[1.59.1] Από αυτά λοιπόν τα δύο φύλα για το αττικό πήρε πληροφορίες ο Κροίσος ότι ήταν υποχείριο και χωρισμένο σε φατρίες κάτω από την εξουσία του Πεισιστράτου, γιου του Ιπποκράτη, που την εποχή εκείνη τυράννευε στην Αθήνα. Στον Ιπποκράτη, που ως απλός ιδιώτης πήγε να παρακολουθήσει τους ολυμπιακούς αγώνες, συνέβη μεγάλο θαύμα: είχε κιόλας θυσιάσει τα ιερά σφάγια, και εκεί που τα λεβέτια στέκονταν γεμάτα κρέατα και νερό, δίχως φωτιά πήραν να βράζουν και ξεχείλισαν. [1.59.2] Και ο Χίλων ο Λακεδαιμόνιος, που έτυχε να είναι εκεί και είδε το θαύμα, έδωσε την ακόλουθη συμβουλή στον Ιπποκράτη: να μην πάρει στο σπίτι του γυναίκα που να μπορεί να κάνει παιδιά· αν κιόλας είχε, να τη διώξει τη γυναίκα του, κι αν συνέβαινε να έχει και κανένα παιδί, να το απαρνηθεί. [1.59.3] Όμως μ᾽ όλες τις συμβουλές του Χίλωνα, ο Ιπποκράτης δε θέλησε να τον ακούσει. Απόχτησε μετά τον Πεισίστρατο, αυτόν που, όταν ήρθαν σε διαμάχη οι Αθηναίοι που κατοικούσαν στα παράλια με τους πεδινούς —οι πρώτοι με αρχηγό τον Μεγακλή, γιο του Αλκμέωνα, κι οι πεδινοί με τον Λυκούργο, γιο του Αριστολαΐδη— έβαλε στο νου του να γίνει καλά και σώνει τύραννος και οργάνωσε μια τρίτη μερίδα. Μάζεψε έτσι στασιαστές και με το πρόσχημα πως θέλει να είναι προστάτης των βουνίσιων, νά τί μηχανεύεται: [1.59.4] Τραυμάτισε τον εαυτό του και τα μουλάρια του, και ξαμόλησε την άμαξά του στην αγορά, κάνοντας πως τάχα ξέφυγε τους εχθρούς, που δήθεν την ώρα που αυτός πήγαινε στο χωράφι του, θέλησαν να τον σκοτώσουν· και ζητούσε από το δήμο να του εξασφαλίσει μια σωματοφυλακή, αυτουνού που ως στρατηγός δοξάστηκε στην εκστρατεία εναντίον των Μεγαρέων, όταν πήρε τη Νίσαια, και έκανε κι άλλα κατορθώματα μεγάλα. [1.59.5] Ο δήμος των Αθηναίων γελάστηκε, και ύστερα από διαλογή ανάμεσα στους πολίτες, του έδωσε μιαν ομάδα ανδρών, αυτούς που βέβαια δεν έγιναν δορυφόροι του Πεισιστράτου αλλά ροπαλοφόροι· γιατί κρατώντας ξύλινα ραβδιά τον ακολουθούσαν από πίσω. [1.59.6] Ξεσηκώθηκαν λοιπόν αυτοί μαζί με τον Πεισίστρατο και πήραν την ακρόπολη. Τότε ο Πεισίστρατος πήρε στα χέρια του την εξουσία στην Αθήνα, δίχως όμως ούτε τις αρχές που υπήρχαν να πειράξει ούτε να αλλάξει τους θεσμούς· με σεβασμό προς τα καθεστώτα κυβερνούσε την πόλη, ρυθμίζοντάς τα όλα ωραία και καλά. [1.60.1] Όμως δεν πέρασε πολύς καιρός και ύστερα από συνεννόηση μεταξύ τους, οι στασιαστές του Μεγακλή και του Λυκούργου τον πετούν από την αρχή. Έτσι ο Πεισίστρατος έγινε για πρώτη φορά κύριος στην Αθήνα, και την τυραννική εξουσία, που ακόμη δεν είχε καλά ριζώσει, την έχασε μέσα από τα χέρια του, ενώ εκείνοι που τον κυνήγησαν άρχισαν αμέσως πάλι να αλληλοτρώγονται. [1.60.2] Στενεμένος από τους δικούς του στασιαστές ο Μεγακλής έστειλε κήρυκα στον Πεισίστρατο και του πρότεινε, αν ήθελε, να πάρει για γυναίκα του την κόρη του και σε αντάλλαγμα να τον κάνει τύραννο. [1.60.3] Καθώς ο Πεισίστρατος δέχτηκε την πρόταση και συμφώνησε με τους όρους, για να πετύχει την επιστροφή του στην Αθήνα μηχανεύτηκε ένα σχέδιο, που εγώ το βρίσκω πολύ αφελές (όταν μάλιστα είναι γνωστό ότι οι Έλληνες από παλιότερα ξεχώρισαν από τους βαρβάρους, έτσι που και ευφυέστεροι ήσαν και απαλλαγμένοι από ανόητες αφέλειες) — αν πραγματικά αυτοί τότε μηχανεύτηκαν να κάνουν κάτι τέτοιο στους Αθηναίους, που είχαν τη φήμη πως ήσαν πρώτοι στη σοφία ανάμεσα στους Έλληνες: [1.60.4] Στο δήμο της Παιανίας ζούσε μια γυναίκα που το όνομά της ήταν Φύη, ψηλή τέσσερις πήχεις παρά τρία δάχτυλα και επιπλέον ωραία. Αυτής της γυναίκας τής φόρεσαν πανοπλία, την ανέβασαν σε άρμα και αφού τη δασκάλεψαν πώς να στέκεται, ώστε να φαίνεται όσο γινόταν πιο μεγαλόπρεπη, την οδηγούσαν στέλνοντας μπροστά κήρυκες, που έφτασαν στην πόλη και φώναζαν ό,τι τους είχαν προστάξει, λέγοντας αυτά: [1.60.5] «Αθηναίοι, δεχθείτε με αγαθή ψυχή τον Πεισίστρατο, που η Αθηνά, τιμώντας τον πάνω από κάθε άνθρωπο, η ίδια τον φέρνει πίσω στην ακρόπολή της». Οι κήρυκες λοιπόν σκόρπισαν παντού κι αυτά φώναζαν, και αμέσως στις συνοικίες απλώθηκε η φήμη πως η Αθηνά φέρνει πίσω τον Πεισίστρατο· οι άνθρωποι της πόλης πιστεύοντας πως η γυναίκα αυτή ήταν θεά, προσκύνησαν τούτη την ύπαρξη και δέχονταν τον Πεισίστρατο. [1.61.1] Όταν με τον τρόπο που είπαμε πήρε πίσω την τυραννίδα ο Πεισίστρατος, κατά τη συμφωνία που είχε κάνει με το Μεγακλή, παίρνει γυναίκα του την κόρη του Μεγακλή. Όμως έτσι που ο ίδιος είχε μεγάλα αγόρια και για τους Αλκμεωνίδες υπήρχε η φήμη πως ήταν καταραμένοι, επειδή δεν ήθελε να αποχτήσει από την καινούργια του γυναίκα παιδιά, έσμιγε μαζί της παρά φύση. [1.61.2] Το πράγμα το κρατούσε η γυναίκα του στην αρχή κρυφό, όμως ύστερα, είτε γιατί την πήρε από λόγια η μάνα της είτε όχι, της το μαρτυρεί, και αυτή με της σειρά της το λέει στον άνδρα της. Εκείνος το πήρε βαριά που τον ατίμαζε ο Πεισίστρατος· πάνω στο θυμό του τα ξανάφτιαξε με τους παλιούς του στασιαστές. Μόλις ο Πεισίστρατος έμαθε τί σχεδιάζουν εις βάρος του, σηκώθηκε και έφυγε από τη χώρα με όλους τους δικούς του, και όταν έφτασε στην Ερέτρια έκανε συμβούλιο με τους γιους του. [1.61.3] Και καθώς νίκησε η γνώμη του Ιππία, να κοιτάξουν δηλαδή να πάρουν πίσω την τυραννίδα, άρχισαν τότε να μαζεύουν χρήματα και δωρεές από τις πόλεις που κατά κάποιο τρόπο τούς ήταν υπόχρεες. Πολλοί πρόσφεραν μεγάλα ποσά, μα οι Θηβαίοι τούς ξεπέρασαν όλους με τα λεφτά που έδωσαν. [1.61.4] Ύστερα —για να μη λέμε πολλά λόγια— πέρασε καιρός και ήταν όλα έτοιμα για την επιστροφή. Γιατί κι Αργείοι μισθοφόροι έφτασαν από την Πελοπόννησο και κάποιος Νάξιος τους ήλθε εθελοντής, ονόματι Λύγδαμης, που έδειχνε πολύ μεγάλη προθυμία και είχε φέρει και χρήματα και στρατιώτες. [1.62.1] Ξεκίνησαν από την Ερέτρια και γυρνούν πίσω στην Αθήνα μέσα στον ενδέκατο χρόνο. Πρώτα πρώτα κυριεύουν το Μαραθώνα. Κι όσο ήταν στρατοπεδευμένοι σ᾽ αυτόν το χώρο, έφτασαν και από την πόλη οι στασιαστές τους, αλλά συνέρρεαν κι άλλοι από τους δήμους, που η τυραννίδα τούς βόλευε πιο πολύ από την ελευθερία. Αυτοί λοιπόν συναθροίζονταν εκεί. [1.62.2] Οι Αθηναίοι της πόλης από τη μεριά τους, όσο ο Πεισίστρατος μάζευε τα χρήματα και ύστερα πάτησε το Μαραθώνα, δεν έδιναν καμιά σημασία· όταν όμως έμαθαν ότι από το Μαραθώνα βαδίζει προς την πόλη τους, τότε πια βγήκαν να τον αντιμετωπίσουν. [1.62.3] Τραβούσαν με όλο τους το στρατό εναντίον των άλλων που έρχονταν. Οι στρατιώτες πάλι του Πεισίστρατου ξεκίνησαν από τον Μαραθώνα και πορεύονταν εναντίον της πόλης, προχωρώντας να συναντήσουν τους Αθηναίους της πόλης· τους προφταίνουν στο ιερό της Παλληνίδας Αθηνάς και πήραν θέση αντίκρυ τους. [1.62.4] Εκεί από θεία έμπνευση παρουσιάζεται στον Πεισίστρατο ο χρησμολόγος Αμφίλυτος από την Ακαρνανία, που πλησιάζοντάς τον χρησμοδοτεί σε εξάμετρο λέγοντας τα εξής: Ερρίφθη ο βόλος, το δε δίκτυον εξηπλώθη· οι θύννοι θα ορμήσωσι την νύκτα με το φεγγάριον. [1.63.1] Ένθεος λοιπόν εκείνος αυτά του χρησμοδοτεί· και ο Πεισίστρατος πιάνοντας το νόημα της προφητείας και λέγοντας πως αποδέχεται το χρησμό, κινούσε το στρατό του. Την ώρα αυτή οι Αθηναίοι από την πόλη είχαν καθίσει και έτρωγαν, και μερικοί ύστερα από το φαγητό άλλοι τους το είχαν ρίξει στα ζάρια και άλλοι στον ύπνο. Τότε οι στρατιώτες του Πεισίστρατου πέφτουν επάνω στους Αθηναίους και τους τρέπουν σε φυγή. [1.63.2] Και ενώ αυτοί έφευγαν, ο Πεισίστρατος μηχανεύεται ένα σοφότατο σχέδιο, για να μην ξανασμίξουν άλλη φορά πια οι Αθηναίοι αλλά να μείνουν σκορπισμένοι. Ανέβασε τους γιους του στ᾽ άλογα και τους έστειλε μπροστά. Και αυτοί προφταίνοντας τους φυγάδες τούς έλεγαν ό,τι τους ήταν ορισμένο από τον Πεισίστρατο, παραγγέλλοντάς τους να μη φοβούνται αλλά καθένας τους να πάει στο σπίτι του. [1.64.1] Οι Αθηναίοι τον άκουσαν και έτσι ο Πεισίστρατος πήρε για τρίτη φορά την Αθήνα και ρίζωσε η τυραννίδα, χάρη στα επικουρικά στρατεύματα που ήταν πολλά και τα χρηματικά έσοδα που έφταναν στα ταμεία, άλλα από την Αττική την ίδια και άλλα από τον Στρυμόνα ποταμό. Έπιασε ακόμη ομήρους ο Πεισίστρατος τα παιδιά εκείνων των Αθηναίων που έμειναν στη θέση τους πολεμώντας και δεν έφυγαν αμέσως, και τα εγκατέστησε στη Νάξο [1.64.2] (γιατί κι αυτή την κυρίεψε ο Πεισίστρατος ύστερα από πόλεμο, και ανάθεσε τη διοίκησή της στο Λύγδαμη), και επιπλέον εξάγνισε και το νησί της Δήλου κατά τους χρησμούς — και το εξάγνισε με τον ακόλουθο τρόπο: όσο μπορεί κανείς να εποπτεύσει από το ιερό, από όλο αυτόν το χώρο ξέθαψε τους νεκρούς και τους μετέφερε σε άλλο μέρος της Δήλου. [1.64.3] Έτσι ο Πεισίστρατος ήταν τότε τύραννος στην Αθήνα, και από τους Αθηναίους άλλοι είχαν πέσει στη μάχη και άλλοι από αυτούς είχαν ακολουθήσει τους Αλκμεωνίδες στην εξορία. |