
Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ
Κατὰ Φιλίππου δ΄ (10) (35-48)
[35] Υπάρχει επίσης και ένα άλλο ζήτημα που, διαστρεβλωμένο από άδικη δυσφήμιση και ανάρμοστα λόγια, βλάπτει την πόλη και δίνει δικαιολογία σε όσους δεν θέλουν να κάνουν κανένα από τα καθήκοντά τους ως πολίτες. Πράγματι, για την παράλειψη οποιουδήποτε πράγματος που έπρεπε να γίνει από κάποιον, θα διαπιστώσετε ότι σ᾽ αυτό επιρρίπτουν την αιτία. Πολύ φοβάμαι βέβαια να αναφερθώ σ᾽ αυτό, αλλά παρ᾽ όλα αυτά θα μιλήσω. [36] Γιατί πιστεύω πως χάρη του συμφέροντος της πόλης θα μπορέσω να υπερασπίσω τα δίκαια των φτωχών απέναντι στους πλούσιους και όσων έχουν περιουσία απέναντι στους άκληρους. Αν βγάλουμε από τη μέση τόσο τη δυσφήμιση που άδικα κάνουν μερικοί εναντίον των θεωρικών, όσο και τον φόβο ότι είναι αδύνατο να διακοπεί η διανομή τους χωρίς να γίνει μεγάλο κακό, δεν υπάρχει μεγαλύτερη υπηρεσία που θα μπορούσαμε να προσφέρουμε στις δημόσιες υποθέσεις ούτε ακόμη κάτι που θα ενίσχυε γενικά όλη την πόλη περισσότερο από κάθε άλλο. [37] Προσέξτε την εξής σκέψη μου· κατά πρώτον θα μιλήσω γι᾽ αυτούς που θεωρούνται ότι ανήκουν στις φτωχές τάξεις. Ήταν κάποτε μια εποχή, όχι πολύ παλιά, που τα έσοδα του κράτους δεν ξεπερνούσαν τα εκατόν τριάντα τάλαντα· παρ᾽ όλα αυτά, από όσους μπορούσαν να αναλάβουν τη συντήρηση τριήρους και να πληρώσουν τον ειδικό φόρο δεν υπήρχε κανένας που να μην θεωρούσε σωστό να εκτελεί το καθήκον του με τη δικαιολογία ότι δεν του περίσσευαν χρήματα· αντίθετα μάλιστα, και τριήρεις έπλεαν και χρήματα εισέρρεαν και εμείς κάναμε όλα όσα έπρεπε. [38] Αργότερα η τύχη αύξησε ευτυχώς τα έσοδα του δημοσίου και αντί για εκατό τάλαντα μπαίνουν στο δημόσιο ταμείο τετρακόσια, χωρίς να υποστεί καμιά ζημία κανένας από όσους έχουν τις περιουσίες, αλλά αντίθετα και με κάποιο κέρδος. Γιατί όλοι οι εύποροι πολίτες έρχονται και παίρνουν μερίδιο από αυτήν την αύξηση των εσόδων και καλά κάνουν. [39] Τι λόγο λοιπόν έχουμε και κατηγορούμε ο ένας τον άλλον για το θεωρικό και το χρησιμοποιούμε ως δικαιολογία για να μην κάνουμε τίποτε από όσα πρέπει; Εκτός και αν φθονούμε τη βοήθεια που έχει προσφέρει η τύχη στους φτωχούς. Αυτούς εγώ τουλάχιστον ούτε θα κατηγορήσω ούτε θεωρώ σωστό να γίνει από κάποιον άλλον. [40] Γιατί και στην ιδιωτική ζωή δεν παρατηρώ τους ενήλικες να συμπεριφέρονται έτσι προς τους μεγαλύτερους ούτε κανέναν άνθρωπο στον κόσμο να είναι τόσο σκληρός ή ανόητος, ώστε να ισχυρίζεται ότι, αν δεν κάνουν όλοι όσα κάνει αυτός, δεν πρόκειται να κάνει τίποτε ούτε και ο ίδιος· καθόσον τότε θα ήταν ένοχος προς τους νόμους της κακομεταχείρισης των γονιών. Γιατί, υποθέτω, πως τη συνεισφορά την καθορισμένη από δύο αρχές, τόσο από τη φύση όσο και από τους νόμους, πρέπει δίκαια να την αποδίδουμε στους γονείς και να την παρέχουμε αυθόρμητα. [41] Συνεπώς, όπως ακριβώς στον καθένα από μας υπάρχει ένας γονιός, έτσι πρέπει να θεωρούμε το σύνολο των πολιτών κοινούς γονείς όλης της πόλης, και οφείλουμε όχι μόνο να μην τους στερούμε κάτι που τους παρέχει η πόλη, αλλά, και αν ακόμη δεν υπήρχε τίποτε από αυτά, επιβάλλεται να ψάξουμε και να βρούμε από κάπου αλλού πώς δεν θα τους αφήσουμε να τους λείψει τίποτε. [42] Επομένως, αν οι εύποροι ακολουθούσαν αυτήν την τακτική, νομίζω ότι θα έκαναν όχι μόνο τα δίκαια αλλά και τα ωφέλιμα· γιατί το να στερείς έναν πολίτη από τα απαραίτητα είναι σαν να κάνεις τους πολλούς να δυσαρεστούνται με την κυβέρνηση. Στους φτωχούς εξάλλου θα συμβούλευα να παύσουν τα παράπονα εξαιτίας των οποίων δυσανασχετούν με το σύστημα των θεωρικών αυτοί που έχουν τις περιουσίες και δίκαια κατηγορούν το σύστημα αυτό. [43] Όπως έκανα προηγουμένως, έτσι και τώρα θα εκθέσω κατά τον ίδιο τρόπο τα σχετικά με τους εύπορους, χωρίς να διστάσω να πω την αλήθεια. Κατά τη γνώμη μου λοιπόν δεν υπάρχει κανένας —τουλάχιστον όχι από τους Αθηναίους, φαντάζομαι, αλλ᾽ ούτε και από τους άλλους Έλληνες— τόσο αξιοθρήνητος και τόσο σκληρός ώστε να ενοχλείται βλέποντας τους απόρους και εκείνους που στερούνται και τα πιο αναγκαία να παίρνουν αυτές τις παροχές. [44] Αλλά πού σκοντάφτει το σύστημα και πού οφείλεται η δυσανασχέτηση των ευπόρων; Όταν οι εύποροι βλέπουν κάποιους να προσπαθούν να μεταφέρουν τη συνήθεια της διανομής του δημοσίου χρήματος και στην ιδιωτική περιουσία, όταν βλέπουν τον ρήτορα να γίνεται σπουδαίος ανάμεσά σας ακόμη και αθάνατος, στον βαθμό που αυτό του το διασφαλίζει η εμπιστοσύνη του λαού, από την άλλη όμως το αποτέλεσμα της μυστικής ψηφοφορίας να είναι διαφορετικό από τις φωνές επιδοκιμασίας. [45] Αυτά δημιουργούν τη δυσπιστία, αυτά προκαλούν την οργή. Γιατί και οι δύο κοινωνικές τάξεις πρέπει, Αθηναίοι, να μοιραζόμαστε δίκαια μεταξύ μας τα εκ του πολιτεύματος δικαιώματα και τις υποχρεώσεις· οι εύποροι δηλαδή να νιώθουν ότι έχουν στη ζωή τους σε ασφάλεια την περιουσία τους και να μην φοβούνται γι᾽ αυτήν, στους κινδύνους όμως να την προσφέρουν στην πατρίδα, ώστε να καθίσταται κοινή για τη σωτηρία της, ενώ οι υπόλοιποι να θεωρούν βέβαια την κρατική περιουσία κοινή για όλους και να μετέχουν σ᾽ αυτήν κατά ένα μέρος, αλλά την ατομική περιουσία του καθενός να τη θεωρούν ιδιοκτησία του κατόχου. Έτσι, και μια μικρή πόλη γίνεται μεγάλη και μια μεγάλη διατηρείται μεγάλη. Όσες λοιπόν υποχρεώσεις απορρέουν από καθεμιά από τις δύο κοινωνικές τάξεις, είναι αυτές ίσως, θα μπορούσε να πει κανείς· πώς όμως θα πραγματοποιηθούν, χρειάζεται νομική ρύθμιση. |