[3.4.44] Από κει ξεκίνησαν και προχωρούσαν, όσο μπορούσαν πιο γρήγορα. Μα οι εχθροί που βρίσκονταν στο λόφο, μόλις πήραν είδηση πως οι Έλληνες βάδιζαν για την κορυφή, μονομιάς κι εκείνοι, βάζοντας όλες τις δυνάμεις τους, όρμησαν για να φτάσουν απάνω πρώτοι. [3.4.45] Και τότε άκουε κανείς δυνατές κραυγές από το ελληνικό στράτευμα, καθώς οι Έλληνες έδιναν κουράγιο στους δικούς τους, το ίδιο όμως κι από τους στρατιώτες του Τισσαφέρνη, που φώναζαν στους δικούς τους να έχουν θάρρος. [3.4.46] Ο Ξενοφώντας πάλι περνώντας δίπλα στους στρατιώτες, καβάλα πάνω στ᾽ άλογό του, τους εμψύχωνε μ᾽ αυτά τα λόγια: «Τώρα, στρατιώτες, να σκεφτείτε πως πηγαίνουμε για την Ελλάδα, για τα παιδιά και για τις γυναίκες μας. Αν κοπιάσουμε τώρα λίγο, ύστερα πια θα προχωρούμε χωρίς να κάνουμε μάχη». [3.4.47] Ο Σωτηρίδας όμως ο Σικυώνιος είπε: «Δεν βρισκόμαστε κάτω από τις ίδιες συνθήκες, Ξενοφώντα· γιατί εσύ είσαι καβάλα στο άλογο, ενώ εγώ κουράζομαι πολύ να σηκώνω την ασπίδα». [3.4.48] Μόλις τ᾽ άκουσε αυτά ο Ξενοφώντας πήδησε κάτω από το άλογο, τον έσπρωξε έξω από τη γραμμή, του πήρε την ασπίδα και κρατώντας την βάδιζε όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Έτυχε όμως να φορεί και τον ιππικό θώρακα, πράγμα που τον έκανε να υποφέρει. Σε κείνους που πήγαιναν μπροστά του, έλεγε να προχωρούν, σε κείνους που βρίσκονταν πίσω του, να τον προσπερνούν, κι ο ίδιος ακολουθούσε με κόπο. [3.4.49] Τότε οι άλλοι στρατιώτες χτυπούν από κοντά κι από μακριά το Σωτηρίδα και τον βρίζουν, ώσπου τον ανάγκασαν να ξαναπάρει την ασπίδα και να προχωρήσει. Και ο Ξενοφώντας ανέβηκε στο άλογο και πήγαινε καβάλα, ώσπου μπορούσε να προχωρεί το ζώο· όταν όμως το μέρος ήταν απέραστο, άφησε το άλογο και βάδιζε με τα πόδια. Τέλος προλαβαίνουν και φτάνουν στην κορυφή πριν από τους εχθρούς. [3.5.1] Τότε οι βάρβαροι γύρισαν τις πλάτες κι άρχισαν να φεύγουν, όπου μπορούσε ο καθένας, ενώ οι Έλληνες κρατούσαν την κορυφή. Οι στρατιώτες πάλι του Τισσαφέρνη και του Αριαίου πήραν άλλο δρόμο κι έφυγαν, ενώ ο Χειρίσοφος με τους άντρες του κατέβηκαν και στρατοπέδεψαν σ᾽ ένα χωριό, που ήταν γεμάτο από πολλά τρόφιμα. Σ᾽ αυτόν τον κάμπο, πλάι στον Τίγρητα ποταμό, υπήρχαν και πολλά άλλα χωριά, που είχαν άφθονα τρόφιμα. [3.5.2] Μα όταν έφτασε το απόγευμα, παρουσιάζονται ξαφνικά οι εχθροί στον κάμπο και σκότωσαν μερικούς από τους Έλληνες, που ήταν σκορπισμένοι εδώ κι εκεί για λεηλασία. Γιατί βρέθηκαν σ᾽ αυτό το μέρος, ακριβώς την ώρα που οι ντόπιοι προσπαθούσαν να περάσουν στην απέναντι όχθη του ποταμού πολλά κοπάδια ζώα. [3.5.3] Τότε ο Τισσαφέρνης με τους στρατιώτες του προσπάθησαν να κάψουν τα χωριά. Και μερικοί από τους Έλληνες στενοχωρήθηκαν πολύ, γιατί σκέφτηκαν πως, αν τα κάψουν, δεν θα έχουν από πού να προμηθευτούν τρόφιμα. [3.5.4] Σε λίγο γύρισαν ο Χειρίσοφος με τους άντρες του, που είχαν πάει να βοηθήσουν τους άλλους. Κι ο Ξενοφώντας που είχε κατέβει από την κορυφή και περνούσε καβάλα στ᾽ άλογο μπροστά στα τάγματα, συνάντησε τους Έλληνες που γύριζαν από τη βοήθεια και τους είπε: [3.5.5] «Βλέπετε, Έλληνες, πως οι εχθροί αφήνουν πια τη χώρα να είναι δική μας. Γιατί εκείνο που προσπαθούσαν να πετύχουν από μας, όταν κάναμε τις συνθήκες, δηλαδή να μην καίμε τη χώρα του βασιλιά, τώρα οι ίδιοι το παραβιάζουν και της βάζουν φωτιά σαν να είναι ξένη. Αλλά αν αφήνουν κάπου τρόφιμα για τον εαυτό τους, θα μας δουν κι εμάς να πηγαίνουμε σ᾽ αυτό το μέρος. [3.5.6] Μου φαίνεται όμως, Χειρίσοφε, είπε, πως πρέπει να υπερασπίζουμε τη χώρα σαν να είναι δική μας βαδίζοντας ενάντια σε κείνους που την καίνε». Μα ο Χειρίσοφος απάντησε: «Εγώ δεν έχω αυτήν τη γνώμη. Αντίθετα είπε, κι εμείς πρέπει να βάζουμε φωτιά, και τότε θα σταματήσουν αυτοί πιο γρήγορα να καίνε». |