[4.33.1] Κάποτε χόρτασαν τα εξοχικά γλέντια κι αποφάσισαν να τραβήξουν για την πόλη και ν᾽ αποζητήσουν τους γονείς της Χλόης, για να μην καθυστερήσει άλλο ο γάμος των παιδιών. [4.33.2] Αφού τέλειωσαν πρωί-πρωί τις ετοιμασίες τους, χάρισαν στον Δρύα άλλες τρεις χιλιάδες δραχμές. Όσο για το Λάμωνα, του έδωσαν το δικαίωμα να θερίζει και να τρυγάει για λογαριασμό του το μισό κτήμα· του χάρισαν και τις γίδες μαζί με τους γιδάδες, καθώς και τέσσερα ζευγάρια βόδια, χειμωνιάτικα ρούχα και την ελευθερία της γυναίκας του. Τέλος ξεκίνησαν για τη Μυτιλήνη με μεγαλόπρεπη συνοδεία από άλογα κι αμάξια. [4.33.3] Την ώρα που έφτασαν στην πόλη είχε κιόλας νυχτώσει, κι οι συμπολίτες τους δεν τους κατάλαβαν· την άλλη μέρα όμως συνάχτηκε πολύς κόσμος, άντρες και γυναίκες, στην πόρτα τους. Οι άντρες συγχαίρονταν τον Διονυσοφάνη που είχε βρει το γιο του, ιδίως που τον έβλεπαν τόσο ωραίο. Οι γυναίκες συμμερίζονταν τη χαρά της Κλεαρίστης, που έφερνε πίσω και γιο και νύφη — [4.33.4] γιατί τα ᾽χαναν κι εκείνες με την ασύγκριτη ομορφιά της Χλόης. Ολόκληρη η πόλη ξετρελάθηκε με τ᾽ αγόρι και το κορίτσι, μακάριζε το γάμο τους κι ευχόταν να βρεθεί η γενιά της κοπέλας ταιριαστή με τη μορφή της· και πολλές από τις πλουσιότερες γυναίκες παρακαλούσαν τους θεούς ν᾽ αποδειχτούν αυτές μητέρες ενός τόσο ωραίου κοριτσιού. [4.34.1] Ύστερα από πολλή συλλογή ο Διονυσοφάνης αποκοιμήθηκε βαθιά κι είδε τούτο το όνειρο. Οι Νύμφες, λέει, παρακαλούσαν τον Έρωτα να συγκατατεθεί επιτέλους στο γάμο των παιδιών. Κι ο Έρωτας έλυσε το δοξάρι του, το απίθωσε δίπλα στη σαϊτοθήκη και πρόσταξε τον Διονυσοφάνη να καλέσει όλους τους ευπατρίδες της Μυτιλήνης σε συμπόσιο, και την ώρα που θα γεμίσει το τελευταίο κανάτι κρασί να δείξει σ᾽ έναν-έναν καλεσμένο τα σημαδιακά φασκιά· ύστερα απ᾽ αυτό θα ᾽ταν καιρός για το τραγούδι της παντρειάς. [4.34.2] Αφού είδε κι άκουσε αυτά ο Διονυσοφάνης σηκώθηκε πρωί-πρωί, πρόσταξε να ετοιμάσουν περίλαμπρο τραπέζι μ᾽ ό,τι πιο εκλεκτό βγάζουν η στεριά κι η θάλασσα, κι ακόμα κι οι λίμνες και τα ποτάμια, και προσκάλεσε όλους τους ευπατρίδες της Μυτιλήνης να πιούνε μαζί του. [4.34.3] Όταν πια νύχτωσε κι είχε γεμιστεί το κανάτι για τη σπονδή στον Ερμή, έφερε ένας υπηρέτης τα φασκιά πάνω σ᾽ ασημένιο δίσκο και κρατώντας τα στο χέρι τα γύρισε να τα δείξει σ᾽ όλους τους καλεσμένους. [4.35.1] Άλλος κανένας δεν τ᾽ αναγνώρισε· όταν τα είδε όμως κάποιος Μεγακλής, που ηλικιωμένος καθώς ήταν καθόταν τελευταίος, τ᾽ αναγνώρισε και ξεφώνισε πολύ ζωηρά και δυνατά: «Τί είν᾽ αυτά που βλέπω; Τί έγινες, κορούλα μου; Άραγε ζεις και συ, ή μόνο τούτα κράτησε κάποιος τσοπάνος που σε βρήκε; [4.35.2] Πες μου, Διονυσοφάνη, να χαρείς, πώς έχεις εσύ του παιδιού μου τα φασκιά; Βρήκες εσύ τον Δάφνη — μη ζηλέψεις, αν βρω κι εγώ τίποτα!» Ο Διονυσοφάνης τού ζήτησε να διηγηθεί πρώτος εκείνος για την εγκατάλειψη του μωρού, κι ο Μεγακλής είπε δίχως να χαμηλώσει τη φωνή του: [4.35.3] «Λίγο ήταν το βιος μου στα παλιά τα χρόνια. Ό,τι είχα και δεν είχα το ξόδεψα για το θέατρο και το πολεμικό ναυτικό. Τότε μου γεννήθηκε ένα κοριτσάκι, και δε θέλησα να το μεγαλώσω μέσα στη φτώχεια. Το στόλισα λοιπόν με τούτα τα φασκιά, ξέροντας ότι πολλοί αποζητάνε να υιοθετήσουν τέτοια παιδιά, [4.35.4] κι άφησα το μωρό στη σπηλιά των Νυμφών για να το προστατέψουν οι θεές. Στο μεταξύ γινόμουν κάθε μέρα και πιο πλούσιος, και κληρονόμο δεν είχα — [4.35.5] γιατί μήτε κορούλα δε μου δόθηκε κατόπι ν᾽ αποχτήσω. Μολοτούτο οι θεοί, λες και με κοροϊδεύουν, μου στέλνουν τη νύχτα όνειρα πως τάχα ένα πρόβατο θα με κάνει πατέρα». |