
Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΞΕΝΟΦΩΝ
Κύρου Ἀνάβασις (2.3.10-2.3.20)
[2.3.10] Οι απεσταλμένοι λοιπόν πήγαιναν μπροστά, ενώ ο Κλέαρχος προχωρούσε με παραταγμένο το στρατό, παρόλο που είχε κάμει τις συνθήκες. Ο ίδιος μάλιστα διοικούσε την οπισθοφυλακή. Στο δρόμο συναντούσαν χαντάκια και αυλάκια γεμάτα νερό, που δεν μπορούσαν να τα περνούν χωρίς γεφύρια. Γι᾽ αυτό έκαναν περάματα από χουρμαδιές, που είτε τις έβρισκαν ξεριζωμένες είτε τις έκοβαν αυτοί. [2.3.11] Τότε μπορούσε να καταλάβει κανείς πόσο καλός αρχηγός ήταν ο Κλέαρχος. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε το δόρυ και στο δεξιό ένα ραβδί. Και όποτε του φαινόταν πως χαζεύει κανένας από κείνους που είχαν αναλάβει αυτήν τη δουλειά, διάλεγε όποιον του άξιζε και τον χτυπούσε. Καμιά φορά βοηθούσε κι ο ίδιος, μπαίνοντας μέσα στη λάσπη. Έτσι όλοι ένιωθαν ντροπή να μη βοηθούν πρόθυμα στη δουλειά, μαζί του. [2.3.12] Το έργο αυτό το είχαν αναλάβει εκείνοι που ήταν ως τριάντα χρονών. Μια κι έβλεπαν όμως τον Κλέαρχο να εργάζεται πρόθυμα, βοηθούσαν και οι μεγαλύτεροι. [2.3.13] Πιο πολύ απ᾽ όλους βιαζόταν ο Κλέαρχος, επειδή είχε την υποψία πως δεν ήταν πάντα έτσι γεμάτα με νερό τα χαντάκια. Γιατί δεν ήταν εποχή που ποτίζουν τους αγρούς. Υποψιαζόταν λοιπόν πως ο βασιλιάς είχε αφήσει ελεύθερα τα νερά στον κάμπο, για να παρουσιάζονται μεγάλες δυσκολίες στους Έλληνες από την αρχή της πορείας. [2.3.14] Προχωρώντας έφτασαν σε κάτι χωριά, απ᾽ όπου οι οδηγοί τους όρισαν να παίρνουν τα τρόφιμα. Υπήρχε εκεί πολύ σιτάρι και κρασί από χουρμάδες και ξίδι, που το έβγαζαν από τους ίδιους βράζοντάς τους. [2.3.15] Βρίσκονταν ακόμα στις αποθήκες χουρμάδες για τους δούλους, σαν εκείνους που μπορεί να δει κανείς στην Ελλάδα. Ενώ εκείνοι που είχαν αποθηκευτεί για τ᾽ αφεντικά ήταν διαλεγμένοι, έξοχοι στην ομορφιά και στο μέγεθος· η όψη τους ήταν ολόιδια με το κεχριμπάρι. Μερικούς τέτοιους τους ξέραιναν και τους αποθήκευαν, για να τους τρώνε ύστερ᾽ από το φαγητό. Όταν τους έτρωγε κανείς πίνοντας κρασί ήταν νόστιμοι, προκαλούσαν όμως πονοκέφαλο. [2.3.16] Τότε για πρώτη φορά έφαγαν οι στρατιώτες και την ψίχα της χουρμαδιάς, που η μορφή και ιδιαίτερη νοστιμάδα της προξένησε σ᾽ όλους το θαυμασμό. Κι αυτή όμως προκαλούσε πολύ πονοκέφαλο. Η χουρμαδιά, όταν της έβγαζαν την ψίχα, ξεραινόταν ολόκληρη. |