
Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Ρητορική (1407a-1407b)
[5] Η βάση, πάντως, του ύφους είναι το να μιλάει κανείς σωστά ελληνικά, κάτι που αφορά στα εξής πέντε πράγματα: Πρώτον στα συνδετικά μόρια· να τα τοποθετεί δηλαδή κανείς στη φυσική τους θέση —πριν ή μετά το ένα από το άλλο— κατά την απαίτησή τους· επί παραδείγματι, το μὲν και το ἐγὼ μὲν απαιτούν το δὲ και το ὁ δὲ. Πρέπει μάλιστα το δεύτερο να έρχεται ως απόδοση του πρώτου όσο ακόμη ο ακροατής θυμάται, και ούτε να αφήνουμε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους ούτε να εισάγουμε ένα άλλο συνδετικό μόριο πριν από αυτό που είναι απαραίτητο συμπλήρωμα του πρώτου, γιατί αυτό σε σπάνιες μόνο περιπτώσεις ταιριάζει. «Εγώ όμως, όταν μου μίλησε (γιατί ήρθε ο Κλέωνας παρακαλώντας και απαιτώντας), τους πήρα μαζί μου και ξεκίνησα». Στη φράση αυτή πολλά άλλα συνδετικά μόρια έχουν παρεμβληθεί πριν από αυτό που αναμένεται για την απόδοση. Και αν παρεμβληθούν πολλά ως το «ξεκίνησα», η φράση καταντάει ασαφής. Μια πρώτη λοιπόν προϋπόθεση είναι η σωστή χρήση των συνδετικών μορίων. Μια δεύτερη είναι το να δηλώνουμε τα πράγματα με τις ειδικές δικές τους λέξεις και όχι με λέξεις γενικού περιεχομένου. Μια τρίτη είναι το να μη χρησιμοποιούμε διφορούμενες λέξεις. Αυτά, βέβαια, αν ο ομιλητής δεν επιδιώκει ακριβώς το αντίθετο, κάτι που οι άνθρωποι το κάνουν όταν δεν έχουν τί να πουν, θέλουν όμως να δώσουν την εντύπωση ότι λένε κάτι — οι άνθρωποι αυτοί λένε μάλιστα αυτό που θέλουν να πουν χρησιμοποιώντας στίχους, όπως π.χ. ο Εμπεδοκλής· ο λόγος είναι ότι οι περιφράσεις με τα πολλά λόγια εξαπατούν, και οι ακροατές παθαίνουν ό,τι ο πολύς κόσμος όταν ακούει τους μάντεις· όταν δηλαδή οι μάντεις λένε διφορούμενα πράγματα, οι άνθρωποι δείχνουν με μια κίνηση της κεφαλής τους ότι συναινούν: Όταν περάσει τον Άλυ ποταμό ο Κροίσος θα καταστρέψει ένα μεγάλο βασίλειο [1407b] — και επειδή οι πιθανότητες σφάλματος είναι τότε γενικά λιγότερες, οι μάντεις μιλούν για ένα πράγμα χρησιμοποιώντας έννοιες γένους αυτού του πράγματος: στο παιχνίδι «μονά-ζυγά» οι πιθανότητες επιτυχίας είναι περισσότερες, αν πει κανείς για τον συμπαίκτη του ότι έχει μέσα στη χούφτα του μονά ή ζυγά παρά αν πει έναν ακριβή αριθμό· επίσης αν πει ότι κάτι θα συμβεί παρά πότε θα συμβεί· αυτός είναι και ο λόγος που οι μάντεις ποτέ δεν προχωρούν και σε έναν ακριβή προσδιορισμό του χρόνου. Όλα αυτά είναι ίδια μεταξύ τους, και άρα πρέπει κανείς να τα αποφεύγει, αν δεν υπάρχει κάποιος λόγος σαν αυτόν που είπαμε. |