[6.6.25] Όταν τ᾽ άκουσε ο Κλέανδρος είπε πως δεν ήταν καλή η συμπεριφορά του Δέξιππου, αν πραγματικά τα είχε κάμει αυτά. Είχε όμως τη γνώμη, πρόσθεσε, πως κι αν ο Δέξιππος ήταν ο χειρότερος από τους ανθρώπους, δεν έπρεπε να τον μεταχειριστούν με βάναυσο τρόπο «παρά να κριθεί, όπως κι εσείς τώρα θεωρείτε σωστό, κι ύστερα να τιμωρηθεί. [6.6.26] Πηγαίνετε λοιπόν κι αφήστε εδώ αυτόν τον άντρα, κι άμα διατάξω, τότε να έρθετε για τη δίκη. Δεν κατηγορώ πια ούτε το στρατό ούτε κανέναν άλλο, αφού τούτος ο ίδιος παραδέχεται πως πήρε το στρατιώτη». [6.6.27] Εκείνος πάλι που τον οδηγούσε ο Δέξιππος και του τον πήρε ο Αγασίας είπε: «Εγώ, Κλέανδρε, αν νομίζεις ότι έφταιξα σε κάτι και γι᾽ αυτό μ᾽ έφεραν σε σένα, να ξέρεις πως ούτε χτύπησα κανέναν ούτε του έριξα πέτρες, παρά είπα μονάχα πως τα πρόβατα ανήκαν σε όλο το στρατό. Και τούτο, γιατί οι στρατιώτες είχαν αποφασίσει, αν κάποιος λεηλατήσει για λογαριασμό του όταν βγαίνουμε για να βρούμε τρόφιμα, τότε τα λάφυρα να ανήκουν σε όλους. [6.6.28] Αυτά είπα και τούτος τότε μ᾽ έπιασε και με οδηγούσε σε σένα για να μην τολμήσει να μιλήσει κανείς, παρά να κρατήσει ο ίδιος το μερίδιό του και να φυλάξει τα πρόβατα σε κείνους που τα είχαν αρπάξει, ενάντια στη συμφωνία του στρατού». Σ᾽ αυτά ο Κλέανδρος αποκρίθηκε: «Επειδή είσαι συνένοχος, μείνε εδώ για να αποφασίσουμε και για σένα». [6.6.29] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά ο Κλέανδρος με τους δικούς του άρχισαν να γευματίζουν, ενώ ο Ξενοφώντας συγκέντρωσε το στρατό κι έδωσε συμβουλή να του στείλουν απεσταλμένους, για να του προσπέσουν ν᾽ αφήσει ελεύθερους τους δυο άντρες. [6.6.30] Τότε πήραν την απόφαση να στείλουν στρατηγούς και λοχαγούς και το Δρακόντιο το Σπαρτιάτη και όποιους άλλους νόμιζαν κατάλληλους, για να παρακαλέσουν τον Κλέανδρο με κάθε τρόπο να παρατήσει τους δυο στρατιώτες. [6.6.31] Πήγε λοιπόν ο Ξενοφώντας και του λέει: «Στα χέρια σου κρατείς τους άντρες μας, Κλέανδρε, και ο στρατός σε άφησε στη διάθεσή σου να κάμεις ό,τι θέλεις και γι᾽ αυτούς και για όλους τους άλλους. Τώρα όμως σε θερμοπαρακαλούν να τους δώσεις πίσω αυτούς τους δυο και να μην τους σκοτώσεις, γιατί πολλές ταλαιπωρίες είχαν περάσει πρωτύτερα για το καλό όλου του στρατού. [6.6.32] Κι αν πετύχουν αυτό από σένα, σου υπόσχονται πως, αν θελήσεις να γίνεις αρχηγός τους κι αν οι θεοί φανούν ευνοϊκοί, για ανταπόδοση θα σου αποδείξουν ότι και πειθαρχικοί είναι και έχουν ικανότητα, υπακούοντας στον αρχηγό τους και με τη βοήθεια των θεών, να μη φοβούνται τους εχθρούς. [6.6.33] Σε παρακαλούν ακόμα και για τούτο, δηλαδή να μείνεις κοντά τους και να τους διοικήσεις. Τότε θα γνωρίσεις όχι μονάχα το Δέξιππο παρά κι εκείνους, θα δεις τί άνθρωπος είναι ο καθένας και θα τους εκτιμήσεις σύμφωνα με την αξία τους». [6.6.34] Μόλις τ᾽ άκουσε ο Κλέανδρος είπε: «Μά τους θεούς, στη στιγμή θα σας δώσω απάντηση. Και τους δυο άντρες σάς δίνω πίσω κι εγώ ο ίδιος θα σας βοηθήσω. Αν μάλιστα οι θεοί το επιτρέψουν, θα σας οδηγήσω στην Ελλάδα. Γιατί τα λόγια σας είναι ολωσδιόλου αντίθετα από κείνα που μου έλεγαν μερικοί για σας, πως δηλαδή προσπαθείτε να απομακρύνετε το στρατό από τη φιλία των Λακεδαιμονίων». [6.6.35] Τότε οι απεσταλμένοι, επαινώντας τον, γύρισαν πίσω με τους δυο άντρες. Κι ο Κλέανδρος άρχισε να θυσιάζει ώστε να βγάλει συμπεράσματα για την αναχώρηση, κι έκανε φιλική συναναστροφή με τον Ξενοφώντα και δημιούργησαν ανάμεσά τους δεσμούς φιλοξενίας. Όταν μάλιστα είδε πως οι στρατιώτες εκτελούσαν με πειθαρχία κάθε διαταγή που έπαιρναν, τότε ακόμα περισσότερο ήθελε να γίνει αρχηγός τους. [6.6.36] Θυσίαζε όμως τρεις μέρες κι οι θυσίες δεν έδειχναν καλά σημάδια. Γι᾽ αυτό κάλεσε τους στρατηγούς και τους είπε: «Οι θυσίες δεν επιτρέπουν να σας οδηγήσω εγώ, αλλά δεν πρέπει να στενοχωριέστε γι᾽ αυτό. Γιατί, όπως φαίνεται, σε σας είναι ορισμένο από τους θεούς να οδηγήσετε τους στρατιώτες. Ξεκινήστε λοιπόν. Κι εμείς, όταν πάτε στο Βυζάντιο, θα σας κάμουμε υποδοχή όσο γίνεται καλύτερη». |