[3.3.6] Όταν τέλειωσαν το φαγητό, πέρασαν το Ζαπάτα ποταμό και προχωρούσαν συνταγμένοι, έχοντας στη μέση τα υποζύγια και τους άμαχους. Δεν είχαν προχωρήσει πολύ και ξαναπαρουσιάζεται ο Μιθραδάτης με διακόσιους περίπου ιππείς και με τετρακόσιους τοξότες και σφεντονήτες, ελαφρότατα οπλισμένους και ευκίνητους. [3.3.7] Ζύγωνε τους Έλληνες σαν φίλος. Όταν όμως πήγαν κοντά, ξαφνικά άλλοι απ᾽ αυτούς, και ιππείς και πεζοί, άρχισαν να ρίχνουν βέλη με τα τόξα, άλλοι πέτρες με τις σφεντόνες, και πλήγωσαν μερικούς. Στο μεταξύ οι Έλληνες στρατιώτες που ήταν στην οπισθοφυλακή κακοπαθούσαν, χωρίς να μπορούν να ανταποδώσουν τα χτυπήματα. Γιατί οι Κρητικοί έριχναν τα βέλη σε κοντινότερη απόσταση από τους Πέρσες· και ακόμα, επειδή ήταν ελαφρά οπλισμένοι, είχαν κλειστεί μέσα στο τετράπλευρο των βαριά οπλισμένων στρατιωτών. Οι ακοντιστές πάλι έριχναν τα ακόντια σε απόσταση μικρότερη από κείνη που χρειαζόταν για να πετύχουν τους σφεντονήτες. [3.3.8] Γι᾽ αυτό νόμισε ο Ξενοφώντας πως έπρεπε να τους κυνηγήσουν. Τους πήραν λοιπόν κυνήγι εκείνοι από τους οπλίτες και τους πελταστές, που έτυχε να βρίσκονται μαζί του στην οπισθοφυλακή. Κυνηγώντας τους όμως δεν μπόρεσαν να φτάσουν κανέναν από τους εχθρούς. [3.3.9] Γιατί ούτε ιππικό είχαν οι Έλληνες, ούτε οι πεζοί μπορούσαν να προλαβαίνουν σε λίγο διάστημα τους πεζούς, που έφευγαν από μακρινή απόσταση. Και τούτο επειδή δεν ήταν δυνατό να τους κυνηγούν απομακρυσμένοι πολύ από το άλλο στράτευμα. [3.3.10] Οι βάρβαροι ιππείς πάλι και την ώρα που έφευγαν, πλήγωναν τους Έλληνες, χτυπώντας από τ᾽ άλογά τους προς τα πίσω με τα βέλη, ενώ οι Έλληνες όσο δρόμο έκαναν καταδιώκοντας, άλλον τόσο έπρεπε να γυρίσουν πίσω πολεμώντας. [3.3.11] Έτσι ολόκληρη την ημέρα δεν προχώρησαν παραπάνω από είκοσι πέντε στάδια, κι έφτασαν κατά το βράδυ στα χωριά. Τότε τους έπιασε πάλι στενοχώρια. Και ο Χειρίσοφος και οι πιο μεγάλοι στην ηλικία στρατηγοί τα έβαζαν με τον Ξενοφώντα, γιατί κυνηγούσε τους εχθρούς βγαίνοντας από την παράταξη. Έτσι όχι μονάχα ο ίδιος εκινδύνευε, παρά και τους εχθρούς δεν μπορούσε να τους βλάψει περισσότερο. [3.3.12] Όταν τ᾽ άκουσε ο Ξενοφώντας, έλεγε πως δίκαια τον κατηγορούσαν και πως αυτό το επιβεβαιώνουν τα ίδια τα πράγματα. «Μα εγώ, είπε, αναγκάστηκα να τους κυνηγήσω, γιατί έβλεπα πως μένοντας στη θέση μας κακοπαθούσαμε, χωρίς να μπορούμε να τους ξεπληρώνουμε το κακό· [3.3.13] όταν όμως αρχίσαμε να τους κυνηγούμε, είπε, φάνηκαν πραγματικά αυτά που λέτε σεις. Δηλαδή καθόλου περισσότερο δεν μπορούσαμε να βλάψουμε τους εχθρούς, και γυρίζαμε πίσω με μεγάλη δυσκολία. [3.3.14] Στους θεούς λοιπόν πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, γιατί δεν ήρθαν με πολύ στρατό αλλά με λίγους άντρες. Έτσι από τη μια δεν μας προξένησαν μεγάλη βλάβη, κι από την άλλη έγιναν αφορμή να φανούν οι ελλείψεις μας. [3.3.15] Γιατί τώρα οι εχθροί ρίχνουν με τα τόξα και με τις σφεντόνες τόσο μακριά, όσο δεν μπορούν να ρίξουν ούτε οι Κρητικοί τοξότες, ούτε είναι δυνατό να φτάσουν οι ακοντιστές. Έτσι, όταν τους κυνηγούμε, δεν μπορούμε να πηγαίνουμε σε μεγάλη απόσταση από το στράτευμα· σε μικρή πάλι απόσταση ένας πεζός δικός μας, ακόμη και ο πιο γρήγορος, κυνηγώντας δικό τους δεν θα μπορούσε να τον φτάσει, αν τους χώριζε μόνο το διάστημα που διανύει ένα βέλος. [3.3.16] Αν έχουμε λοιπόν σκοπό να τους εμποδίσουμε, ώστε να μην μπορούν να μας κάνουν κακό όσο προχωρούμε, τότε είναι ανάγκη να ετοιμάσουμε, όσο γίνεται πιο γρήγορα, σφεντονήτες και ιππείς. Μαθαίνω πως έχουμε στο στρατό μας άντρες από τη Ρόδο και πολλοί απ᾽ αυτούς, όπως λένε, ξέρουν να χτυπούν με τις σφεντόνες και μάλιστα η πέτρα που ρίχνουν φτάνει σε διπλάσια απόσταση απ᾽ ό,τι φτάνει με τις περσικές. [3.3.17] Και ρίχνουν οι Πέρσες σε μικρότερη απόσταση, γιατί στις σφεντόνες τους χρησιμοποιούν πέτρες σε μέγεθος γροθιάς, ενώ οι Ροδίτες ξέρουν να μεταχειρίζονται και μολυβένιες μπάλες. [3.3.18] Έτσι, αν ερευνήσουμε να δούμε ποιοί απ᾽ αυτούς έχουν σφεντόνες, και τις πάρουμε δίνοντάς τους χρήματα, κι αν πληρώσουμε κι άλλα σε κείνους που θα δεχτούν να πλέκουν κι άλλες σφεντόνες, αν ακόμα απαλλάξουμε από κάποιες αγγαρείες όσους θα θέλουν να είναι σφεντονήτες μέσα στην παράταξη, ίσως θα παρουσιαστούν μερικοί που θα έχουν την ικανότητα να μας φανούν χρήσιμοι. [3.3.19] Βλέπω επίσης πως υπάρχουν άλογα στο στρατό· άλλα τα έχω εγώ, μερικά είναι υπολείμματα από κείνα που είχε ο Κλέαρχος, κι άλλα πολλά τα έχουμε πάρει από τους εχθρούς και τα χρησιμοποιούμε για φορτηγά. Αν λοιπόν όλα αυτά τα ξεχωρίσουμε και δώσουμε στη θέση τους άλλα ζώα για να κουβαλούν τις αποσκευές, κι αν συγκροτήσουμε μονάδα ιππικού, ίσως κι αυτή θα ενοχλεί τους εχθρούς όταν το βάζουν στα πόδια». Κι αυτά τα λόγια του Ξενοφώντα φάνηκαν καλά. [3.3.20] Έτσι την ίδια νύχτα βρέθηκαν διακόσιοι, πάνω κάτω, σφεντονήτες, ενώ την άλλη μέρα εγκρίθηκαν ύστερ᾽ από εξέταση πενήντα περίπου άλογα και καβαλάρηδες. Τους έδωσαν τότε δερμάτινα χιτώνια και θώρακες, κι έβαλαν αρχηγό του ιππικού το Λύκιο, το γιο του Πολύστρατου από την Αθήνα. |