[408 π.Χ.] [1.3.1] Τον επόμενο χρόνο κάηκε από αστροπελέκι ο ναός της Αθηνάς στη Φώκαια. Κατά το τέλος του χειμώνα [όταν ήταν έφορος ο Παντακλής και άρχων ο Αντιγένης, με την αρχή της άνοιξης, καθώς συμπληρώνονταν είκοσι δύο χρόνια πολέμου] ολόκληρη η δύναμη των Αθηναίων έβαλε πλώρη για την Προκόννησο. [1.3.2] Από κει τράβηξαν για την Καλχηδόνα και το Βυζάντιο κι έστησαν στρατόπεδο κοντά στην Καλχηδόνα. Μαθαίνοντας ότι πλησίαζαν οι Αθηναίοι, οι Καλχηδόνιοι εμπιστεύτηκαν τις κινητές τους περιουσίες στους γείτονές τους, τους Θράκες της Βιθυνίας, να τους τις φυλάξουν. [1.3.3] Ο Αλκιβιάδης όμως ξεκίνησε με λιγοστούς οπλίτες και το ιππικό, πρόσταξε και τον στόλο ν᾽ ακολουθήσει γιαλό γιαλό και πήγε να ζητήσει από τους Βιθυνούς τις περιουσίες των Καλχηδονίων, απειλώντας ότι αν δεν του τις δώσουν θα κηρύξει πόλεμο· τότε εκείνοι του τις έδωσαν. [1.3.4] Ο Αλκιβιάδης πήρε τη λεία, έκανε μαζί τους συνθήκη κι έφυγε. Κατόπιν απέκλεισε την Καλχηδόνα μ᾽ όλο του το στράτευμα, κατασκευάζοντας ξύλινο τείχος από τη μια θάλασσα στην άλλη και, όσο γινόταν, κοντά στον ποταμό. [1.3.5] Ο Ιπποκράτης, ο Λακεδαιμόνιος αρμοστής, έβγαλε τον στρατό του από την πόλη να δώσει μάχη. Οι Αθηναίοι παρατάχτηκαν αντίκρυ του, ενώ ο Φαρνάβαζος, έξω από το τείχος, ερχόταν να τον βοηθήσει με πολύ στρατό και ιππικό. [1.3.6] Η μάχη ανάμεσα στους οπλίτες του Ιπποκράτη και του Θρασύλλου κράτησε πολύ, ώσπου ήρθε σ᾽ ενίσχυση ο Αλκιβιάδης με μερικούς οπλίτες και ιππικό· τότε σκοτώθηκε ο Ιπποκράτης κι οι άνδρες του υποχώρησαν άτακτα προς την πόλη. [1.3.7] Στο μεταξύ ο Φαρνάβαζος, μην κατορθώνοντας να ενωθεί με τον Ιπποκράτη —τόσο στενό ήταν το πέρασμα ανάμεσα στο ποτάμι και το τείχος— γύρισε πίσω στο Ηράκλειο των Καλχηδονίων, όπου είχε το στρατόπεδό του. [1.3.8] Έπειτα ο Αλκιβιάδης έφυγε για τον Ελλήσποντο και τη Χερσόνησο, να συγκεντρώσει χρήματα. Οι υπόλοιποι στρατηγοί συμφώνησαν τότε με τον Φαρνάβαζο να δώσει στους Αθηναίους είκοσι τάλαντα για να κάνουν ανακωχή με την Καλχηδόνα, και να οδηγήσει πρέσβεις των Αθηναίων στον Βασιλέα. [1.3.9] Συμφώνησαν ακόμα, ανταλλάσσοντας τους όρκους, να πληρώσουν οι Καλχηδόνιοι στους Αθηναίους τον συνηθισμένο φόρο καθώς και τις καθυστερούμενες δόσεις τους· οι Αθηναίοι πάλι ανέλαβαν την υποχρέωση να σεβαστούν την ανακωχή, ώσπου να γυρίσουν οι πρέσβεις τους από τον Βασιλέα. [1.3.10] Επειδή όμως ο Αλκιβιάδης έλειπε όταν δόθηκαν οι όρκοι (βρισκόταν κοντά στη Σηλυμβρία και μετά την κατάληψή της προχωρούσε προς το Βυζάντιο έχοντας μαζί του τους Χερσονησιώτες και περισσότερους από τριακόσιους Θράκες, πεζούς και ιππείς), [1.3.11] ο Φαρνάβαζος, που ήθελε να ορκιστεί κι εκείνος, τον περίμενε στην Καλχηδόνα έως ότου επιστρέψει από το Βυζάντιο. Ο Αλκιβιάδης πάλι δήλωσε, όταν γύρισε, ότι δεν δέχεται να ορκιστεί αν δεν του ορκιστεί και ο Φαρνάβαζος. [1.3.12] Τέλος ορκίστηκαν κι οι δύο· ο Αλκιβιάδης στη Χρυσόπολη μπροστά στους απεσταλμένους του Φαρναβάζου, τον Μιτροβάτη και τον Αρνάπη, κι ο Φαρνάβαζος στην Καλχηδόνα, μπροστά στους απεσταλμένους του Αλκιβιάδη, τον Ευρυπτόλεμο και τον Διότιμο· και χώρια από την επίσημη συμφωνία αντάλλαξαν και προσωπικές υποσχέσεις. [1.3.13] Αμέσως μετά έφυγε ο Φαρνάβαζος, παραγγέλνοντας να τον συναντήσουν στην Κύζικο οι πρέσβεις που θα στέλνονταν στον Βασιλέα. Οι Αθηναίοι έστειλαν τον Δωρόθεο, τον Φιλοκύδη, τον Θεογένη, τον Ευρυπτόλεμο και τον Μαντίθεο· μαζί τους πήγαν κι οι Αργείοι Κλεόστρατος και Πυρρόλοχος. Παράλληλα ξεκίνησαν κι οι πρέσβεις των Λακεδαιμονίων, ο Πασιππίδας κι άλλοι, και μαζί τους ο Ερμοκράτης —εξόριστος πια από τις Συρακούσες— κι ο αδελφός του Πρόξενος. [1.3.14] Ο Φαρνάβαζος τους συνόδευε όλους. Στο μεταξύ, οι Αθηναίοι πολιορκούσαν το Βυζάντιο· το ᾽χαν περιφράξει ολόγυρα, χτυπούσαν τα τείχη του από μακριά κι έκαναν κι εφόδους. [1.3.15] Μέσα στο Βυζάντιο ήταν ο Λακεδαιμόνιος αρμοστής Κλέαρχος, με μερικούς περιοίκους και λιγοστούς νεοδαμώδεις· ήταν ακόμη και Μεγαρείς με τον άρχοντά τους Έλιξο, και Βοιωτοί με άρχοντα τον Κοιρατάδα. [1.3.16] Οι Αθηναίοι, βλέποντας ότι τίποτα δεν κατόρθωναν με τη βία, έπεισαν μερικούς Βυζαντινούς να προδώσουν την πόλη. [1.3.17] Ο αρμοστής Κλέαρχος, που δεν φανταζόταν ότι θα βρισκόταν κάποιος να κάνει τέτοιο πράγμα, οργάνωσε την άμυνα όσο μπορούσε καλύτερα κι αφήνοντας την πόλη στα χέρια του Ελίξου και του Κοιρατάδα πέρασε στην αντικρινή όχθη για να συναντήσει τον Φαρνάβαζο. Σκοπός του ήταν να πάρει απ᾽ αυτόν μισθό για τους στρατιώτες, να συγκεντρώσει πλοία —αυτά που ο Πασιππίδας είχε αφήσει να περιπολούν εδώ κι εκεί στον Ελλήσποντο, εκείνα που βρίσκονταν στην Άντανδρο κι όσα είχε στη Θράκη ο Αγησανδρίδας, υπαρχηγός του Μινδάρου— και να ναυπηγήσει κι άλλα· κατόπιν θα χτυπούσε μ᾽ όλα μαζί τους συμμάχους των Αθηναίων, για να λυθεί η πολιορκία του Βυζαντίου. [1.3.18] Μόλις έφυγε ο Κλέαρχος, ωστόσο, οι συνωμότες που είχαν αποφασίσει να προδώσουν την πόλη —ο Κύδων, ο Αρίστων, ο Αναξικράτης, ο Λυκούργος κι ο Αναξίλαος— [1.3.20] ετοιμάστηκαν και μια νύχτα, ανοίγοντας την πύλη τη λεγόμενη «επί το Θράκιον», έβαλαν μέσα τον στρατό και τον Αλκιβιάδη. [1.3.19] (Αργότερα ο Αναξίλαος δικάστηκε στη Σπάρτη για την προδοσία και κινδύνεψε η ζωή του, αλλ᾽ αθωώθηκε όταν εξήγησε, στην απολογία του, ότι όχι μόνο δεν είχε προδώσει την πόλη, παρά την είχε σώσει: Βυζαντινός ο ίδιος κι όχι Λακεδαιμόνιος, έβλεπε τα γυναικόπαιδα να πεθαίνουν της πείνας, ενώ ο Κλέαρχος μοίραζε στους Λακεδαιμονίους στρατιώτες όσο στάρι υπήρχε στην πόλη. Νά γιατί είχε φέρει μέσα τους εχθρούς — όχι για κέρδος, ούτε από μίσος για τους Λακεδαιμόνιους.) [1.3.21] Ο Έλιξος κι ο Κοιρατάδας, που τίποτα δεν ήξεραν, έτρεξαν μ᾽ όλο τον στρατό τους στην Αγορά· αλλά καθώς ο εχθρός επικρατούσε παντού, δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα και παραδόθηκαν. [1.3.22] Τους έστειλαν στην Αθήνα, την ώρα όμως που τους αποβίβαζαν στον Πειραιά ο Κοιρατάδας ξεγλίστρησε απαρατήρητος μέσα στο πλήθος και σώθηκε φτάνοντας στη Δεκέλεια. |