκείνος, σαν έφτασε στο σπίτι του Καμβύση, έγινε δεχτός από τους γονείς του, που, όταν έμαθαν τα νέα, τον καλοδέχτηκαν και του έδειχναν μεγάλη αγάπη, αφού το είχαν βέβαιο πως τότε αμέσως είχε θανατωθεί· τώρα ρωτούσαν να μάθουν πώς έγινε και σώθηκε. [1.122.2] Κι αυτός τους εξηγούσε λέγοντας πως ώς πριν από λίγο δεν ήξερε την αλήθεια αλλά βρισκόταν σε πλάνη, και ότι στο δρόμο έμαθε όλη την περιπέτειά του. Πως το είχε βέβαιο ότι είναι γιος κάποιου βοσκού του Αστυάγη, στον ερχομό του όμως του τα εξήγησαν όλα οι συνοδοί του. [1.122.3] Τους διηγιόταν ακόμα πως τον ανάθρεψε η γυναίκα του βοσκού, που δεν έπαυε να την παινά, κι όλος ο λόγος του ήταν γεμάτος από το όνομά της: Κυνώ. Οι γονείς του πιάστηκαν από το όνομα αυτό και, για να φανεί στους Πέρσες πως το παιδί τους σώθηκε με τρόπο θεϊκό, κοινολόγησαν τη φήμη ότι τον απορριγμένο Κύρο τον ανάθρεψε μια σκύλα. Και από εδώ ξεκινά όλη η ιστορία. [1.123.1] Μεγάλωνε ο Κύρος κι έγινε άνδρας — ο πιο γενναίος και ο πιο αγαπητός ανάμεσα στους συνομήλικούς του. Ο Άρπαγος τώρα ζητούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του στέλνοντάς του δώρα, επειδή ήθελε να εκδικηθεί τον Αστυάγη. Γιατί από μόνος του, έτσι που ήταν ένας απλός ιδιώτης, δεν έβλεπε πώς θα μπορούσε να εκδικηθεί τον Αστυάγη· όμως με τον Κύρο ήταν αλλιώς: τώρα που είχε ανδρωθεί, ζητούσε ο Άρπαγος να τον κάνει σύμμαχο, παρομοιάζοντας τα βάσανα του Κύρου με τα δικά του. [1.123.2] Από νωρίτερα κιόλας είχε καταφέρει το εξής: έτσι που ο Αστυάγης ήταν σκληρός απέναντι στους Μήδους, τους έπαιρνε ο Άρπαγος έναν προς ένα κατά μέρος, τους πρώτους από τους Μήδους, και προσπαθούσε να τους πείσει πως πρέπει να φέρουν στα πράγματα τον Κύρο και να καθαιρέσουν τον Αστυάγη από βασιλιά τους. [1.123.3] Όταν το πράγμα είχε ωριμάσει κι όλα ήσαν έτοιμα, τότε πια ο Άρπαγος, θέλοντας να φανερώσει το σχέδιό του στον Κύρο που ζούσε με τους Πέρσες, άλλον τρόπο δεν έβρισκε, αφού τους δρόμους τούς επιτηρούσαν· καταφεύγει λοιπόν στο εξής τέχνασμα: [1.123.4] Ταίριαξε ένα λαγό, που αφού του έσχισε την κοιλιά, προσέχοντας να μην τον γδάρει αλλά να μείνει ως είχε, έβαλε μέσα ένα γράμμα, όπου έγραφε το σχέδιό του. Κι αφού έραψε πάλι την κοιλιά του λαγού, τον παρέδωσε σ᾽ έναν από τους πιο πιστούς του υπηρέτες μαζί με δίχτυα, για να μοιάζει κυνηγός, και τον έστειλε στους Πέρσες. Η παραγγελία του ήταν να παραδώσει ο υπηρέτης το λαγό στον Κύρο και να του πει προφορικά πως πρέπει με τα ίδια του τα χέρια να ανοίξει το λαγό, και να μην είναι κανείς άλλος μπροστά, όταν το κάνει αυτό. [1.124.1] Έτσι πραγματικά και έγινε: ο Κύρος πήρε το λαγό και τον άνοιξε. Βρίσκοντας μέσα το γράμμα που υπήρχε, το πήρε και το διάβαζε. Νά τί έλεγε το γράμμα: «Γιε του Καμβύση, εσένα σε σκέπουν οι θεοί, αλλιώς δεν εξηγείται η τόση σου τύχη· εκδικήσου λοιπόν τον Αστυάγη — το φονιά σου. [1.124.2] Γιατί, όσο εξαρτάται από εκείνου την προθυμία, πες πως είσαι πεθαμένος· αν ζεις, αυτό το οφείλεις στους θεούς και σε μένα. Εξάλλου όλα αυτά θαρρώ από καιρό σού είναι γνωστά, όσα αφορούν και τις δικές σου περιπέτειες και όσα εγώ έπαθα από τον Αστυάγη, επειδή δε σε σκότωσα αλλά σε παρέδωσα στο βοσκό. Αν τώρα εσύ θελήσεις να μ᾽ ακούσεις, θα κυβερνήσεις σ᾽ όλη τη χώρα, σ᾽ αυτή που κυβερνά ο Αστυάγης. Πείσε τους Πέρσες να επαναστατήσουν και βάδισε με το στρατό σου εναντίον των Μήδων. [1.124.3] Κι αν ο Αστυάγης ορίσει εμένα στρατηγό για να σε αντιμετωπίσω, έχεις αυτό που θέλεις· το ίδιο αν τύχει να οριστεί κάποιος άλλος στρατηγός ανάμεσα στους σπουδαίους Μήδους. Γιατί πρώτοι αυτοί θα αποστατήσουν από εκείνον και θα έρθουν με το μέρος σου, και έτσι μαζί σου θα δοκιμάσουν να ανατρέψουν τον Αστυάγη. Να ξέρεις πως το πράγμα εδώ τουλάχιστον είναι έτοιμο: κάνε λοιπόν αυτό που σου προτείνω, και κάνε το τό γρηγορότερο». |