[6] Δεδομένου όμως ότι είναι δυνατό ένας που έκανε μια άδικη πράξη να μην είναι κιόλας άδικος, ποιές άραγε άδικες πράξεις πρέπει να κάνει κανείς για να είναι άδικος στις επιμέρους μορφές αδικίας — για να είναι, π. χ., κλέφτης, μοιχός ή ληστής; Σίγουρα δεν είναι η διάπραξη της τάδε ή της τάδε πράξης που θα μας επιτρέψει να κάνουμε τη διάκριση. Πραγματικά, θα μπορούσε κανείς να συνευρεθεί με μια γυναίκα ξέροντας πολύ καλά με ποιάν, η αρχή όμως της πράξης του θα μπορούσε να είναι όχι μια δική του —ύστερα από σκέψη— επιλογή και απόφαση, αλλά το πάθος του. Στην περίπτωση αυτή κάνει, πράγματι, μια άδικη πράξη, άδικος όμως δεν είναι. Π.χ. δεν είναι κανείς κλέφτης παρόλο ότι έκλεψε, ούτε είναι μοιχός, παρόλο ότι διέπραξε μοιχεία — έτσι και στις άλλες περιπτώσεις. Μιλήσαμε πιο πάνω για τη σχέση αμοιβαιότητας - δικαίου. Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει ότι το θέμα που εξετάζουμε δεν είναι μόνο το δίκαιο γενικά, αλλά και το δίκαιο στο εσωτερικό της πόλης. Αυτό πραγματοποιείται μεταξύ ανθρώπων που η κοινή ζωή τους έχει ως σκοπό της την αυτάρκεια — ανθρώπων ελεύθερων και ίσων ή κατά την αναλογία ή κατά τον αριθμό. Αυτό θα πει ότι στους ανθρώπους που αυτό δεν υπάρχει, δεν υπάρχει μεταξύ τους πολιτικό δίκαιο, αλλά κάποια μορφή δικαίου, που απλώς μοιάζει με το πολιτικό δίκαιο. Γιατί δίκαιο υπάρχει εκεί όπου οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους ρυθμίζονται από νόμο, και, πάλι, νόμος υπάρχει εκεί όπου μεταξύ των ανθρώπων υπάρχει αδικία· γιατί τα δικαστήρια και οι δικαστικές αποφάσεις είναι για να ξεχωρίζουν το δίκαιο και το άδικο. Όπου μεταξύ των ανθρώπων υπάρχει η δυνατότητα της αδικίας, μεταξύ αυτών των ανθρώπων υπάρχει και η δυνατότητα της άδικης πράξης (αντίθετα, όπου υπάρχει άδικη πράξη, δεν θα πει ότι μεταξύ όλων αυτών των ανθρώπων υπάρχει αδικία). «Κάνω άδικη πράξη» θα πει: από τα πράγματα που είναι καθεαυτά αγαθά δίνω στον εαυτό μου μεγαλύτερο από ό,τι πρέπει μέρος, και από τα πράγματα που είναι καθεαυτά κακά δίνω στον εαυτό μου μικρότερο από ό,τι πρέπει μέρος. Αυτός είναι ο λόγος που δεν αφηνόμαστε να κυβερνηθούμε από έναν άνθρωπο, αλλά μόνο από τη λογική του νόμου, γιατί ο άνθρωπος ενεργεί με αυτόν τον τρόπο για δικό του όφελος, [1134b] και γίνεται τύραννος. Ο άρχοντας, από την άλλη, είναι φύλακας του δικαίου, και αν είναι φύλακας του δικαίου, τότε είναι και της ισότητας. Δεδομένου τώρα ότι κατά την κοινή αντίληψη ο άρχοντας δεν έχει κανένα ιδιαίτερο προσωπικό πλεονέκτημα, εφόσον, βέβαια, είναι δίκαιος (γιατί δεν παραχωρεί ποτέ στον εαυτό του μεγαλύτερο μέρος από αυτά που είναι καθεαυτά αγαθά, εκτός και αν ένα τέτοιο μερτικό είναι ανάλογο προς την αξία του, πράγμα που θα πει ότι κοπιάζει για τους άλλους, και ακριβώς γι᾽ αυτόν τον λόγο οι άνθρωποι λένε —όπως το είπαμε και πιο πάνω— ότι η δικαιοσύνη είναι «κάποιου άλλου αγαθό»), πρέπει, άρα, να δίνεται στον άρχοντα κάποιος μισθός, και ο μισθός αυτός είναι οι τιμές και τα προνόμια· και αν κάποιου δεν του φτάνουν αυτά, αυτοί γίνονται τύραννοι. Το δίκαιο που ρυθμίζει τις σχέσεις του αφεντικού με τους δούλους του και το δίκαιο που ρυθμίζει τις σχέσεις του πατέρα με τα παιδιά του δεν είναι ίδιο με τις περιπτώσεις για τις οποίες μιλήσαμε, είναι όμως όμοιο. Ο λόγος που δεν είναι ίδιο είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει γενικά αδικία προς κάτι που είναι δικό μας: η ιδιοκτησία μας και το παιδί μας, ώσπου να φτάσει σε κάποια ηλικία και να ανεξαρτητοποιηθεί, είναι σαν ένα μέρος του εαυτού μας, και κανένας δεν θέλει να βλάπτει τον εαυτό του· γι᾽ αυτό και δεν είναι δυνατό να διαπράξει κανείς αδικία σε βάρος του εαυτού του· εξού και δεν υπάρχει στις δύο αυτές περιπτώσεις το δίκαιο και το άδικο που υπάρχει μεταξύ των πολιτών· γιατί το πολιτικό δίκαιο βασίζεται, όπως λέγαμε, στον νόμο, και ισχύει για ανθρώπους για τους οποίους ο νόμος υπάρχει εκ φύσεως, που πάει να πει: για ανθρώπους που έχουν ίσα δικαιώματα στο να άρχουν και να άρχονται. Αυτός είναι και ο λόγος που υπάρχει δίκαιο μάλλον για τη σχέση του άντρα με τη γυναίκα του παρά για τη σχέση του με τα παιδιά ή τους δούλους του: αυτό είναι το οικιακό δίκαιο, που και αυτό είναι διαφορετικό από το δίκαιο που ισχύει μεταξύ των πολιτών. |